Μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη παραχώρησε ο Πραξιτέλης Βούρος στην ιστοσελίδα athletestories.gr, κάνοντας μια αναδρομή σε όλα όσα έχει ζήσει στο χώρο του ποδοσφαίρου και όχι μόνο. Ο Μυτιληνιός ποδοσφαιριστής αναφέρθηκε και στην μεταγραφή του στον Απόλλωνα Λεμεσού και τους λόγους που επέλεξε την επιστροφή του στην Κύπρο μετά την θητεία του στον ΟΦΗ.
Αναλυτικά:
«Από όταν ήμουν μικρό παιδί, ο μπαμπάς μου μού έδινε συνεχώς ποδοσφαιρικά ερεθίσματα.
Με έπαιρνε πολλές φορές μαζί του να βλέπουμε αγώνες, στο σπίτι, όποτε είχε ποδόσφαιρο, με έβαζε και το παρακολουθούσαμε μαζί, ενώ και ο ίδιος, παρότι δεν αγωνίστηκε κάπου επαγγελματικά, έπαιζε στην ομάδα του χωριού.
Ασχολήθηκα λίγο με κολύμβηση και στίβο, αλλά το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που μου άρεσε περισσότερο, μάλιστα πήγαινα και έπαιζα συνέχεια μπάλα έξω από έναν φούρνο που έχουμε στη Μυτιλήνη ή στο απέναντι πάρκο.
Η πρώτη μου ποδοσφαιρική ανάμνηση είναι από τον Τελικό του Μουντιάλ του 2002 στη Νότια Κορέα-Ιαπωνία, τότε που η Βραζιλία του Ρονάλντο κέρδισε την Εθνική Γερμανίας με 2-0. Ακόμα και το μέγεθος της τεράστιας επιτυχίας της Ελλάδας στο Euro του 2004 δεν είχα προλάβει να το συνειδητοποιήσω τότε, καθώς ήμουν εννέα ετών».
Από τα «Λιονταράκια» της Μυτιλήνης…
«Ο Βαγγέλης Σπανός, ο οποίος είχε στο νησί τις ακαδημίες του Ολυμπιακού, ήταν κουμπάρος με τον πατέρα μου και τότε στις ομάδες γινόταν πολύ καλή δουλειά, είχαμε μάλιστα και το πρώτο πλαστικό γήπεδο! Εγώ πρωτοξεκίνησα στο χωριό μου με την μπάλα στο χώμα. Πλέον όλα τα γήπεδα στη Λέσβο είναι με πλαστικό, αν δεν κάνω λάθος, αλλά στην Παναγιούδα υπάρχει ακόμη χώμα και δεν παίζει καμία ομάδα.
Έξι χρόνων ήμουν λοιπόν, όταν ο πατέρας μου με πήγε στις ακαδημίες «Λιονταράκια» του Ολυμπιακού.
Συμμετείχαμε σε διάφορα καμπ σε όλη την Ελλάδα και παίζαμε σε τουρνουά, κατεβαίναμε στο Καραϊσκάκης και βλέπαμε αγώνες του Ολυμπιακού, ενώ παράλληλα, επειδή ο κύριος Σπανός είχε σχέση με τον σύλλογο, κάποιοι παίκτες που διακρίνονταν στις ακαδημίες είχαν τη δυνατότητα να δοκιμαστούν στην ομάδα.
Εγώ δεν ήμουν από μικρός Ολυμπιακός, αλλά μέσω της ακαδημίας έβλεπα σχεδόν όλα τα παιχνίδια της ομάδας και θαύμαζα τους ποδοσφαιριστές της. Έχουν περάσει πολλοί μεγάλοι παίκτες, θυμάμαι ότι τότε μου έκανε εντύπωση ο Τζιοβάνι, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, ήταν από τους κορυφαίους ξένους που έχουν έρθει, φοβερός και ο Τζόρτζεβιτς, αλλά η αδυναμία μου ήταν ο Άντζας, ίσως και λόγω θέσης, για τον οποίον πιστεύω ότι, εάν αγωνιζόταν τώρα, θα έπαιζε πολύ μεγάλη μπάλα. Μου άρεσε επίσης και ο Δέλλας, ο μετέπειτα προπονητής μου στον ΟΦΗ.
Ο πατέρας μου λοιπόν ήταν εκείνος που μου έδινε τα ερεθίσματα για το ποδόσφαιρο, αλλά και από τη μητέρα μου έχω “κληρονομήσει” πολλά, εξού και νιώθω πολύ ωραία, όταν επιστρέφω στο χωριό μου, στο σπίτι μου, στον φούρνο μου. Η μαμά μου είναι πρότυπο εργατικότητας, πάει στη δουλειά στις 05:00 και φεύγει στις 20:00, οπότε, όταν βλέπεις κάτι τέτοιο, παίρνεις κίνητρο. Εμείς τρεις-τέσσερις ώρες παίζουμε μπάλα και αυτό είναι όλο.
