ΣΑΠΦΩ Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ

Γρἀφει ο Παναγιώτης Βερναρδάκης* 1)

Λίγο πιο μακριά από την Ερεσό, στην ακρογιαλιά της, ήταν κτισμένα πολλά αρχοντικά σπίτια, ολόλευκα και χωμένα μέσα σε πυκνοφυτεμένο δάσος από κυπαρίσσια και βαλανιδιές. Στεφανωμένα με αγιόκλημα και αγριοτριανταφυλλιές μοιάζανε σαν παραμυθένια. Σ΄ ένα απ΄ αυτά τα σπίτια γεννήθηκε, κατά το 620 π. Χ. η Σαπφώ ή Ψάπφα, όπως λεγόταν στην αιολική διάλεκτο.

Η οικογένειά της, φαίνεται, πως ήταν αριστοκρατική κι επίσημη, αν κρίνουμε από τον Λάριχο, τον αδερφό της, που είχε δημόσιο αξίωμα στο Πρυτανείο της Μυτιλήνης, ως οινοχόος. Και καθώς αναφέρει ο Αθήναιος: «Οι ευγενέστατοι των παίδων την λειτουργίαν ταύτην εκτελούσιν». Η Σαπφώ είχε κι άλλα δυό αδέρφια, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο, που ξαίρουμε μονάχα τ΄ όνομά του. Ο πατέρας της λεγόταν Σκαμανδρώνυμος και η μητέρα της Κλεΐς.

Μικρό κοριτσάκι ακόμα η Ψάπφα έχασε τον πατέρα της στον πόλεμο εναντίον των Αθηναίων, που ζητούσαν να πάρουν από τους Λεσβίους το εμπορικό λιμάνι του Σιγείου, κοντά στην είσοδο του Ελλησπόντου. Ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος, στις Ηρωίδες του, βάζει τη Σαπφώ να λέγει: «Πως ήταν έξη χρονών κοριτσάκι, όταν τα κόκκαλα του πατέρα της ποτίστηκαν πρόωρα με τα δάκρυά της».

____________________________________________________________________

  1. Το κείμενο και οι μεταφράσεις ποιημάτων της Σαπφοὐς είναι του πατέρα μου, Δημ. Γρηγ. Βερναρδάκη, ενώ η επιλογή των, καθώς και οι παραπομπἐς των μεταφράσεων στις αρχαίες πηγές, που έγιναν με γνώμονα την οικονομία χώρου, είναι του υποφαινόμενου (βλ. και βιβλίο: «Ο αρχαίος αιολικός λυρισμός – Σαπφώ και Αλκαίος», ISBN: 978-618-5302-191).

 

Η εμπόλεμη κατάσταση, που φαινόταν πως θα βαστούσε μερικά χρόνια κι ο φόβος για τις επιδρομές των Αθηναίων στην παραλιακή ζώνη, έγιναν αφορμή ΄ αδειάσουν όλα τα σπίτια, τα χτισμένα στην ακρογιαλιά της Ερεσού. 

Έτσι, και η Σαπφώ μαζί με τη μητέρα της και τα μικρά τ΄ αδέρφια της άφησε την Ερεσό κ΄ ήρθαν όλοι τους και κάθησαν στη Μυτιλήνη.

Δεν είναι γνωστό σε ποια ηλικία τα κορίτσια στις Αιολικές χώρες μπορούσαν να παντρευτούν. Ίσως η ηλικία των είκοσι χρόνων να ταίριαζε περισσότερο για γάμο. Μα η Ψάπφα δεν είχε εκείνη την ομορφιά, που ήταν ικανή να τραβήξει κάθε άντρα. Τα μάτια της και τα μαλλιά της είχαν ένα μαύρο χρώμα πολύ έντονο και η επιδερμίδα της δεν ήταν λεπτή. Ένας σχολιαστής, στα χρόνια τού Λουκιανού, την περιγράφει αδικημένη στο σώμα: «Κοντή και μελαχροινή έμοιαζε τ΄ αηδονάκι, που το μικροσκοπικό κορμάκι του είναι γεμάτο από άχαρα και χωρίς ομορφιά φτερά».

