Αισθητή είναι η αύξηση του καρκίνου του θυρεοειδούς στα παιδιά τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με επιστημονική μελέτη του φημισμένου πανεπιστημίου Harvard της Αμερικής.
Σύμφωνα με στοιχεία της μελέτης, τα τελευταία 20 χρόνια η συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου του θυρεοειδούς σε αγόρια και σε κορίτσια τριπλασιάστηκε! Συγκεκριμένα από 2,77% το 1990 έφτασε στο 9,63% το 2009 για τα αγόρια και από 18,35% το 1987 στο 50,99% το 2009 για τα κορίτσια αντίστοιχα.
Ταυτόχρονα το ποσοστό του καρκίνου του θυρεοειδούς, σε σύγκριση με το σύνολο των καρκίνων της παιδικής ηλικίας, αυξήθηκε από 4,4% το 1999 σε 10,6% το 2012.
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι το πιο συνηθισμένο παιδιατρικό ενδοκρινικό νεόπλασμα και αντιπροσωπεύει το 3% όλων των παιδιατρικών κακοηθειών στις ΗΠΑ.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της μελέτης είναι το γεγονός ότι το 1,8% των κακοηθειών του θυρεοειδούς που διαγνώστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε ασθενείς κάτω των 20 χρόνων.
Τα ίδια στοιχεία, με μικρές αποκλίσεις, ισχύουν σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες και στην Ελλάδα (ιδιαίτερα στην Κρήτη), ίσως λόγω και της σημαντικής ανόδου που καταγράφεται σε περιστατικά αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας σε παιδιά στην χώρα μας.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν ακόμη τα στοιχεία της μελέτης που δείχνουν πως: Στην ηλικιακή ομάδα 15 – 19 ο καρκίνος θυρεοειδούς είναι ο 2ος συχνότερος καρκίνος μεταξύ των κοριτσιών, σε παιδιά ηλικίας κάτω των 10 χρόνων οι εντοπισμένες βλάβες του θυρεοειδούς είναι πιο πιθανό να είναι κακοήθεις. Σχεδόν όλοι οι παιδιατρικοί καρκίνοι του θυρεοειδούς είναι καλά διαφοροποιημένοι και με υπεροχή (> 90%) θηλώδεις.
Στα παιδιά, ο θηλώδης καρκίνος είναι συχνά πολυεστιακός με τοπικές μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου, ενώ τα παιδιά με θηλώδη καρκίνο είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν κάνει πνευμονικές μεταστάσεις (έως 25%) σε σύγκριση με τους ενήλικες.
Αιτίες, συμπτώματα και διάγνωση
Σύμφωνα με τους επιστήμονες οι αιτίες που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση του καρκίνου του θυρεοειδούς στα παιδιά είναι:
– Έκθεση στην περιβαλλοντική ακτινοβολία (Τσερνομπίλ, κ.ά.)
– Έκθεση σε θεραπευτική ακτινοβολία (ραδιοθεραπεία ως μέρος της θεραπείας για όγκους εγκεφάλου, λευχαιμίες και λεμφώματα)
– Ασθένεια του θυρεοειδούς (π.χ. αυτοάνοσες διαταραχές του θυρεοειδούς) και
– γενετικά σύνδρομα (οικογενής πολυποδίαση, σ.Carney, σ.DICER1, σ.PTEN και σ.Werner).
Στα παιδιά, ο θυρεοειδικός καρκίνος παρουσιάζεται πιο συχνά ως ανώδυνος όζος ή μάζα. Ορισμένα παιδιά με καλά διαφοροποιημένο καρκίνο θυρεοειδούς εμφανίζονται μόνο με τραχηλική λεμφαδενοπάθεια, κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη δεδομένου ότι το 80% αυτών των παιδιών έχουν διηθημένους επιχώριους λεμφαδένες κατά τη στιγμή της διάγνωσής τους.
Ο γιατρός, αφού έχει διαπιστωθεί ότι το παιδί έχει οζίδιο ή μάζα θυρεοειδούς, θα πρέπει να εφαρμόσει το συνιστώμενο διαγνωστικό πρωτόκολλο, το οποίο προβλέπει:
– Λήψη ιστορικού (συμπεριλαμβανομένου του οικογενειακού ιστορικού και της ακτινοβολίας)
– Κλινική εξέταση
– Εργαστηριακές εξετάσεις (TSH, T4, T3)
– Υπέρηχος θυρεοειδούς και τραχήλου
– Βιοψία αναρρόφησης με βελόνα (FNAB).
Στο χειρουργείο
Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι η αρχική χειρουργική προσέγγιση έχει την μεγαλύτερη σημασία για τον κίνδυνο μεταγενέστερης υποτροπής και συνολικά τα παιδιά με θυρεοειδικό καρκίνο, έχουν καλύτερα αποτελέσματα όταν η χειρουργική επέμβαση εκτελείται από έμπειρους χειρουργούς θυρεοειδούς.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Θυρεοειδούς, η τρέχουσα σύσταση, πάντα, για τους καλά διαφοροποιημένους θυρεοειδικούς καρκίνους σε παιδιατρικούς ασθενείς είναι η ολική θυρεοειδεκτομή, ενώ όταν υπάρχει λεμφαδενική εντόπιση, χρειάζεται ταυτόχρονα να γίνει και λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου. Συμπληρωματικά, εφόσον κριθεί απαραίτητο, γίνεται και θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
Παρά την πιο επιθετική τάση των καλά διαφοροποιημένων θυρεοειδικών καρκίνων στα παιδιά, η πρόγνωση είναι εξαιρετική και η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να μειώσει την έκταση της απαιτούμενης θεραπείας και τα συνολικά ποσοστά επανεμφάνισης.
Σε όλα τα παιδιά που έχουν χειρουργηθεί για καρκίνο του θυρεοειδούς, είναι απαραίτητη η μακροχρόνια παρακολούθηση, για τυχόν ανίχνευση υπολειμματικής ή υποτροπιάζουσας νόσου, καθώς έχουν αποδειχθεί υποτροπές που συμβαίνουν 20 έως 30 έτη από την αρχική διάγνωση.