«Τα καλύτιρα στου κόσμου κιφτιδέλια τα κάνου ιγώ γιατί αγουράζου ψουμέλ(ι) απ’ τουν καλύτιρου του φούρνου». Η φωνή του κυρ-Βαγγέλη εκεί στον Πλάτανο, λίγα μέτρα απ’ τη θεόρατη μαρμαρένια βρυσάρα, στην είσοδο της γειτονιάς των κομμουνιστών της Λαγκάδας σκέπαζε τα γέλια των θαμώνων.
Καφενείο «ο Άρης». Το καφενείο του Βαγγέλη Κέκκου, των εργατών, των ποδοσφαιριστών της παλιάς δόξας της γειτονιάς, του «Άρη» Λαγκάδας που κάποτε συμπεριλάμβανε και τον ίδιο τον κυρ-Βαγγέλη. Αλλά και καφενείο των θυμοσόφων που έλεγαν ό,τι έλεγαν για να το σημειώσει γρήγορα – γρήγορα ο κυρ-Βαγγέλης πίσω από ένα άδειο πακέτο τσιγάρα «Ματσάγγος» και να το κάνει «ταμπιλούδα»: «Ι Θιός του μιρμίγκ(ι) για να του καταστρέψ(ι) τ’ έδουσι φτιρά»…
Κάπου εκεί στα χρόνια της δεκαετίας του ’60 το γνώρισαν το καφενείο οι σημερινοί πενηντάρηδες. Σαν κατηφορίζαν ανάποδα τον αδιάβατο από την κίνηση σήμερα μονόδρομο με τα ποδήλατά τους, κόντρα στο ρέμα, ξυπόλητοι με την άσφαλτο να τους καίει τα ποδάρια. «Απ’ τ’ Μπάμπη ως τ’ Κέκκου χουρίς φριναρισιά γιατί ιμείς είμαστι απ’ τ’ Λαγγάδα κι δε φουβούμαστι…». Οι ίδιοι σημερινοί πενηντάρηδες κύριοι με οικογένειες πια και σε άλλες «πιο καλές» γειτονιές πριν πολλά χρόνια, μπορεί και 20, το αποχαιρέτησαν το καφενείο. Κι αυτό βέβαια όσοι μάθαν πως ο κυρ-Βαγγέλης έφυγε, για να παίξει μπάλα στη γειτονιά των αγγέλων και να τους ταΐσει κι αυτούς «κιφτιδέλια». Κι αυτούς και το Βελουχιώτη που στόλιζε το μαγαζί του μετά το ’74, αλλά και το Στάλιν που αναρτήθηκε κι αυτός πάνω από το τζουμπόξ μαζί πότε με το Μπρέζνιεφ, πότε με τον Τσερνιένκο, πότε με τον Αντρόπωφ και στα λίγα τελευταία χρόνια με τον Γκορμπατσώφ. Μόνο που αυτός κατέβηκε νωρίς-νωρίς και χωρίς πολλά-πολλά σαν και στους άλλους…
Πάνε χρόνια που ο καφενές, χτισμένος από πολύ χώμα και λίγη πέτρα (σαν άνθρωπος κι αυτός), κλειστός από τη θανή του κυρ-Βαγγέλη, δεν άντεξε κι έγειρε… Έφυγε η μια του γωνιά σαν που φύγαν κι οι ανθρώποι της γειτονιάς… Στη θέση του φύτρωσε ένα μαγαζί…
Προχθές ανηφορίζοντας αυτό το δρόμο της παιδικής σου «απολογύρας» στάθηκες κι έψαξες να βρεις σημάδια εκείνων των χρόνων. Τίποτα… Μοναχά σα να άκουσες τη φωνή του κυρ-Βαγγέλη: «Πού ‘σι ρε Στρατέλ(ι); Χάθκις ρε…».