Ο τελευταίος εν ζωή ελαιομεσίτης

Spread the love


Κατά τον 20ό αιώνα στη Μυτιλήνη και κυρίως στο κέντρο της, σε μια από τις πιο ιστορικές περιοχές της πόλης, τα λεγόμενα Λαδάδικα, υπήρχαν πολλά καταστήματα τα οποία απασχολούνταν με την πώληση και γενικότερα με το εμπόριο του λαδιού. Ήταν στενά συνήθως, ενώ δεξιά και αριστερά στην είσοδο μπορούσε κανείς να διακρίνει τα σιδερένια βαρέλια που χρησιμοποιούσαν για να αποθηκεύουν το λάδι. 

Η μυρωδιά του λαδιού ήταν από τις πιο χαρακτηριστικές που επικρατούσε στην περιοχή. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων απασχολούνταν με το λάδι επαγγελματικά, αφού οι ελαιώνες στο νησί ήταν αρκετοί, ενώ το συγκεκριμένο προϊόν είχε μεγάλη απήχηση κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και όχι τόσο στην Αθήνα. Το γεγονός ότι παγετοί είχαν καταστρέψει κάποιους ελαιώνες στη Λέσβο ανάγκασε αρκετούς συμπολίτες μας εκείνη την περίοδο να μεταναστεύσουν ακόμα και στο εξωτερικό, αφού δεν μπορούσαν να βγάλουν τα προς το ζην. Όσοι έμειναν και κατάφεραν να κρατήσουν τις παραγωγές τους σε καλά επίπεδα λειτουργούσαν τα καταστήματά τους για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και είχαν υψηλό κέρδος. 

Φυσικά η κατάσταση στην ιστορικότερη περιοχή του κέντρου της Μυτιλήνης, στα Λαδάδικα, δεν είναι τώρα η ίδια, αφού τα περισσότερα καταστήματα λαδιού απασχολούνται πλέον με την πώληση άλλων αντικειμένων, όπως ενδυμάτων και υποδημάτων, ενώ ελάχιστα είναι εκείνα που έχουν παραμείνει αναλλοίωτα στο χρόνο. Ένα από αυτά τα καταστήματα είναι και αυτό του Στρατή Κότερου, ενός από τους παλαιότερους εν ζωή ελαιομεσίτες, ο οποίος ακόμα και σήμερα κατεβαίνει καθημερινά στο μαγαζί του, καθώς όπως μας ανέφερε «μου αρέσει πολύ ακόμα και τώρα να ασχολούμαι με το λάδι. Κατεβαίνω κάθε μέρα στο μαγαζί μου γιατί μου αρέσει η μυρωδιά και αυτή η αίσθηση του λαδιού»

Το μαγαζί του κ. Κότερου που έχει παραμείνει αναλλοίωτο για πάρα πολλά χρόνια

Το κατάστημά του βρίσκεται στα Λαδάδικα, στο ίδιο ακριβώς σημείο που τόσα χρόνια ο κ. Κότερος δούλευε σαν έμπορος λαδιού προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά του. Σε ηλικία 93 ετών και ακόμα ασχολείται με το λάδι και την επιχείρησή του. Το μαγαζί του κ. Κότερου στέκει αναλλοίωτο στο χρόνο, καθώς οι επισκευές και οι εργασίες συντήρησης που έχει κάνει είναι ελάχιστες.  Ένα γραφικό «μουσείο» θα μπορούσε να πει κανείς στο κέντρο της πόλης, το οποίο έχει τεράστια ιστορία. Μέσα σε αυτό το χώρο τόσο ο πατέρας του όσο και εκείνος αποθήκευαν το λάδι, οξυμετρούσαν τα δείγματα και αργότερα τα πωλούσαν είτε σε εμπόρους της Βόρειας Ελλάδας που εκείνο το διάστημα ερχόντουσαν συχνά στο νησί μας για να προμηθευτούν το γνωστό σε όλη την Ελλάδα ελαιόλαδο, είτε σε απλούς πολίτες. 

