Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στην γεωμορφολογία και τις βιοκλιματικές συνθήκες της Σάμου, καθώς επίσης και σε κάποιες συγκεκριμένες οικογένειες φυτών με φαρμακευτικό ενδιαφέρον.
Μία από τις οικογένειες που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο αριθμό φυτικών ειδών με φαρμακευτικό / παραφαρμακευτικό ενδιαφέρον είναι αυτή των Lamiaceae. Σε αυτή την οικογένεια ανήκει και ο περίφημος σιδερίτης στον οποίον αναφέρομαι σταθερά από την νήσο Λέσβο και Χίο, καθώς αποτελεί ένα είδος με ιδιαίτερα φυτοχημικά χαρακτηριστικά τα οποία το κατατάσσουν στην κορυφή της πυραμίδας της αγροδιατροφικής οικονομίας.
Στην νήσο Σάμο έχουν παρατηρηθεί και καταγραφεί 4 διαφορετικά είδη σιδερίτη. Ο Sideritis sipylea, o Sideritis montana, Sideritis lanata και Sideritis curvidens. Έχουμε ήδη αναφερθεί στον Sideritis sipylea στην νήσο Λέσβο και Χίο και είναι γνωστό ότι το ενδημικό αυτό είδος είναι απειλούμενο εξαιτίας της αλόγιστης κοπής χωρίς συστηματική καλλιέργεια. Έπειτα από πληροφορίες, η κατάσταση των πληθυσμών του βρίσκεται σε ανάλογη κρίσιμη κατάσταση. Οι καταγραφές έχουν γίνει στο βουνό Κέρκη σε υψόμετρο 500μ. και στην περιοχή πάνω από τους Δρακαίους σε υψόμετρο 700-1.000μ. Τα υπόλοιπα είδη σιδερίτη έχουν αναφερθεί σε περιοχές με ασβεστολιθικό υπόστρωμα, όπως το Ηραίο της Σάμου, Μαραθόκαμπο και σε περιοχές γύρω από το Βαθύ και το Πυθαγόρειο.
Άλλο ένα είδος της οικογένειας Lamiaceae, είναι ο Stachys cretica subsp. smyrnaea. Σύμφωνα με το διδακτορικό του κ. Χριστοδουλάκη, πληθυσμοί έχουν καταγραφεί στις περιοχές γύρω από το Βαθύ (περιοχή Ζερβού) σε υψόμετρο γύρω στα 250μ., στο βουνό Άμπελος πάνω από τους Βουρλιώτες στα 500μ. σε δάση, βραχώδη μέρη και κράσπεδα δρόμων. Η ανθοφορία του είναι από τον Απρίλιο έως και αρχές Ιουλίου. Επιστημονικές μελέτες και δημοσιεύσεις έχουν αναδείξει την αντιμικροβιακή δράση του αιθέριου ελαίου και πιο συγκεκριμένα την δραστικότητά του σε στελέχη Pseudomonas aeruginosa και Bacillus subtilis. Με ειδικές αναλυτικές τεχνικές αέριας χρωματογραφίας βρέθηκε ότι το αιθέριο έλαιό του αποτελείται από περίπου 37 χημικά μόρια, κάποια από τα οποία είναι ιδιαίτερα γνωστά στην χημεία φυσικών προϊόντων για την αντιμικροβιακή τους δράση, όπως το trans-beta-caryophyllene, το οποίο το βρίσκουμε και στην μεγαλύτερη αναλογία από τα υπόλοιπα μόρια (57%). Είναι σημαντικό να αναφερθούμε στο γεγονός ότι στην συγκεκριμένη μελέτη τα εκχυλίσματα (υδατικά) από το συγκεκριμένο φυτό δεν εμφάνισαν αξιόλογα αποτελέσματα αντιμικροβιακής δράσης. Στην μελέτη που πραγματοποιήσαμε για την ανάλυση της φυτικής βιοποικιλότητας των νήσων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου κάναμε αναφορά σε ένα άλλο υποείδος. Στο Stachys creticus subsp. lesbiaca. Εθνοφαρμακολογικές αναφορές και για αυτό το υποείδος αναφέρουν ότι το αιθέριο έλαιο έχει αντιμικροβιακή δράση σε στελέχη, όπως το κολοβακτηρίδιο (Escherichia coli) και ο επιδερμικός σταφυλόκοκκος.
