Του Γρηγόρη Δουμούζη, Θεολόγου
Την Κυριακή μετά τους Αγίους Πάντες γιορτάζουμε όλους τους Αγίους της Λέσβου. Έχουμε τη σύναξη απάντων των Λεσβίων Αγίων. Και αυτό όχι τυχαία. Γιατί ακριβώς ο θεσμός της Εκκλησίας έδωσε τις προϋποθέσεις του αγιασμού. «Καρπός» του Αγίου Πνεύματος που δρα μέσα στην Εκκλησία είναι η αγιότητα.
Σκοπός της υπάρξεώς μας είναι η αγιότητα. Τίποτα λιγότερο. Ας φαίνεται αυτό παράξενο και μακρινό. Δεν είναι μακρινό. Τι είναι η «αγιότητα»; Είναι ακριβώς η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι μια ατομική, ηθική ή πνευματική βελτίωσή μας, αλλά είναι ο τρόπος να συνδεθούμε ολοκληρωτικά με τον Χριστό. Άγιος είναι ο καθαρός και αφοσιωμένος στον Χριστό. Δεν είναι ο καλός άνθρωπος, αλλά ο μετανοών άνθρωπος. Άλλο «καλός» άνθρωπος και άλλο «άγιος» άνθρωπος. Ο καλός άνθρωπος μπορεί να έχει μια καλή συμπεριφορά, καλούς τρόπους, να σέβεται κάποια πράγματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως έχει και ζωή μέσα του.
Ο άγιος άνθρωπος είναι αυτός που συνδέθηκε αληθινά με τον Θεό και έχει ζωντανή σχέση μαζί Του. Δεν είναι ο «θρησκευτικός άνθρωπος». Αυτό μπορεί να είναι μια παρεκτροπή και μια προσβολή της ζωντανής σχέσης με τον Χριστό. Να είναι κάτι τυπικό και απλώς μια εικόνα. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που σέβεται την καρδιά του και ικανοποιεί τον λόγο ύπαρξής του. Είναι αυτός που δεν βολεύεται με τα λίγα. Αυτός που στέκεται απέναντι στον θάνατο και ψάχνει τον τρόπο ν’ απαντηθεί το ερώτημα «πώς νικιέται ο θάνατος». Στην ουσία, δηλαδή, άγιος είναι ο άνθρωπος της μετάνοιας. Όχι ο αναμάρτητος. Δεν υπάρχει τέτοιος. Η αγιότητα κρίνεται απ’ τον βαθμό μετάνοιάς μας και όχι αναμαρτησίας μας.
Γι’ αυτό, η Εκκλησία είναι ένα «εργαστήρι αγιότητας», είναι ένα θεραπευτήριο, διότι μας δίνει τις προϋποθέσεις μετάνοιας. Τι είναι «μετάνοια»; Να μετατοπίσω το κέντρο της ύπαρξής μου απ’ τον εαυτό μου στον Θεό. Να πάψω να θέλω να ζω με κέντρο τον εαυτό μου και όλοι να με έχουν κέντρο του κόσμου και ν’ ασχολούνται συνεχώς με τις δικές μου ανάγκες. Να βγω απ’ την εγωκεντρικότητά μου και να μπω σε μια διαδικασία αληθινής σχέσης. Ο άνθρωπος που απαιτεί να τον θαυμάζουν και να τον εκτιμούν, είναι ο μειονεκτικός και ελλιπής άνθρωπος. Αυτός, δηλαδή, που δεν έχει ζωή μέσα του. Στην Εκκλησία δεν ερχόμαστε για να μας «τυραννήσει» ο Θεός με κάποιες απαγορεύσεις. Ερχόμαστε για να γεμίσουμε απ’ τη ζωή και τη χαρά που είναι ο Θεός, μιας και δεν μπορούμε πλέον να ζήσουμε. Έγινε ο βίος μας αβίωτος.
Ερχόμαστε και λέμε στον Θεό: «Χρεωκοπήσαμε. Πατώσαμε. Ζούμε μέσα στην υπαρξιακή μας κατάθλιψη, δεν έχουμε χαρά. Γιατί; Γιατί θελήσαμε να γίνουμε εμείς ο θεός του εαυτού μας. Γιατί πιστέψαμε στον δικό μας λογισμό πως μπορεί να κάνει κουμάντο στη ζωή μας και να βρει λύση. Και αφήσαμε Εσένα που είσαι η Ζωή. Τρομάξαμε. Νομίσαμε πως είσαι απειλή και ένας τύραννος. Δεν μας είπαν πως είσαι ο Πατέρας μας και η Ζωή μας. Έτσι, ερχόμαστε και καταθέτουμε τα πάντα σε Σένα και προσδοκούμε σε Σένα να βρούμε τη ζωή».