Ο κ. Κότερος ξεκίνησε ως δημόσιος υπάλληλος, ωστόσο η αγάπη που είχε για το λάδι και για την διαδικασία παραγωγής του τον ώθησαν στο να αφήσει την δουλειά του και να ασχοληθεί επαγγελματικά με την παραγωγή και με την πώληση του λαδιού. Όπως ακριβώς και ο πατέρας του, έτσι και εκείνος προτίμησε να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο καθώς του άρεσε πολύ το συγκεκριμένο επάγγελμα. «Τότε η θέση του δημοσίου υπαλλήλου δεν είχε μεγάλη πέραση σε αντίθεση με τώρα. Όταν ήμουν 18 ετών με είχαν βάλει και μένα εκεί. Αλλά δεν μπόρεσα να μείνω εκεί, δεν μου άρεσε αυτή η δουλειά. Γιατί από μωρό παιδί έβλεπα τον πατέρα μου και τον θείο μου να ασχολούνται με τα λάδια και μου άρεσε και μένα πολύ. Δεν πληρωνόμασταν και καλά σαν δημόσιοι υπάλληλοι. Και έτσι έγινα μετά έμπορος λαδιού. Την αγαπούσα πολύ και ακόμα την αγαπώ αυτή τη δουλειά και ας ασχολούμαι λιγότερο. Φυσικά τότε δεν είχαμε τα μέσα που υπήρχαν και πριν. Με τα κάρα και τα άλογα κατεβάζαμε τα βαρέλια με το λάδι. Τα βαρέλια ήταν 200 οκάδες. Το θεωρούσαμε και παλικαριά τότε να κουβαλάμε τα βαρέλια που ήταν και βαριά. Πηγαίναμε στα ελαιοτριβεία και φτιάχναμε τα λάδια. Μαζί με τον πατέρα μου και τον θείο μου πηγαίναμε. Τώρα δεν πουλάω λάδι, αλλά ασχολούμαι με τα λάδια. Βλέπω και επεξεργάζομαι δείγματα», μας λέει.

Ωστόσο τα χρόνια που πέρασε ήταν δύσκολα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κατοχής, καθώς ο ίδιος σε μικρή ηλικία στερήθηκε αρκετά. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα μας: «Είχαμε στερηθεί σε μικρή ηλικία πάρα πολλά. Στα παιδικά μας χρόνια δώδεκα, δεκατριών και δεκατεσσάρων ετών όταν ήμουν δεν είχαμε πολλά πράγματα. Και όταν βρίσκαμε κάτι παραπάνω μας φαινόταν το ιδανικό. Ας πούμε το ψωμί με λάδι, το είχαμε σαν θησαυρό. Παίζαμε μπάλα χωρίς παπούτσια, κανείς δεν είχε τότε, ήταν πολυτέλεια. Μας έδιναν οι Γερμανοί φαγητό από τα συσσίτια, το περίσσευμα που είχανε. Αφού μοιράζανε το φαγητό μας έδιναν και δεύτερη μερίδα αν περίσσευε. Αλλά στα παιδικά μας χρόνια γενικά είχαμε βιώσει δύσκολες στιγμές».

Όσον αφορά την κατάσταση που επικρατούσε τα παλιά χρόνια στη Μυτιλήνη και ιδιαίτερα σε περιοχές, όπως τα Λαδάδικα, ο κ. Κότερος σημείωσε: «Τότε στη Μυτιλήνη το 70% για να μην πω και πολύ παραπάνω ο πληθυσμός ήταν προσφυγικός, οι οποίοι είχαν έρθει από το διωγμό. Και είχαν αφήσει όλα τα πράγματά τους. Και ήταν πολλοί εδώ που τους εκμεταλλεύτηκαν. Μάζευαν αυτοί οι άνθρωποι ελιές. Γενικά όμως όλοι είχανε κτήματα τότε στη Λέσβο και ασχολιόντουσαν με το λάδι και τις ελιές. Εδώ στα Λαδάδικα γινόταν εμπόριο λαδιού. Έβλεπες παντού σιδερένια βαρέλια που αποθηκευόταν το λάδι. Αλλά όλα αυτά ξεκίνησαν από τότε που έφυγαν οι Γερμανοί και μετά. Μόλις τελείωσε η κατοχή άνοιξε η αγορά για τα καλά. Μέχρι τότε ήταν η Επάνω Σκάλα. Εκεί έβγαζαν και τα καΐκια τα εμπορεύματα και γινόντουσαν εμπορικές συναλλαγές». 

Add a comment

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση