Της Γαβριέλας Σουλουγάνη*
Δεν είναι παρά μονάχα λίγες μέρες από τότε που όλοι μας αποκαλούσαν περήφανους ακρίτες. Ήταν τότε πολλοί που από δόλο, μπορεί και να ζήλεψαν την ομοψυχία μας, που είπαν πως ένας Δούρειος ίππος θα πάρει τη θέση του πρωταγωνιστή.
Και οι πολεμοχαρείς της γης τα κατάφεραν!
Έβαλλαν απέναντι στη Μυτιληνιά μάνα, τη μάνα της προσφυγιάς μέσα σε μια βάρκα με το διψασμένο μωρό της αγκαλιά.
Να φύγετε! λέει η πρώτη… τα δικά μου παιδιά πού θα πάνε;
Η άλλη δεν μίλησε, παρέμεινε στη βάρκα με σκυφτό κεφάλι και συνέχισε να σφίγγει στην αγκαλιά της το βλαστάρι της.
Πόση ντροπή!
Πόσα λόγια ασυλλόγιστα ξεστόμισαν κι άλλοι εκεί στην άκρη του λιμανιού!
Τα πήρε ο αέρας της τεχνολογίας και στη στιγμή σκόρπισαν, διαδόθηκαν παντού.
Τι άνθρωποι είστε εσείς;
Μισάνθρωποι! Ρατσιστές!
Αλήθεια πώς έρχονται τα πάνω-κάτω στη στιγμή!;;
Το νησί της αλληλεγγύης, με τους χαμογελαστούς ανθρώπους και την κελαρυστή ντοπιολαλιά, το σπινθηροβόλο βλέμμα, με τις πόρτες των σπιτιών που μοσχοβολούν πάστρα και νοικοκυροσύνη πάντα ανοιχτές, έγινε ξαφνικά νησί που το κατοικούν μισάνθρωποι.!!!!!!!!!!
Οι πολεμοχαρείς της γης τα κατάφεραν!
Μανάδες που κατά βάθος το ίδιο θέλουν, ένα κομμάτι γης ειρηνικής για να ξαποστάσουν αυτές και τα παιδιά τους έρχονται αντιμέτωπες.
Κάτοικοι του ίδιου τόπου, του ταλαίπωρου ακριτικού νησιού μας, δεν είναι πια μια γροθιά, βάλαμε σύνορα, ελέγχουμε τα περάσματα, δείχνουμε την ταυτότητά μας, κοιτά ο ένας τον άλλον με καχυποψία.
Κάποιος σίγουρα τούτη την ώρα τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση.
Δεν είμαστε παρά ένα πιόνι στην σκακιέρα του. Ένα πιόνι εμείς κι άλλο ένα εκείνοι στις βάρκες.
Και τα κατάφερε!
Τώρα από παντού μόνο φωνές αποδοκιμασίας ακούγονται.
Σύνορα ανοιχτά, δομές ούτε ανοιχτές, ούτε κλειστές, άνθρωποι λεηλατημένοι αρπάζουν βιαστικά τα λιγοστά υπάρχοντά τους και τρέχουν στο λιμάνι. Δεν μπορούν να φύγουν, δεν θέλουν να μείνουν. Κι εκεί ανάμεσα στην απελπισία και τα βάσανα κάποιοι σπέρνουν τη διχόνοια.
Πόση ντροπή!
Αλήθεια είναι φασιστικό να θέλεις να ανασαίνεις ελεύθερα στον τόπο σου;
Πώς ξαφνικά τόσοι προστάτες σε τούτο το πριν λίγο καιρό φωτεινό νησάκι;
Προστάτες προοδευτικοί μαζί μ’ αυτούς και μερικοί ντόπιοι και όλοι οι υπόλοιποι κακιασμένοι αμόρφωτοι νησιώτες που για μια στιγμή μια γροθιά και μετά μετέτρεψαν τον τόπο τους σε λημέρι του φασισμού;
Αδυνατώ να το πιστέψω!
Πνίγηκε ένα παιδί… η αγκαλιά μιας μάνας άδειασε.
Το έπνιξαν αυτοί που διώχνουν τις βάρκες;
Το έπνιξαν αυτοί στις βάρκες;
Το να πνίγηκε όπως και τόσα άλλα παιδιά και ενήλικες εδώ και χρόνια με όλο αυτό το πήγαιν’ έλα που πολλοί εμπορεύονται για λόγους που όλοι ξέρουμε;
Πόση αγωνία! Πόση απαξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης!
Για να έχουν λίγοι μόνο την ευκαιρία να γεύονται το φωτεινό του ήλιου, την καλοπέραση και τα «σπιτάκια» τους.
Αυτός ο τόπος όμως δεν αντέχει το σκοτάδι…
Κι επειδή αυτές τις μέρες όλοι λένε από μια ιστορία, θέλω και εγώ να πω τη δική μου, μήπως και καταλάβουμε γιατί ποθούμε εμείς οι Μυτιληνιοί τούτο το νησί μ’ ένα πάθος παράφορο, που μόνο όποιος έζησε ένα μεγάλο έρωτα μπορεί να νιώσει, που μόνο όποιος ένιωσε τον ξεριζωμό και την ξενιτιά μπορεί να καταλάβει.
Ήμουν, δεν ήμουν εννιά όταν βρέθηκα να ταξιδεύω στην αγκαλιά της μάνας μου με προορισμό την πόλη που ο πατέρας μου είχε βρει δουλειά για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.