Ωστόσο, χωρίς να τον περιμένει ήρθε καθώς φαίνεται στη Μυτιλήνη ο πλούσιος Κερκύλας από την Άνδρο, γνώρισε την Ψάπφα και την πήρε. Δεν έζησε όμως πολλά χρόνια κι ούτε αναφέρει η Σαπφώ πουθενά στους στίχους της τ΄ όνομά του. Απ΄ αυτόν τον γάμο γεννήθηκε η χαριτωμένη Κλεΐδα. Το τραγούδι, που της έγραψε η μανούλα της, δεν σώθηκε ολόκληρο, μα, οι λίγοι στίχοι του αποπνέουν όλο το άρωμα της μητρικής στοργής. Η Ψάπφα νανουρίζει γλυκά την αγαπημένη της κόρη που την ανάθρεψε στην αγκαλιά της και την είχε παρηγοριά της, όταν έχασε τον άντρα της:

«Έχω όμορφη παιδούλα εγώ και με χρυσά λουλούδια
Της ακριβής Κλεΐδας μου μοιάζει το προσωπάκι.
Ποτές μ΄ αυτή δεν θάλλαζα και την Λυδία ακόμα,
Αν όλη μού τη χάριζαν ή την πανώρια Λέσβο…»

 

«ἔστι μοι κάλα πάϊς χρυσίοισιν ἀνθέμοισιν..»
ΣΑΠΦΩ: απ. 132 Lobel-Page

Η ευτυχία της όμως δεν κράτησε πολύ. Κ΄ ένα δειλινό τ΄ αγγελούδι της έγειρε απαλά στου θανάτου τον κόρφο κι αποκοιμήθηκε.

Η εξορία της στην Πύρρα και στη Σικελία έγινε επ΄ αφορμή μιας συνωμοσίας εναντίον του τυράννου Μυρσίλου και του Πιττακού. Φαίνεται, πως ανάμεσα στους συνωμότες ήταν και αριστοκρατικοί, κι έτσι πολλοί απ΄ αυτούς πήραν το δρόμο της εξορίας. Και πρώτη απ΄ όλους η Σαπφώ. Δεν ξαίρουμε πόσον καιρό έμεινε εξόριστη, μα όταν γύρισε πίσω στη Μυτιλήνη τη βρίσκουμε να διευθύνει ένα Όμιλο από ανύπαντρες Λεσβίδες κοπέλλες κι άλλες από τα γύρω νησιά κι από μακρινά ακόμα μέρη κι από όλες τις αιολικές αποικίες. Στον καλλιτεχνικό της Όμιλο η Ψάπφα δίδασκε στις μαθήτριες ποίηση, χορό, μουσική, οικιακή οικονομία και το s a v o i r  v i v r e, που περισότερο απ΄ όλα έπρεπε να ξαίρουν τα κορίτσια, γιατί σε λίγο θα τ΄ απασχολούσε το ζήτημα του γάμου. Ο «Μουσοπόλων δόμος», όπως ονομάζει η Σαπφώ τη Σχολή της, βρισκόταν στο ίδιο το σπίτι της κι είχε τη Θεά Αφροδίτη προστάτριά του. Τα περισσότερα άσματα τα τραγουδούσε η ποιήτρια, παίζοντας τη λύρα, κατά τον τρόπο τών κιθαρωδικών νόμων, ενώ τα επιθαλάμια τα τραγουδούσε ο χορός κι άλλα πάλι δυό χοροί από παρθένες κι από παλληκάρια. Και στο τέλος κάθε στροφής, όλοι μαζί ψέλναν το εφύμνιο, κι έτσι η εκτέλεση παρουσίαζε εξαιρετική μελωδία και αρμονία. Τα χοροστάσια πάλι ήταν προορισμένα για την εκμάθηση του χορού, που έμοιαζε με ρυθμικό γρήγορο βάδισμα. Η Σαπφώ είχε βρει καινούργιους βηματισμούς κι απάνω σ΄ αυτούς προσάρμοζε το περίφημο μέτρο των στίχων της, τη Σαπφική στροφή, που αποτελεί την κορωνίδα και το κορύφωμα της αρχαίας μετρικής.

