Από την Μεγάλη Δευτέρα μέχρι και την Μεγάλη Πέμπτη, το κάθε σπιτικό παράλληλα με τα θρησκευτικά καθήκοντα πρωί και βράδυ στην εκκλησία, είχε και τον φόρτο της προετοιμασίας που απαιτούσε το πνεύμα και το κλίμα των επόμενων ημερών με την κορύφωση του Θείου Δράματος και την αναμενόμενη με λαχτάρα Ανάσταση.
Το ντύσιμο και παπούτσωμα των παιδιών να φορέσουν τα λαμπριάτικά τους, ήταν το κύριο μέλημα των γονιών, δεν τους ένοιαζε για τον εαυτό τους, όσο για τα μικρά, να βγουν στην γειτονιά, να παν στην εκκλησιά καθαρά και νοικοκυρεμένα, τα κορίτσια με τα ανοιξιάτικα φουστανάκια τους, τις κορδέλες στα μαλλιά, τ’ αγόρια με τα παντελονάκια τα κοντά και τα καινούργια παπούτσια από «βακέτα χοντρή» και «καλιουκάρφια» ενίοτε (κοντά καρφιά με στρογγυλό – κυρτό κεφάλι) από κάτω να αντέχουν οι σόλες.
Αυτά βέβαια ήταν έντονα από την Κατοχή και μετά, μέχρι και το 1950 που άρχισε σταδιακά να στρώνει κάπως η κατάσταση.
Αυτοσχεδίαζαν τότε στην Κατοχή οι μανάδες να ράψουν, όπως κι όπως, κάτι για τα παιδιά τους. Παραγγελιά στους τσαγκάρηδες του χωριού για παπούτσια, δίνονταν μόνο για την Λαμπρή ή έστω κατ’ επιλογήν και Χριστούγεννα και ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα. Τότε τα τσόκαρα – λεσβιακής παραγωγής – ήταν η προέκταση… του κάθε ποδαριού, μικρού ή μεγάλου, ειδικότερα γυναικών και κοριτσιών, γιατί τ’ αγόρια ενίοτε και κάποιοι ενήλικες είχαν ιδιαίτερη προτίμηση το καλοκαίρι βέβαια, στην ξυπόλυτη εμφάνιση «αξπουλ’ταριά» με την… χοντρόπετση πατούνα!
Δεν έλειπε βέβαια και το πλήγωμα από χτυπήματα, από αγκάθια, ή καρφιά και μολύνσεις ακόμα, όπως ο λεγόμενος «σκληκατουρίτ’ς», ίσως από «κατρουλιά» σκύλου ή κάποιο σκουλήκι, δεν έχει ετυμολογηθεί η λέξη, ό,τι και να ήταν πάντως, ο οργανισμός είχε αρκετά αντισώματα φαίνεται!
Την Μεγάλη Πέμπτη, «Κουτσνουπέφτ» (Κοκινοπέμπτη), σε εγρήγορση οι νοικοκυρές να φτιάξουν τα τσουρέκια, «τςκλούριςτσι τα κλουρέλια», να τα πετύχουν στο ζύμωμα και στο ψήσιμο και στην γεύση βέβαια. Παράλληλα το βάψιμο των αυγών, με φυτικές ως επί το πλείστον βαφές, όπου έβαζαν όλο το καλλιτεχνικό τους ταλέντο μάνες και κόρες για το καλλώπισμα των κόκκινων αυγών με σχέδια «καλουπέλιατσιχαλκουμανίις για τα κότσνα τ αυγά», ένα είδος σαν τα σημερινά τα αυτοκόλλητα. Πήγαινε-έλα και στα μπακάλικα τα παιδιά για διάφορα είδη και μπαχαρικά, κι ο κάθε νοικοκύρης τού σπιτιού επιφορτισμένος με το σφάξιμο τού αρνιού και σε ό,τι άλλο χρειαζότανε το λαμπριάτικο τραπέζι.