Η Melisssa officinalis και η Satureja thymbra είναι ακόμα 2 πολύ σημαντικά είδη της οικογένειας Lamiaceae, τα οποία και αυτά είναι ιδιαίτερα γνωστά στην χημεία φυσικών προϊόντων και χρησιμοποιούνται ανελλιπώς από την παραφαρμακευτική βιομηχανία και την βιομηχανία καλλυντικών. Το μελισσόχορτο θα το βρούμε σε υψόμετρα από 250μ. – 350μ., σε υγρά και σκιερά μέρη, ενώ την θρούμπι θα την βρούμε να εξαπλώνεται και σε μεγαλύτερα υψόμετρα έως και τα 800μ. σε φρυγανικά οικοσυστήματα, ανοικτές δασικές εκτάσεις κωνοφόρων και ελαιώνες. Για την θρούμπι είναι ιδιαίτερα γνωστή η αντιβακτηριακή δράση των φύλλων και η χρήση του αιθέριου ελαίου σαν αντιμυκητιασικό στα φυτά. Για το μελισσόχορτο είναι γνωστή η χρήση του στην λαϊκή ιατρική και στην φαρμακευτική. Εθνοφαρμακολογικά έχει αναφερθεί η χρήση των φύλλων και των νεαρών ανθοφόρων βλαστών εσωτερικά στα κοινά κρυολογήματα και έχουν αντισπασμωδική δράση στο πεπτικό. Εξωτερικά υπάρχουν αναφορές στην χρήση του αιθέριου ελαίου για την θεραπεία του έρπη και στα δήγματα των εντόμων.
Η Micromeria juliana ή αλλιώς πολύκομπο είναι επίσης ένα ιδιαίτερα μελετημένο είδος. Στην λαϊκή ιατρική έχει γίνει αναφορά ότι το αφέψημα θεωρείται αποτελεσματικό για τη εξάλειψη των ακροχορδόνων, κοινώς μυρμηγκιές. Η συγκεκριμένη εθνοφαρμακολογική αναφορά έχει πλέον καταχωρηθεί στην διεθνή βιβλιογραφία σε άρθρο της επιστημονικής ομάδας του καθηγητή κ. Σκαλτσούνη στο περιοδικό Frontier in Pharmacology (στο οποίο γίνεται εκτενής καταγραφή των εθνοφαρμακολογικών αναφορών για όλα τα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Το θυμάρι ανήκει και αυτό στην οικογένεια Lamiaceae και στην νήσο Σάμο γίνεται αναφορά στο είδος Thymus capitatus (ανάμεσα στο Καρλόβασι και στην Λέκκα από τα 50-150μ.), ανάμεσα στον Άγιο Ισίδωρο και στους Δρακαίους (20-280μ.) σε φρυγανικά οικοσυστήματα και αμμουδερές παραλίες. Επίσης πρέπει να αναφέρουμε τα ενδημικά Thymus samius (στο βουνό Άμπελος στα 900-1400μ.) και Thymus sipyleus (όρος Κέρκης στα 1.300μ. σε ασβεστολιθικούς βραχώδεις τόπους). Κοινά είδη στην ίδια οικογένεια, αλλά με ιδιαίτερη σημασία είναι Mentha longifolia, Rosmarinus officinalis, Lavandula stoechas και Salvia fruticosa. Συνολικά έχει γίνει καταγραφή και αναφορά σε περίπου 50 διαφορετικά είδη και 15 υποειδών της οικογένειας Lamiaceae.
