Αυτή η δουλειά που διάλεξα να κάνω με έστειλε προχθές Τρίτη τα μεσάνυχτα στη Μόρια. Έπρεπε για μιαν ακόμα φορά να γράψω για μιαν ακόμα εξέγερση, για μιαν ακόμα σύγκρουση ανάμεσα σε μετανάστες, σε αυτό το κολαστήριο του καταυλισμού της Μόριας.
Παγωνιά, η πρώτη παγωνιά που ένιωσα τούτο το χειμώνα.
Αν τώρα με ρωτήσετε «ε και;» δεν έχω να σας πω πολλά πράγματα. 6,5 χιλιάδες άνθρωποι βουτηγμένοι στην απόλυτη δυστυχία, στη μοναξιά, σε μια τραγική κατάσταση απόλυτης δυστυχίας…
Από εκείνο το βράδυ θυμάμαι, θα θυμάμαι τρεις ανθρώπους. Έναν Αφρικανό μεθυσμένο να κυλιέται αδύνατος να πάρει τα πόδια του στην άσφαλτο. Ένα μικρό κοριτσάκι άρρωστο στην αγκαλιά των γονιών του να σπαρταράει από τον πυρετό περιμένοντας το ασθενοφόρο που θα το μετέφερε στο Νοσοκομείο. Κι έναν αγριεμένο ημίγυμνο Ιρακινό, που ούρλιαζε και χτυπιόταν παρασέρνοντας στο πέρασμά του μια ολόκληρη ομάδα ανδρών των ΜΑΤ! Αλήθεια σας λέω… Φοβήθηκα.
Δεν ξέρω αλλά μόλις με άφησε κοντά στις 2 μετά τα μεσάνυχτα ο «οδηγός» μου και συνάδελφος και φίλος, ο Γιώργος, κάπου κοντά στο σπίτι μου με απορρόφησε η εικόνα ενός φωτισμένου καραβιού στην είσοδο ενός χώρου διασκέδασης. «Χριστούγεννα» μονολόγησα… Χριστούγεννα.
Θυμήθηκα τους στίχους του αγαπημένου ποιητή της νιότης, του Τάσου Λειβαδίτη. «Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία». Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.».
Χριστούγεννα. Η γέννηση της ευσπλαχνίας.
Ναι αυτά είναι τα Χριστούγεννα. Η γέννηση της ευσπλαχνίας. Αυτού που σήμανε την ευσπλαχνία. Και έδειξε πως αυτή σημαίνεται με το αίμα ακόμα και του ίδιου του Θεού. Αυτό είναι η ευσπλαχνία. Η κίνηση στα άκρα. Εκεί που δίνεις όταν δεν έχει άλλο όριο να διαβείς…
Εκεί που καταλαβαίνεις ότι Εκείνος δεν θυσιάστηκε ούτε για Έλληνες, ούτε για Ορθόδοξους αλλά επειδή αγαπούσε όλον τον κόσμο. Θυσιάστηκε υπέρ του σύμπαντος κόσμου.
Καταλάγιασε μέσα μου ο θυμός, ο φόβος, ήρθε και με πήρε το καράβι το στολισμένο στην πόρτα του μαγαζιού και με ταξίδεψε…
Αδιαπραγμάτευτα λοιπόν και πάνω απ’ όλα η αγάπη. Χωρίς διακρίσεις και κυρίως χωρίς προϋποθέσεις…
Καλά Χριστούγεννα. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.