Αυτό είναι η μετάνοια, το άνοιγμά μας στον Θεό και η ταπείνωση. Να πάψω να πιστεύω στη δική μου δύναμη και να πιστεύω στην αγάπη και στη χάρη του Θεού. Αυτό, λοιπόν, με κάνει να στρέφω την ύπαρξή μου στον Θεό. Τι κάνω τότε; Εκπλήσσομαι διότι ο Θεός είναι ένα δόσιμο, ένα έλεος και μια ανάπαυση. Ταυτόχρονα, λυπούμαι για τον εαυτό μου επειδή στερήθηκα τόσο καιρό μακριά απ’ τον Θεό, μιας και δεν εμπιστεύθηκα την αγάπη Του.
Όταν, λοιπόν, εκπλαγώ απ’ την αγάπη του Θεού, τότε, μου ανοίγεται ένας άλλος τρόπος ύπαρξης και ζωής. Ανοίγονται οι ορίζοντές μου και μια ζωή που δεν πίστεψα ότι υπάρχει. Μου αποκαλύπτεται μια χαρά και μια ζωή που δεν γεύτηκα ακόμα. Τότε, τι κάνω; Καταλαβαίνω πως σκοπός της ύπαρξής μου είναι αυτό που γεύτηκα να το μοιράζομαι. Δεν μπορώ να το κρατήσω για τον εαυτό μου. Ο κόσμος της «φθοράς» θέλει να διεκδικείς κάτι και όταν το βρεις να το φυλάξεις στα δικά σου εσωτερικά «σεντούκια». Όμως, μ’ αυτό τον τρόπο, πεθαίνεις και εσύ και αυτό. Στην πνευματική ζωή, όταν γευτείς την αληθινή αγάπη του Θεού, αυτή αυξάνεται όταν τη δίνεις. Καταλαβαίνω ότι εάν δεν δώσω αυτό που μου δόθηκε θα σκάσω.
Λένε οι Πατέρες μας: «Για τον ζωντανό οργανισμό απαραίτητο είναι το οξυγόνο και η αναπνοή. Έτσι είναι η προσφορά και τα καλά έργα για τους χριστιανούς». Είναι το οξυγόνο. Αν δεν δώσουμε, δεν θα αναπνεύσουμε και δεν θα ζήσουμε. Δεν μένουμε, δηλαδή, στην μιζέρια να παρακολουθούμε «ποιος μας εκτιμά», «ποιος μας σέβεται», «ποιος μας αδικεί και ποιος όχι», αλλά μπαίνουμε στη διαδικασία να δούμε τον άλλον αλλιώς: «Ποιος είναι δυσκολεμένος», «στερημένος», «αυτός που δεν έχει ζωή», να βρούμε τρόπο να τον αναπαύσουμε. Όσο αναπαύουμε τον άλλον, τόσο αναπαύει και εμάς ο Θεός. Όσο δίνουμε χαρά στον άλλον, τόσο δίνει χαρά και σ’ εμάς ο Θεός. Και καταλαβαίνουμε πως ο δυσκολεμένος και ιδιότροπος άνθρωπος δεν είναι κακός. Απλά ο καθένας μας έχει έναν διαφορετικό τρόπο που εκφράζεται, που βγάζει τα μύχια της καρδιάς του, που εκφράζει την αγάπη του.
Χρειάζεται να βρούμε τον δικό του «κώδικα επικοινωνίας». Όλοι οι άνθρωποι έχουν καλοσύνη. Αλλά δεν ξέρουν πώς να τη βγάλουν. Εμείς μη λειτουργούμε ελεγκτικά και κριτικά έναντι των άλλων ανθρώπων. Να βρούμε τον τρόπο να γεφυρωθούμε μαζί τους, να δώσουμε αγάπη και, τότε, θα βρούμε έναν πλούτο που δεν έχουμε ξαναγνωρίσει. Αυτός ο πλούτος είναι η αγάπη του Θεού. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι συγκινείται ο Θεός. Όταν δίνουμε, δεν θα μας δώσει; Πώς να ζητήσω απ’ τον Θεό, όταν δεν δίνω και εγώ; Αυτός είναι ο τρόπος της αγιότητας.
Δεν είναι, λοιπόν, κάτι μακρινό. Άγιος, επίσης, μπορεί να είναι ένας καθημερινός άνθρωπος που αρχίζει να σέβεται, όπως είπαμε, την καρδιά του, αλλά και ένας που ζει στην ασημαντότητά του και στην αφάνειά του μέσα τον πόνο του. Μαθαίνει, όμως, να λέει: «Να ‘ναι ευλογημένο Θεέ μου». Τότε, δεν είναι μακριά απ’ την αγιότητα.
Η αγιότητα, επομένως, δεν είναι ένας ηρωισμός φανταστικός. Είναι ένας άλλος τρόπος υπάρξεως που ακούει στα λόγια: «Έμαθα να εμπιστεύομαι την αγάπη του Θεού, μετανοώ, στρέφω τα πάντα σ’ Αυτόν και αφήνομαι στην αγάπη Του και αρχίζω να γνωρίζω ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ο Χριστός σε άλλη μορφή». Μην ξεχνάμε πως η αγιότητα είναι ένα «δώρο» που το δίνει ο Θεός εκεί που ο Ίδιος θέλει.