Όταν για πρώτη φορά πήγα στην Εθνική Παίδων, με είχε δει ο κύριος Θόδωρος Παχατουρίδης. Θα το λέω για όσα χρόνια παίζω μπάλα, χωρίς εκείνον θεωρώ ότι δεν θα έπαιζα στο επίπεδο που έπαιξα και για τον λόγο αυτόν τον ευχαριστώ και δημόσια. Αναμφισβήτητα βέβαια με βοήθησαν και οι προπονητές που είχα στον Αιολικό, και ο κύριος Κοκκινέλης και ο κύριος Σπανός.
Έπαιζα λοιπόν στη Μικτή, στην Ένωση της Λέσβου, είχε έρθει ο κύριος Παχατουρίδης να δει έναν αγώνα με τη Σύρο, στον οποίον έτυχε να κάνω ένα πολύ καλό παιχνίδι, και μου είπε «θα σε φωνάξω στην Εθνική». Εγώ στην αρχή δεν το πολυπίστεψα, γιατί όλα τα άλλα παιδιά εκεί ήταν Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ κι εγώ ήμουν απλώς στον Αιολικό, δεν ήμουν σε επαγγελματική ΠΑΕ, οπότε το θεωρούσα δύσκολο.
Όντως όμως ήρθε η κλήση και παίξαμε δύο φιλικά στο γήπεδο της Δόξας Χέρσου στο Κιλκίς με την Εθνική Σερβίας. Αυτό ίσως και να κίνησε το ενδιαφέρον των παρατηρητών, γιατί ήμουν μια περίπτωση ιδιαίτερη, ο μόνος που δεν έπαιζε σε επαγγελματική ομάδα. Έτσι και έγινε η επαφή με τον κύριο Τζόρτζεβιτς, μίλησε με τον πατέρα μου και υπέγραψα στον Ολυμπιακό.
Όταν μιλάς για τον Ολυμπιακό και είσαι 18 ετών, η χαρά είναι απερίγραπτη, είσαι πολύ κοντά στο να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα και να κάνεις τη δουλειά που αγαπάς από μικρό παιδί.
Από εκεί που έκανα προπόνηση με τον Αιολικό, βρέθηκα στου Ρέντη και έβλεπα την πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού, κάτι πρωτόγνωρο για εμένα. Ένα όνειρο πραγματοποιούταν, αλλά και η ευθύνη μου μεγάλωνε. Όλο αυτό σε πεισμώνει περισσότερο και μεγαλώνει τη θέληση να βελτιωθείς, ούτως ώστε να φτάσεις στο επίπεδο της πρώτης ομάδας.
Μεγάλο ρόλο στην εξέλιξή μου έπαιξε και ο γυμναστής της ομάδας, Χρήστος Μουρίκης, τον ευχαριστώ ιδιαίτερα, ασχολήθηκε πολύ με εμένα και μου έβαλε τις βάσεις για να αγαπήσω την προπόνηση περισσότερο και να προσπαθήσω να φτάσω στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου.
Τρομερή εμπειρία και η νίκη στο Emirates ενάντια στην Άρσεναλ. Σφύριξε ο διαιτητής και δεν είχα καταλάβει ακόμη αυτό που είχε συμβεί. Αλλά μετά από δυο-τρεις μέρες συνειδητοποίησα ότι έκανα το μεγαλύτερο όνειρό μου πραγματικότητα, να παίξω στο Champions League, και μάλιστα ενάντια σε μια τέτοια ομάδα. Είχα πλέον αντιπάλους εκείνους τους παίκτες που μέχρι πριν τους έβλεπα από την τηλεόραση, έπαιζαν Οζίλ, Αλέξις Σάντσες, φοβερή ομάδα τότε η Άρσεναλ.
Σε εκείνο το ματς ο κύριος Μάρκο Σίλβα μού έδειξε ότι με εμπιστεύεται, ταυτόχρονα όμως, όταν συμβαίνουν όλα αυτά, όταν κάνεις ένα βήμα τη φορά, μεγαλώνει και η ευθύνη, το θες όλο και περισσότερο, οπότε τα δίνεις όλα.
Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια τότε με τον προπονητή, επειδή ήταν και εκείνος αγχωμένος. Ήταν δίπλα μου Μαζουακού και Τσόρι Ντομίγκες και μου λέει «έλα να μπεις». Πάω κοντά του, είχε ένα χαρτί και μου λέει «θα μαρκάρεις man to man τον Μερτεζάκερ», έναν στόπερ 1.95, του λέω «ρε μίστερ, γιατί δεν τον μαρκάρει κάποιος άλλος;» και συμφωνεί «ας τον πάρει καλύτερα αυτός», δεν ήξερε τι έγραφε στο χαρτί, έτρεμε!