Εκτός όμως της Σαπφικής στροφής, που μεταχειρίζεται αποκλειστικά στο α´ βιβλίο των ποιημάτων της, η Σαπφώ στ΄ άλλα της βιβλία μεταχειρίζεται κι άλλα μέτρα. Η Σαπφώ, εκτός από το χορό και την ποίηση δίδασκε και μουσική και ο ρυθμός τών στίχων της δείχνει ότι τα εκλεκτά Σαπφικά μέτρα έχουν τη σφραγίδα τής μουσικής ιδιοφυίας της. Οι στίχοι αυτοί ήταν προορισμένοι να τραγουδιούνται με συνοδεία λύρας. Ταυτόχρονα τα κορίτσια χόρευαν και ο χορός τους έμοιαζε με ρυθμικό γρήγορο βάδισμα. Η Σαπφώ είχε δημιουργήσει και καινούργιους βηματισμούς , απάνω στους οποίους προσάρμοζε τη μετρική της. Από όλα τα τραγούδια της οι επιθαλάμιοι ύμνοι αντιπροσώπευαν γι΄ αυτήν σπουδαία πηγή εισοδήματος. Της παράγγελναν επιθαλάμια για πλούσιους γάμους και η αμοιβή της ήταν ηγεμονική. Πίστευε βαθιά, πως ο χορός και η ποίηση είναι οι δυό πόλοι μιας τέχνης, που αγκαλιάζει το Σύμπαν και η μουσική είναι η χρυσή αλυσίδα που τους ενώνει.

Μέσα στα περιβόλια, στους ανθόσπαρτους κάμπους και στα πράσινα λειβάδια τού γραφικού νησιού, η Σαπφώ με τις όμορφες φιλενάδες της πλέκανε στεφάνια από υακίνθους κι άλλα λουλούδια κι ανύψωναν τις ψυχές τους σε ανώτερες αισθητικές σφαίρες με τις μελωδικές φωνές τους. Και το βράδυ, όταν τα μαραμένα τριαντάφυλλα ξεφυλλίζονταν μέσα στα κύπελλα και οι Πλειάδες έγερναν τα κεφάλια τους επάνω στη γαληνεμένη θάλασσα, η Σαπφώ τραγουδούσε τους παθητικούς ύμνους της, ενώ γύρω της οι παρθένες χόρευαν αρμονικά, ενώνοντας τη φωνή τους με τη δική της. Μα η Σαπφώ είχε και τις αντίτεχνές της, την Ανδρομέδα, τη Γοργώ, κι άλλες δηλαδή ποιήτριες με δικό τους κύκλο μαθητριών. Σ΄ εκείνη την εποχή γινότανε ό, τι και σήμερα: Οι αριστοκρατικές οικογένειες έστελναν τα κορίτσια τους σε σχολεία που είχαν φήμη κι ήταν ξακουστά για τις μορφωμένες δασκάλες των. Αλλά τό όνομα της Λεσβίας Μούσας δεν το σεβάστηκαν οι μεταγενέστεροι κι έτσι πλάστηκαν πολλοί μύθοι εις βάρος της. Οι αντιπρόσωποι της μέσης κωμωδίας έγραψαν έξι κωμωδίες με τον τίτλο «Σαπφώ» και δυό άλλες, με τον τίτλο «Φάων». Σ΄ αυτές διακωμωδείται ο ανύπαρκτος έρωτας της Σαπφώς προς τον αγλαόμορφο Φάωνα, που την περιφρόνησε κι αυτή απελπισμένη έπεσε από το ακρωτήριο Λευκάτα της Λευκάδας στη θάλασσα και πνίγηκε. Ολόκληρη χορεία Γερμανών φιλολόγων και κριτικών απέδειξε ότι ο Φάων δεν ήταν άλλος από τον Θεό Άδωνη, τον ευνοούμενο Θεό της Αφροδίτης, που ο Ησίοδος τον λέγει και Φαέθοντα. Γι΄ αυτόν είχε γράψει η Σαπφώ ένα περίφημο ύμνο της, που έγινε αφορμή να την κακολογήσουν. Κι έτσι αυτόν τον μυθικό ευνοούμενο της Αφροδίτης, οι μεταγενέστεροι της Ψάπφας κωμικοί τον παραδέχτηκαν κακόβουλα ως ιστορικό πρόσωπο και τον βάφτισαν μάλιστα και εραστή της!! Έτσι είναι πλασμένη και η αυτοκτονία της από το ακρωτήριο Λευκάτα.

Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν, ότι στα πρώτα χριστιανικά χρόνια έπλασαν για την Σαπφώ αυτό το μύθο ή για να δώσουν περιπετειώδη τραγικότητα στην αξία τής ποιήσεώς της ή για να εμπαίξουν μερικές θεωρίες της ασυμβίβαστες με τη χριστιανική ηθική, ή όλα αυτά έγιναν από την ανάμειξη παλαιών μύθων με τους λεσβιακούς έρωτες. Κοντά σ΄ αυτά υπάρχει και βεβαιωμένη παράδοση για τη μεγάλη μας ποιήτρια, πως ζούσε σε περασμένη ηλικία στη Μυτιλήνη, όχι όμως με την παλιά της ακμή και δόξα. Αυτό το μαρτυρούν και πολλά επιτύμβια επιγράμματα που μας παραδόθηκαν από διαφόρους ποιητάς και συγγραφείς. Για επισφράγισμα έχουμε κι ένα καινούργιο δίστιχο της Σαπφώς, που αποκρούει την πρόταση γάμου ενός οικογενειακού φίλου, λέγοντάς του:

«Αφού είσαι φίλος γκαρδιακός, κοίτα πιο νιά γυναίκα,
Γιατί μαζί σου, πώς να ζω σαν μεγαλύτερή σου;»

 

«ἀλλ᾽ ἔων φίλος ἄμμι…»
ΣΑΠΦΩ: απ. 121 Lobel-Page

Η δυσφήμηση της Σαπφώς και οι συκοφαντικές γι΄ αυτή κατηγορίες, πως ήταν παρθενεράστρια, δεν κυκλοφόρησαν στη Λέσβο, όπου οι συμπατριώτες της ήταν σε θέση να τη γνωρίζουν καλλίτερα, αλλά στην Αθήνα και σε άλλα μέρη, από μεταγενέστερους κωμικούς και σατιρικούς ποιητές. Οι αμείλικτοι κατήγοροί της δεν σεβάστηκαν τουλάχιστο τη μνήμη τής γυναίκας, που δόξασε με την ποίησή της ολόκληρη την Ελλάδα. Οι  Λέσβιοι όμως τιμώντας τη μεγάλη ποιήτρια της έκοψαν και νόμισμα, σαν ελάχιστο φόρο τιμής, αγάπης και στοργής προς τη δεκάτη Μούσα. Αλλά, και στις Συρακούσες, ήταν στημένο το άγαλμά της, έργο του περίφημου γλύπτη Σιλανίονα. Κι άλλο της άγαλμα, καθώς και του Αλκαίου βρισκόταν, πιθανώτατα, και στη Βιβλιοθήκη της Περγάμου. Στα νεώτερα χρόνια, ο διάσημος Γάλλος μουσουργός, ο Γκουνώ, εμελοποίησε το πρώτο του μελόδραμα, με τον τίτλο «Σαπφώ», ο Γκρίλλπάρτσερ έγραψε με τον ίδιο τίτλο την περίφημη τραγωδία του και ο Γάλλος γλύπτης Πραντιέρ συνέλαβε τη μορφή τής Ψάπφας, σε εκφραστικό αγαλμάτινο ομοίωμα. Επίσης, ο Λέσβιος γλύπτης Αθανάσιος Λημναίος φιλοτέχνησε το άγαλμά της, που στολίζει σήμερα την Πλατεία Σαπφούς.Η αδιάντροπη φλυαρία για τον χαρακτήρα τής αγάπης τής Ψάπφας προς τις μαθήτριές της, που είχε σαν αποτέλεσμα τον εμπαιγμό και τη διαπόμπευση της ποιήτριας, έπρεπε να χτυπηθεί, ευθύς εξ αρχής, ούτε ο Οβίδιος ούτε ο Πλούταρχος την αναφέρουν, γιατί ακριβώς οι αρχαίοι κωμικοί, που βρίσκονται πιο κοντά στην εποχή της και μάλιστα ο Αριστοφάνης, που δυό φορές περιπαίζει τη Σαπφώ, πουθενά δεν κάνουν λόγο ή υπαινιγμό για το χαρακτήρα τής αγάπης της. Αν πραγματικά υπήρχε κάτι, θα μπορούσαν να το κρατήσουν μυστικό, αυτοί που διακωμώδησαν κάθε θείο και ανθρώπινο πράγμα;