Πριν ολοκληρώσουμε το σύντομο ταξίδι σε λίγες χλωριδικές αναφορές για την νήσο Σάμο, θα ήθελα να κάνω μία σύντομη αναδρομή στην ιστορική εξέλιξη της χλωρίδας του νησιού. Από προηγούμενο άρθρο έχει γίνει γνωστό ότι στις αρχές του Μειοκαίνου (30εκ. χρόνια περίπου), την περιοχή του Αιγαίου καταλάμβανε μια χερσαία μάζα, η Αιγαιίδα, η οποία εκτεινόταν έως την Μικρά Ασία. Η συγκεκριμένη ζώνη υπέστη πολλές τεκτονικές μεταβολές και κατά το μέσο Μειόκαινο η θάλασσα εισέβαλε από νότια (Κρήτη) και εισέβαλλε μέχρι το νότιο άκρο των Κυκλάδων. Σε αυτή την περίοδο το κλίμα έγινε θερμότερο με υψηλή βροχόπτωση και με μία βλάστηση, από σκληρόφυλλα μεσογειακά είδη όπως Quercus coccifera, Ceratonia siliqua, Pistacia lentiscus, Olea europeae). Κατά το ανώτερο Μειόκαινο πραγματοποιούνται ουσιαστικές μεταβολές με βαθμιαία πτώση της στάθμης της θάλασσας και σημαντική μείωση των βροχοπτώσεων. Το κλίμα μετατρέπεται σε στεππικό (πολύ ψυχροί χειμώνες, και ξηρά καλοκαίρια). Το στεππικό στοιχείο στην χλωρίδα της Σάμου εμφανίστηκε στις κορυφές των πολύ ψηλών βουνών. Έχει κυρίως ασιατική προέλευση και αυτό δηλώνει ότι είναι φτωχό σε είδη και αυτό σύμφωνα με τον Χριστοδουλάκη να οφείλεται στο γεγονός ότι η Σάμος να αποχωρίστηκε πρόσφατα από την Μικρά Ασία. Πρέπει να αναφέρουμε ότι η Σάμος σε σχέση με άλλα νησιά του κεντρικού και νότιου Αιγαίου, εμφανίζει μικρό αριθμό ενδημικών αλλά μεγαλύτερο αριθμό ενδημικών από τα υπόλοιπα νησιά του ανατολικού αιγαίου και αυτό πρέπει να αποδοθεί στα ψηλά της βουνά. Στην περίοδο του Πλειόκαινου, παρόλο που πραγματοποιήθηκε ο μόνιμος πλέον διαχωρισμός των Κυκλάδων από την μικρασιατική στεριά, η Σάμος μαζί με τα υπόλοιπα ανατολικά και νότια νησιά, παρέμεινε ενωμένη μ’ αυτή και φαίνεται να αποκόπηκε σε νησί κατά το Ολόκαινο και εκεί οφείλεται και η χλωριδική ποικιλομορφία της νήσου.
Σύμφωνα πάντα με στοιχεία του Χριστοδουλάκη, ανάμεσα στην Σάμο και στην ανατολική στεριά υπάρχουν 15 κοινά taxa. Υπάρχει βέβαια και μια ομάδα ανατολικών taxa, τα όρια εξάπλωσης των οποίων φτάνουν και στα άλλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και σε αυτά ανήκουν o Sideritis sipylea, Phlomis grandiflora, διάφορα είδη Verbascum, η περίφημη Fritillaria carica κ.ά. Δεν θα αναφερθώ περαιτέρω στην εξάπλωση των ειδών στις φυτογεωγραφικές ζώνες, καθώς ξεπερνάει τον σκοπό της συγκεκριμένης στήλης.
Έτσι, λοιπόν, η νήσος Σάμος ανήκει και αυτή στην ανατολική χλωριδική περιοχή Αιγαίου, εμφανίζοντας κοινά χαρακτηριστικά με την ανατολική στεριά της Μικράς Ασίας, η οποία την επηρεάζει σταθερά με περισσότερες ομοιότητες με την χλωρίδα του νότιου Αιγιακού χώρου.
Στο επόμενο άρθρο θα προχωρήσουμε στο τελευταίο νησί της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, την Ικαρία μαζί με τους Φούρνους.
*Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Email: [email protected]