Στις 18 Οκτωβρίου του 1979, πριν από 37 χρόνια η Σουηδική Ακαδημία ανήγγειλε την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη «για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία». Η απονομή του στον “Ποιητή του Αιγαίου” έγινε στις 10 Δεκεμβρίου του 1979 από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο, γράφοντας μια χρυσή σελίδα στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας.
Γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου του 1911, στο Ηράκλειο Κρήτης ο κατά κόσμον Οδυσσέας Αλεπουδέλης, του Παναγιώτη και της Μαρίας Βρανά, με πατρική καταγωγή από την Παναγιούδα Λέσβου, ήταν το τελευταίο παιδί από τα έξι της οικογένειας. Ανατρεπτικός κι επαναστάτης από πολύ μικρή ηλικία, επέλεξε το ψευδώνυμο Ελύτης με το οποίο θα χαράξει τη δική του πορεία στον κόσμο και θα καταξιωθεί, αντί να χρησιμοποιήσει το κανονικό του επίθετο.
Την απονομή του Νόμπελ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο Έδρα Ελύτη, στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϋ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Το έργο του μεγάλο και σημαντικό μέρος του έχει μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες και τραγουδοποιούς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Έχουν ξεχωρίσει τα “Άξιον Εστί”, “Τα ρω του έρωτα”, “Προσανατολισμοί” και άλλα πολλά. Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.