Ήταν εύκολο στην Αθήνα να ριζοβολήσει μια τέτοια δυσφήμηση, όταν λάβουμε υπ΄ όψιν μας, ότι η ζωή της Αθηναίας γυναίκας εκείνου του καιρού, ακόμα και του χρυσού αιώνα του Περικλέους ήταν όλως διόλου διαφορετική από τη ζωή τής γυναίκας της Αιολίδος και προ πάντων της Λέσβου. Η Ατθίδα ήταν αξιολύπητο πλάσμα, γιατί δεν της επέτρεπαν να καταγίνεται σε τίποτα άλλο, εκτός από τις οικογενειακές ασχολίες. Γι΄ αυτήν ήταν άγνωστα πράγματα τόσο η μουσική όσο και η ποίηση και κάθε άλλο είδος καλλιτεχνίας. Και γι΄ αυτό καμμιάς Ατθίδας η μνήμη δεν αποθανατίστηκε στην ιστορία της λογοτεχνίας. Και αυτός ακόμα ο Περικλής, ο σύζυγος της ερασμίας Ασπασίας, λέγει στον Επιτάφιό του, ότι: «Πιο καλή απ΄ όλες τις γυναίκες είναι εκείνη, για την οποία πολύ σπάνια γίνεται λόγος στην αγορά, τόσο για τις καλές της, όσο και για τις κακές της πράξεις».

Έτσι η γυναίκα της Αθήνας, της Ιωνίας και των άλλων πόλεων έμενε κλεισμένη στο γυναικωνίτη, μακριά από τον κόσμο και την κοσμική κίνηση. Ήταν σκλάβα πρώτα στο πατρικό της σπίτι κι ύστερα, όταν παντρευόταν γινόταν σκλάβα του αντρός της. «Οι Αθηναίες – λέγει ο μεγάλος Γερμανός Φιλόλογος U l r i c h  v o n W i l a m o w i t z – M o e l l e n d o r f f – δεν έβγαιναν από το χρυσό κλουβί του μητρικού χαρεμιού, παρά για να μπουν στο συζυγικό χαρέμι. Τα κορίτσια ύφαιναν, κεντούσαν, έρραβαν, τα φορέματα του πατέρα των και των αδερφών των. Κι όταν παντρεύονταν, κρατούσαν το νοικοκυριό τους, ανάτρεφαν τα παιδιά των και περιποιούντο τους άνδρες των». Ενώ οι γυναίκες της Λέσβου ήταν ελεύθερες στην ανατροφή και στην εκπαίδευσή τους και σε όλες τις άλλες πνευματικές ασχολίες. Είχαν απόλυτη ελευθερία να σπουδάζουν ανώτερα μαθήματα και να καταγίνονται στη μουσική, στη θεία ποίηση και στη γυμναστική. Είναι κομψότατες και χαριτωμένες και δίνουν τον τόνο της μόδας σε όλη την ελληνική επικράτεια εκείνου του καιρού. Έπειτα είχαν αποκτήσει μεγάλη φήμη για τη χάρη και για τους ευγενικούς τρόπους των στις δημόσιες συναναστροφές. Και σε κάθε στιγμή μπορούσαν να παρουσιάζονται μπροστά στους άνδρες και να παίρνουν μέρος στη συζήτηση διαφόρων καλλιτεχνικών, πνευματικών και πολιτικών ακόμα ζητημάτων. Πήγαιναν επίσης ελεύθερα στα ψυχαγωγικά κέντρα, στα θέατρα και στις συναυλίες. Στα αριστοκρατικά δε σαλόνια εύρισκαν την ευκαιρία να επιδείξουν τα χαρίσματά των και την ευφυίαν των. Κοντά σ΄ αυτά υπήρχαν στη Μυτιλήνη και θίασοι γυναικών και μορφωτικοί όμιλοι, με καλλιτεχνική και κοινωνική δράση.