Ταξιδεύαμε λοιπόν μάνα και κόρη με τα λιγοστά υπάρχοντά μας σε μια βαλίτσα από κείνες τις κοκκινόμαυρες καρό…
Είχαμε βρει μια γωνιά στο κατάστρωμα και κουρνιάσαμε εκεί για να προφυλαχτούμε απ’ το θαλασσινό αγέρι που όσο νύχτωνε τόσο πιο δαιμονισμένα διαπεραστικό ήταν το κρύο. Λίγο πιο πέρα από μας καμιά δεκαριά βόδια και τα κάτουρά τους σύρριζα στα πόδια μας. Βλέπετε το πλοίο ήταν εμπορικό, δεν υπήρχε τακτική ανταπόκριση με τη Β. Ελλάδα με επιβατηγά. Μήπως έχει τώρα;
Ταξιδεύαμε με το «Σταυρούλα», έτσι έλεγαν το πλοίο για έναν τόπο άγνωστο. Ήμασταν οι μοναδικοί επιβάτες. Εμείς και τα ζώα. Κατά τα μεσάνυχτα, Οκτώβρης μήνας ήταν, το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορο, μα δε τόλμησα να βγάλω άχνα, ούτε δάκρυ να τρέξει, ούτε παράπονο, γιατί ένιωθα τον πόνο της μάνας μου για τον ξεριζωμό που μας είχε βρει.
Δυο ναύτες που βγήκαν για τον προγραμματισμένο έλεγχο μας ανακάλυψαν να τρέμουμε απ’ το κρύο. Μας περιμάζεψαν και μας έκαναν χώρο να περάσουμε τη νύχτα εκεί που συνήθως περνούσαν την ώρα τους παίζοντας χαρτιά, με μπόλικη δόση τσιγάρου και χωρατών.
Ατέλειωτες μας φάνηκαν οι ώρες. Το ξημέρωμα βρεθήκαμε στο λιμάνι της Καβάλας. Για δευτερόλεπτα χάρηκα γιατί νόμισα ότι το πλοίο έκανε λάθος και γύρισε πίσω. Τόση ομοιότητα βρήκα στα δυο λιμάνια. Τόση η λαχτάρα μου να γυρίσω πίσω. Το ίδιο κι η μάνα. Και την ίδια απογοήτευση νιώσαμε. Ήμασταν μίλια μακριά. Και ήμασταν μετανάστες.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα προκομμένα χέρια των γονιών μου έστησαν σπιτικό, περνούσαμε καλά, με σπούδασαν…
Μα πάντα ο νους μας ήταν στον τόπο μας. Στο ευλογημένο μας νησί. Όνειρό μας η επιστροφή στο νησί.
Στο λουσμένο από φως, που η αλμύρα της θάλασσας σμιλεύει τις ψυχές μας και κάνει τη ζωή μας πικάντικη κι ανάλαφρη. Κάθε γωνιά κι ένα τραγούδι, ένα παραμύθι, μια ιστορία, ένας άγιος προστάτης και βοηθός. Ένα νησί με μια ιστορία πολύτιμη παρακαταθήκη.
Άνθρωποι του μόχθου μα το χαμόγελο και το χωρατό δε λείπει.
Εδώ νιώθεις άνθρωπος! Λεύτερος!
Αφήνεις τη ματιά σου να ταξιδέψει στο γαλάζιο ή στη φουρτουνιασμένη ομορφιά, περιδιαβαίνεις τα πλακόστρωτα σοκάκια, τους ελαιώνες με τ’ αργυρό τους χρώμα, απολαμβάνεις τις πύρινες ανατολές και τα μαβιά ηλιοβασιλέματα.
Ολόκληρη η Ελλάδα είναι γεμάτη ομορφιές, μα ο τόπος που σε γέννησε έχει άλλη μοσχοβολιά.
Σε τούτο τον τόπο ύστερα από χρόνια ξενιτεμού επιστρέψαμε. Οι δικοί μου έφυγαν για το μακρινό ταξίδι του θανάτου με τη βεβαιότητα πως μ’ άφησαν σε μέρος ασφαλές και με την ευχή να μείνω και να αγαπώ τούτο τον τόπο, όπως τον αγάπησαν και κείνοι.
Όπως τον αγαπάμε όλοι μας και τον προστατεύουμε, αλλά κάποιες φορές ορισμένοι το κάνουμε με λάθος τρόπο, τόσο που κάποιοι φτάνουν στο σημείο να μας κατηγορούν.
Είναι όμως μεμονωμένα περιστατικά που αμαυρώνουν την αγάπη για τον τόπο μας.
Τούτον εδώ τον τόπο θέλουμε λεύτερο με ουρανό καθάριο. Μέρες λουσμένες με φως για μας και για όσους βρίσκουν καταφύγιο.
Ξέχωρα όμως από συμφέροντα και μικροπολιτικές σκευωρίες.
Πέρα από εθνικό αυτισμό που οδηγεί στην καταφρόνια.
Μπερδεύτηκαν οι εποχές από μπόλικες πινελιές ξένων συμφερόντων.
Ας μείνουμε ενωμένοι κι ας ξεχάσουμε στιγμές μίσους και ντροπής.
Η αγάπη μας για τούτο τον τόπο ας μας κάνει όλους πάλι μια γροθιά ενάντια σε ό,τι μας υποβιβάζει στην κατάσταση της κτηνωδίας και της βαρβαρότητας
*η κα. Γαβριέλα Σουλουγάνη είναι εκπαιδευτικός, Διευθύντρια στο Λύκειο Μανταμάδου