Κατατάχθηκα στο Στρατό, στο Κέντρο νεοσυλλέκτων στο Ρέθυμνο της Κρήτης, πριν 33 χρόνια, στις 5 Δεκεμβρίου του 1984. Λίγες μέρες μετά ορκίστηκα και πήρα την λεγόμενη τότε και μάλλον και σήμερα, «άδεια ορκωμοσίας» τις μέρες των Χριστουγέννων.
Τούτο σήμαινε ότι έπρεπε να περάσω Πρωτοχρονιά στο στρατόπεδο.
Την παραμονή οι μεγάλοι σε ηλικία και «δημοκρατικοί» ή «αριστεροί» ή όπως θέλετε πέστε το, εκείνης της εποχής φαντάροι του στρατοπέδου, είπαμε να μην αφήσουμε κανένα συνάδελφο που την ώρα της αλλαγής του χρόνου ήταν στη σκοπιά, να περάσει τη στιγμή μοναχός του.
Έτσι κι έγινε…
Μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα άρχισε στο Ρέθυμνο να βρέχει κατακλυσμιαία. Λίγα λεπτά αργότερα, μόλις ολοκληρώθηκαν οι πρόωρες λόγω βραδιάς αλλαγές σκοπών, βέβαιοι ότι υπαξιωματικοί και αξιωματικοί είχαν αποσυρθεί για τη δική τους Πρωτοχρονιά, με μουσαμαδιές που σήκωνε ο δυνατός αέρας, μικρά μπουκάλια με κονιάκ, ξηρούς καρπούς και μελομακάρονα ξεκινήσαμε για τις σκοπιές. Εμένα μου έλαχε η σκοπιά των καυσίμων. Εκεί ένας 18χρονος νεοσύλλεκτος εθελοντής από τα Ανώγια φύλαγε σκοπός. Άρχισε τα «αλτ τις ει;», είδα κι έπαθα να τον πείσω να μην αρχίσει να φωνάζει…
Κάτσαμε κάτω από τη βροχή, μια ο ένας και μια ο άλλος μπαίναμε μέσα στη σκοπιά και κάναμε τσιγάρο.
Την ώρα της αλλαγής του χρόνου, άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί και καμπάνες από τη μεριά του Ρέθυμνου. Αγέρας δυνατός και μια δυνατή βροχή, πολύ δυνατή…
«Άντε ρε του είπα… Καλή χρονιά να έχουμε». Του έτεινα το μπουκάλι με το κονιάκ. Και τον κοίταξα… Ένα 18χρονο μωρό, ένα ανθρωπάκι 1,5 μέτρο ύψος με μάτια που λάμπανε όχι από τα νερά της βροχής αλλά από τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί μα δεν έπρεπε να ξεχειλίσουν. «Πιες…» του είπα. Άρπαξε το μπουκάλι το κονιάκ και τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά. «Καλή χρονιά», μου είπε και χώθηκε στη σκοπιά. Του άφησα ό,τι είχα κουβαλήσει και τράβηξα βαρύς όσο ποτέ άλλοτε για τους θαλάμους.
Την επόμενη χρονιά, είχα απολυθεί εν τω μεταξύ λόγω θανάτου του πατέρα μου, ανήμερα πρωτοχρονιάς χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι.
«Πού είσαι ρε Μπαλάσκα και σε ψάχνω όλη νύχτα;», άκουσα από την άλλη μεριά της γραμμής. Ο 18χρονος εθελοντής της πρωτοχρονιάς του 1985 στη σκοπιά των καυσίμων του κέντρου νεοσυλλέκτων στο Ρέθυμνο. Που μ’ έψαχνε να μου πει «ο Γιάννης είμαι ρε γέρο, καλή Χρονιά».
«Και πού ‘σαι ρε… Ευχαριστώ ρε για πέρυσι. Άμα βρεθείς στην Κρήτη τηλεφώνα ρε να σε κεράσω το κονιάκ που σου χρωστώ…».
Ακόμα μου το χρωστάει… Κι ας βρέθηκα στην Κρήτη και μια και δυο και τρεις και πολλές άλλες φορές. Δεν πήγα να τον δω, δεν έτυχε. Το είχα ξεχάσει κιόλας το περιστατικό. Μεγαλώσαμε θα πείτε και πλέον δεν μας βαραίνουν μόνο τα δάκρυα που δεν ξεχύθηκαν από τα μάτια.
«Καλή Χρονιά», συνάδελφε στρατιώτη εκείνης της Πρωτοχρονιάς πριν 33 χρόνια…