Από τα χρόνια του Ομήρου είναι οργανωμένα στη Μυτιλήνη και τα «Καλλιστεία» που γιορτάζοντο με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια στο ναό της Ήρας, που βρισκότανε κοντά στα σημερινά «Θέρμα του Κόρφου». Φαίνεται μάλιστα, πως τα λεσβιακά «Καλλιστεία» στην εποχή της Ψάπφας και στα κατοπινά ακόμα χρόνια ήταν ξακουστά, γιατί σ΄ αυτά λάβαιναν μέρος όχι μονάχα Λεσβίδες παρθένες και μαθήτριες του Σαπφικού Ομίλου, μα και κορίτσια από τ΄άλλα νησιά κι από όλα τα μέρη των αιολικών αποικιών. Κρατώντας όλες οι παρθένες άνθινα κάνιστρα ή αγκαλιές από τριαντάφυλλα, γιούλια και κρίνα περνούσαν μπροστά από το άγαλμα της θεάς ψέλνοντας ύμνους.

Ο διαφορετικός αυτός τρόπος της ζωής συνετέλεσε στη δημιουργία κάποιας εχθρότητας μεταξύ των Ατθίδων και των Λεσβίδων, που κατέληξε σε μια πρωτοφανή δυσφήμηση εις βάρος της Ψάπφας και των μαθητριών της. Οι φεμινίστριες της Μυτιλήνης – όπως θα λέγαμε σήμερα – εκίνησαν το φθόνο και τη ζηλοτυπία των Ατθίδων, που δεν έπαυσαν να σπερμολογούν, κυρίως εναντίον της Λεσβίας ποιητρίας, ό, τι ημπορεί να επινοήσει η γυναικεία ζηλοφθόνια κι έτσι έδωσαν αφορμή στους κωμικούς και σατιρικούς ποιητάς να επιτεθούν. Δεν αρνείται βέβαια κανείς ότι η Σαπφώ αγαπούσε τις μαθήτριες της Σχολής της με πολύ πάθος και μεγάλη τρυφερότητα κι εύρισκε πάντα αφορμή να εξυμνήσει την ομορφιά των και τη χάρη των με φλογερό τόνο και ανέκφραστη περιπάθεια. Μα, αυτό δεν σημαίνει, πως η αγάπη της είχε σεξουαλικό χαρακτήρα, γιατί τότες οι μαθήτριες της Σαπφικής σχολής θα έβγαιναν από εκεί δυσφημισμένες και ανυπόληπτες. Κ΄ έτσι σε λίγο θα ερημώνετο ο «Μουσοπόλων δόμος», γιατί καμμιά αριστοκρατική οικογένεια δεν θάστελνε πια το χαϊδεμένο της κορίτσι σε μια σχολή, που είχε ως έμβλημα τη διαφθορά. Αλλά και πώς μπορούσε να διαφημήσει καλλίτερα τις μελλόνυμφες μαθήτριές της η Σαπφώ, αφού έπρεπε ν΄ ακουσθούν τα προτερήματά των και να γίνουν γνωστές οι χάρες των; Και γιατί να μην εκδηλώσει σ΄ αυτές την αγάπη της, αφού έπρεπε να φλογίσει την καρδιά τους με τον θείο έρωτα της Αφροδίτης, που κινεί τους ανθρώπους σε κάθε καλή πράξη και σε κάθε αρετή; Τον έρωτα εξύμνησε η Σαπφώ, που καθώς λέγει ο Πλάτων (στο Συμπόσιό του), «είναι ο πιο ευτυχισμένος, ο πιο όμορφος και ο πιο καλός από τους θεούς, ο πιο σοφός στη μουσική και στην ποίηση και στη δημιουργία κάθε άλλης τέχνης». Η αγάπη προς το αγαθό και προς το ωραίο είναι εκείνη, που ενέπνευσε στη Σαπφώ τα ποιητικά της αριστουργήματα. Οι αρχαίοι που είχαν υπ΄ όψιν των ολόκληρο το έργο της Ψάπφας, ήταν οι πρώτοι θαυμασταί τής ποιητικής μεγαλοφυίας της και την κατέταξαν μεταξύ των Μουσών. Ο Πλάτων αναφωνεί στο περίφημο επίγραμμά του:

«Ἐννέα τὰς Μούσας φασίν τινες. ὡς ὀλιγώρως.
ἢν ἰδέ· καὶ Σαπφὼ Λεσβόθεν͵ ἡ δεκάτη.»