Μπήκα αλλαγή στη θέση του Κώστα Φορτούνη και με έβαλε μπροστά από τα στόπερ, ούτε δεξί μπακ, ούτε στόπερ. Και ούτε στην προπόνηση είχαμε δοκιμάσει κάτι τέτοιο».
“Με το μαχαίρι στα δόντια”
«Είχαμε φτάσει 4-5 Ιανουαρίου και τότε ο Ολυμπιακός είχε ανοίξει έναν δίαυλο με το εξωτερικό, στέλνοντας πολλούς παίκτες δανεικούς εκεί, π.χ. τον Κολοβό, τον Γούτα, τον Τζανδάρη. Περίμενα λοιπόν κι εγώ να πάω στο Βέλγιο να δοκιμαστώ, να δω πώς είναι το επίπεδο, να μετρήσω τις δυνάμεις μου. Εν τέλει, μου είπαν ότι θα πήγαινα στον Λεβαδειακό. Σκέφτηκα κι εγώ ότι ίσως ήταν μια ευκαιρία να παίξω Α’ Εθνική.
Όταν πια επέστρεψα μετά το καλοκαίρι, πήγαμε με τον πατέρα μου και τον μάνατζέρ μου να κάνουμε μια συζήτηση και είχα πει ότι δεν ήθελα να είμαι στον Ολυμπιακό και να μην παίζω. Όσα λεφτά και να παίρνει ένας ποδοσφαιριστής, πάντα θα θέλει να παίζει. Όταν αγαπάς το ποδόσφαιρο, θες να αγωνίζεσαι, είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις που κάθονται στα συμβόλαια.
Έβλεπα λοιπόν ότι οι συνθήκες για εμένα δεν είναι καλές, ότι δεν επρόκειτο να παίξω ούτε εκείνη τη χρονιά, σεβάστηκα τους λόγους για τους οποίους έκριναν έτσι οι υπεύθυνοι και ζήτησα να φύγω».
Με αύρα αυτοπεποίθησης και… «Αστέρων»
Και συνεχίζει: «Τότε έδωσε τη λύση ο Πρόεδρος του Ολυμπιακού, ο κύριος Βαγγέλης Μαρινάκης, «εντάξει, αφήστε το παιδί να φύγει, απ’ τη στιγμή που δεν παίζει». Βέβαια, εγώ είχα ζητήσει να πάω στην προετοιμασία, να με δει ο κύριος Χάσι, ο οποίος είχε έρθει τότε από την Άντερλεχτ, και, αν δεν του έκανα, πολύ ευχαρίστως να έφευγα.
Αυτό δεν συνέβη, έμεινα ελεύθερος, είχε πάει 23 Αυγούστου και δεν είχα ομάδα, είχα άγχος εκτός των άλλων και για την οικογένειά μου, γιατί ήθελα να κλείσω κάπου, ούτως ώστε να μπορώ να βοηθάω τους δικούς μου, όποτε χρειαστεί. Τελικά, ο μάνατζέρ μου μίλησε με τον κύριο Δώνη και πήγα στην Κύπρο και τον ΑΠΟΕΛ μετά τον Δεκαπενταύγουστο.
Η ομάδα του ΑΠΟΕΛ λοιπόν ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για εμένα, δεν είχα παίξει και πάρα πολύ στον Ολυμπιακό, ενώ μάλιστα η ομάδα τότε έδινε και προκριματικά με τη Σλάβια Πράγας και είχε περάσει στους ομίλους του Champions League, προοπτική που όχι απλώς μου άρεσε, αλλά την ονειρευόμουν.
Θυμάμαι, σε αγώνα με τη Ρεάλ για την κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση είχαμε μια αψιμαχία με τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Όταν μπαίνεις μέσα στο γήπεδο, απλώς θέλεις να κερδίσεις, όποιος κι αν είναι ο αντίπαλος, όσο δύσκολος κι αν είναι ο αγώνας, τους βλέπεις όλους ίδιους, έχω παίξει αντίπαλος π.χ. και με τον Χάρι Κέιν. Του έκανα λοιπόν ένα μαρκάρισμα, εγώ θεώρησα ότι δεν τον βρήκα, αλλά εκείνος ζήτησε φάουλ. Τέτοιοι παίκτες σε τέτοιες ομάδες, αν δεν πρόκειται για αγώνα π.χ. Ρεάλ-Μπαρτσελόνα, πιστεύω ότι θα πρέπει να δείχνουν σεβασμό στους αντιπάλους και να μην ζητούν τέτοια φάουλ.