Το βράδυ στα Δώδεκα Ευαγγέλια, μετά το τέλος της ακολουθίας, οι κοπέλες και μεγάλες γυναίκες, ξενυχτούσαν τον Εσταυρωμένο και στόλιζαν το Επιτάφιο με λουλούδια που έφερναν από τα σπίτια, βιόλες και κρίνους-«πάπιες», όπως και αγριολούλουδα, «αβαγιανό» και άλλα. Σήμερα, όλα διαφορετικά, παραγγελίες από τα ανθοπωλεία, μέχρι και από Ολλανδία, μέχρι και πλαστικά.
Μ. Παρασκευή πρωί, η εκκλησιά κατάμεστη αλλά και στον νάρθηκα και στον αυλόγυρο η παιδική παρουσία ήταν έντονη, χαρακτηριστική της αθωότητας, της ανεμελιάς και της ζωντάνιας αυτής της ηλικίας, που χαίρονταν το όλο γιορτάσι των ημερών μέσα στο ανοιξιάτικο κλίμα του χωριού. Με το «νεμπέτι» δε, δηλαδή σε αναμονή με την σειρά να πιάσουν το σχοινί της καμπάνας, για το ρυθμικό-αργό χτύπημα, «νταν-νταν-νταν…» όλη μέρα! Και τα καφενεία όμως κλειστά μέχρι το τέλος της Αποκαθήλωσης, όπως συνηθιζόταν και στις Κυριακές αυτό μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας και για κάποια χρόνια αργότερα.
Η νηστεία της Μεγάλης Παρασκευής απόλυτη. Σε πολλά σπίτια, στο τραπέζι δεν κάθονταν κανονικά για να φάνε. Μόνο στα όρθια, ένα κομμάτι ψωμί με λίγο χαλβά, ή με ελιές άσπρες, τσακιστές, τις «κλαστάδες» και τίποτ’ άλλο. Αλλά και το μαγειρευτό ήταν όπως και σήμερα, μόνο φακές με ξύδι, που συμβολίζουν το μεν ξύδι το «όξος» που έδωσαν στον Εσταυρωμένο Ιησού, οι δε φακές τα «δάκρυα της Παναγίας»! Πολλές νοικοκυρές επίσης, αρκούνταν μόνο με λίγο σκέτο τσάι ή και νερό, και δεν έπιαναν στο χέρι μαχαίρι ή αιχμηρό αντικείμενο, λόγω «λόγχης» και των «καρφιών» του Εσταυρωμένου!
Το βράδυ, οι παιδικές φωνές και μεγαλύτερων κοριτσιών, πλαισίωναν γλυκά την όλη κατανυκτική ατμόσφαιρα της βραδιάς με τα εγκώμια, «Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ…» και κατά την έξοδο πια και περιφορά τού Επιταφίου, ένα φωτεινό ποτάμι από κεριά και φαναράκια, διέσχιζε αργά-αργά τους δρόμους στους μαχαλάδες, ενώ από τα παράθυρα και τις ορθάνοιχτες πόρτες των σπιτιών, όσες νοικοκυρές δεν μπόρεσαν να πάνε στην εκκλησία, έβρισκαν εξιλέωση, ανακούφιση και βοήθεια, ραίνοντας με το «ρουδουστάλ’» ροδόσταμο τον Επιτάφιο και τους πιστούς και θυμιάζοντας με «μουσχουλίβανου» (της ελιάς το δάκρυ όπως λέγεται) ή και «πταρέλια» μικρά σαν μεγάλα κουμπιά… πιτάκια, από τριαντάφυλλα μαγιάτικα που έφτιαχναν πάντα. «Έραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα…»!
Στο φύλλο της Μεγάλης Παρασκευής θα διαβάσετε το τελευταίο μέρος του αφιερώματός μας στα Πασχαλινά έθιμα.