Ο Στράβων την αποκαλεί: «θαυμάσιον χρῆμα», ο δε Λουκιανός: «μελιχρὸν αὔχημα Λεσβίων». Και η προσωνυμία «Σαπφὼ ἡ καλή», όπως ονομάζει τη Λεσβία ποιήτρια ο μεγάλος φιλόσοφος και άλλοι συγγραφείς, δείχνει πόσο είχε αναγνωρισθεί η αξία της στα χρόνια της πνευματικής ανθήσεως της Ελλάδος. Αναφέρεται ακόμα, ότι ο μεγάλος Νομοθέτης των Αθηνών κι ένας από τους εφτά σοφούς της Ελλάδος, ο Σόλων, άκουσε σ΄ ένα συμπόσιο τ΄ ανιψάκι του να τραγουδά ένα ποίημα της Ψάπφας, που τόσο τ΄ άρεσε, ώστε παρεκάλεσε το παιδί να του το μάθει. Κι όταν τον ρώτησαν γιατί ενδιαφέρεται να τ΄ αποστηθίσει, αποκρίθηκε: «Θέλω να το μάθω, για να πεθάνω ευχαριστημένος». Ο Θέογνις, ο Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης την απομιμούνται και παίρνουν εικόνες, εκφράσεις και ιδέες από τα τραγούδια της. Όταν οι αρχαίοι έλεγαν: «ο ποιητής» εννοούσαν τον Όμηρο, κι όταν έλεγαν «η ποιήτρια» εννοούσαν τη Σαπφώ, γιατί αυτοί οι δύο κατείχαν τα σκήπτρα της ποιητικής τέχνης. Οι Ρωμαίοι ποιηταί εμπνέονται από τα τραγούδια της και την ξεχωρίζουν ανάμεσα στους άλλους λυρικούς της αρχαιότητος. Ο Οράτιος, συνεπαρμένος από τη γοητεία των στίχων της, αναφωνεί: «Ξεχύνεται μες στ΄ άπειρον ο γλυκός αχός μιας λύρας αιολικής που χάιδεψαν τα δάχτυλα της Ψάπφας». Τέλος, το 1815 ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης και ο περιφανής Γερμανός φιλόλογο  F r i e d r i c h  W e l c k e r  απήλλαξε τη μεγάλη Λεσβία ποιήτρια από τις άδικες κατηγορίες, με την πολύκροτη μελέτη του: «Η Σαπφώ απηλλαγμένη από μια επικρατούσα πρoκατάληψη», «Sappho von einem herrschenden Vorurteil  befreit». Ο δε μεγαλύτερος από τους συγχρόνους Γερμανούς φιλολόγους, ο πολύς  U l r i c h     v o n  W i l a m o w i t z – M o e l l e n d o r f f  δημοσίεψε, το 1913, την πραγματικά μνημειώδη πραγματεία του: «Sappho und Simonides» με την οποία κατώρθωσε ν΄ ανασκευάσει κάθε αντίρρηση για την αγνότητα της Σαπφικής Ποιήσεως και για την αποδιδομένη σ΄ αυτή σεξουαλική διαστρέβλωση. Μα, κι οι καινούργιες εκδόσεις του M a x  T r e u γύρω στη Σαπφώ και τον Αλκαίο ήταν ανεκτίμητη προσφορά στην αιολική ποίηση. Ιδιαίτερα για τη Ψάπφα ο T r e u αποκρούει κάθε παρθενεραστική της ιδιότητα. Εάν δε θεωρηθούν ως αληθινά, όσα μας διηγείται ο Αιλιανός, ότι σύγχρονη της Σαπφώς ήταν και μια εταίρα, συνώνυμή της, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα, πως η ποιήτρια είναι εντελώς ξένη προς κάθε κακοήθεια, που εξετοξεύθη εναντίον της: «Τὴν ποιήτριαν Σαπφώ, λέγει ὁ Αἰλιανός, τὴν Σκαμανδρωνύμου θυγατέρα, ταύτην καὶ Πλάτων ὁ Ἀρίστωνος σοφὴν αναγράφει. Πυνθάνομαι δέ, ὅτι καὶ ἑτέρα ἐν τῇ Λέσβῳ ἐγένετο Σαπφώ, ἑταίρα, οὐ ποιήτρια».