Όλη αυτή η συμπεριφορά του δεν μου άρεσε, τον έσπρωξα, με έσπρωξε και αυτός, ήρθαμε σε μια αψιμαχία, βριστήκαμε λίγο, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι τιμή μου που με έβρισε ο Ρονάλντο! Ωστόσο, μετά το τέλος του ματς ήρθε και μου έδωσε το χέρι και εγώ ανταποκρίθηκα. Είναι ο Ρονάλντο, υπάρχει σεβασμός και μέσα στο γήπεδο συμβαίνουν αυτά».
Με νοοτροπία νικητή και… αρχηγού
«Τριάμισι χρόνια έμεινα στην Κύπρο και έφυγα την περίοδο του covid. Από ένα σημείο και μετά αλλά και λόγω κάποιων συμβάντων, δεν γινόταν να συνεχίσω. Τότε είχα και ένα θέμα με τον πατέρα μου, αλλά κυρίως διαφωνούσα με καταστάσεις που είχαν συμβεί στην ομάδα, δεν μπορούσα να συνυπάρξω και να είμαι μάρτυρας σε πράγματα που με έβρισκαν αντίθετο.
Η μετάβασή μου στον ΟΦΗ ήταν από τις πιο εύκολες αποφάσεις που είχα πάρει στη ζωή μου.
Γενικότερα, ο ΟΦΗ υπήρξε για εμένα σχολείο, σπίτι, απάγκιο και άλλα πολλά. Η ομάδα μού έδωσε τη δυνατότητα να φορέσω τη φανέλα της και είμαι τυχερός, γιατί εκτός των άλλων γνώρισα εδώ και κάποιους ανθρώπους που μπορώ να τους αποκαλέσω φίλους, γνωρίζοντας ότι η λέξη αυτή είναι πολύ δύσκολο να ειπωθεί και έχει βαθύ νόημα, ανθρώπους που με στήριξαν σε όποια δυσκολία είχα και που χάρηκαν με τις χαρές μου».
«Εις το επανιδείν»
Και καταλήγει: «Έτσι, μετά από τέσσερα χρόνια στην ομάδα, είναι πολύ δύσκολο να μαζέψεις σε κούτες τα πράγματά σου, την καθημερινότητα που έχεις χτίσει και τα 121 παιχνίδια που έχεις παίξει. Όλα στη ζωή βέβαια είναι ένας κύκλος, καλώς ή κακώς, κι εμείς δεν μπορέσαμε να βρούμε λύση με τον ΟΦΗ για να ανανεώσουμε το συμβόλαιό μου.
Δεν μου αρέσει να λέω «αντίο», είναι μακάβριο, σαν να ξέρεις ότι δεν θα ξαναβρεθείς κάπου ή με κάποιον, οπότε εν προκειμένω είπα «εις το επανιδείν». Μάλιστα, όταν μετά από χρόνια κλείσω την όποια ποδοσφαιρική πορεία θα έχω καταφέρει να κάνω, σκεφτόμαστε μαζί με τη γυναίκα μου να γυρίσουμε στην Κρήτη και να μείνουμε μόνιμα εκεί.
Στον δρόμο μου βρέθηκε και πάλι η Κύπρος, αυτή τη φορά μέσω του Απόλλωνα Λεμεσού. Είδα έναν πόθο προς το πρόσωπό μου από τους ανθρώπους της ομάδας, κατάλαβα ότι με εκτιμούν τόσο ως άνθρωπο όσο και ως ποδοσφαιριστή και έκανα μια πολύ καλή, κατά τη γνώμη μου, επιλογή για να συνεχίσω την καριέρα μου και να κάνω αυτό που αγαπώ, προσπαθώντας φυσικά να βάλω κι εγώ ένα μικρό λιθαράκι στην επίτευξη των στόχων της ομάδας.
Γιατί νιώθω τυχερός και ευλογημένος που κάνω τη δουλειά του ποδοσφαιριστή, που έχω κάνει το χόμπι μου επάγγελμα και πληρώνομαι από αυτό.
Βέβαια, όπως έχω αποδείξει και στο παρελθόν, τα λεφτά ούτε έπαιξαν, ούτε θα παίξουν κάποιον ρόλο στη ζωή μου, έχω χαρίσει χρήματα, έχω χάσει χρήματα, αλλά δεν παραπονιέμαι.
Από εκεί και πέρα, όταν κάνεις σχέδια, ο Θεός και η ζωή γελούν. Έχω περάσει δύσκολα με την οικογένειά μου κι έχω καταλήξει στο ότι πρέπει να απολαμβάνουμε την κάθε μέρα, να ζούμε το σήμερα, να μην κάνουμε σχέδια και όνειρα, να είμαστε με ανθρώπους που μας εκτιμούν γι’ αυτό που είμαστε».