Μέσα από τους Σαπφικούς στίχους ακούγονται οι αγνοί και άδοξοι παλμοί της ευγενικής και λεπτής καρδιάς τής Λεσβίας ποιήτριας και στον καθρέπτη τής ψυχής της βλέπει κανείς το ύψος και την λεπτότητα κάθε αισθήματός της. Μέσα στα τραγούδια της οραματίζεται κανείς αυτή την ψυχή της, που μοιάζει με τη θάλασσα, πότε τρικυμισμένη από τη φοβερή θύελλα να τινάζει τα νερά της ως τον ουρανό κι άλλοτε πάλι ήρεμη και γαληνεμένη να καθρεφτίζει μέσα της το γλυκό ουρανό και τα δάση, που βρίσκονται κοντά στις ακροθαλασσιές. Βαθιά στα κρουσταλλένια αυτά νερά είναι το φόντο κάθε σκέψεως και κάθε αισθήματος της Ψάπφας, όπως μέσα σε ωραίο και μαγευτικό καθρέπτη. Μα κανείς ακόμα δεν μπόρεσε να φθάσει σ΄ αυτό το άγιο και γεμάτο μυστήριο βάθος της ψυχής της.

Στο ποιητικό έργο της Ψάπφας το πιο αξιοπρόσεχτο είναι η οικονομία του λόγου, η ικανότης να περιορίζει τα επίθετα στα απολύτως απαραίτητα, ικανότης που είναι, τόσο στη φιλολογία όσο και σε πολλές άλλες πνευματικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κλασσικής ελληνικής μεγαλοφυίας.

Όλα τα λυρικά αποσπάσματα της δεκάτης Μούσας τα βρίσκουμε σε δυό πηγές: Στους αρχαίους συγγραφείς, που αναφέρουν τραγούδια ή στίχους της και στους παπύρους, που βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Οξύρυγχο (κοντά στο σημερινό el-Bahnasa της Αιγύπτου). Έτσι δόθηκε πάλι αφορμή σε ευρύτατες συζητήσεις, γιατί η ξακουσμένη Λεσβία ποιήτρια της εβδόμης εκατονταετηρίδος π.Χ., με όλο το δίκαιο θαυμασμό, που την περιβάλλει ο παλιός και ο νεώτερος φιλολογικός κόσμος, είναι από τις μεγάλες ποιητικές μορφές της αρχαιότητος, που το έργο τους σώθηκε στα λιγότερα χειρόγραφα. Αν μάλιστα αναλογισθούμε, πως τα Σαπφικά τραγούδια ήταν χωρισμένα σε επτά ή εννέα, ισάριθμα με τις Μούσες, τότες μονάχα θα καταλάβουμε, πόσο είναι ανεπανόρθωτη η απώλεια του ανεκτίμητου τούτου θησαυρού. Δυστυχώς, πολλά ιστορικά τεκμήρια μας πείθουν, πως τα περισσότερα Σαπφικά χειρόγραφα χάθηκαν, κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, από φανατισμό των Χριστιανών.

Για την περίφημη ωδή της Ψάπφας προς την Αφροδίτη «Ποικιλόθρον ἀθανάτ’ Ἀφρόδιτα», έχουμε να παρουσιάσουμε κάποια έκπληξη, με την ανεύρεση μιας μεταφράσεως σε άπταιστη λεσβιακή διάλεκτο. Η μετάφραση προέρχεται βέβαια από λογία παράδοση κι αυτό φαίνεται κυρίως απ’ την πιστή απόδοση του πρωτοτύπου κι από τους ρυθμικούς στίχους της. Δυστυχώς, δεν σώζεται ακέραιη, αλλά σε απόσπασμα έξι μονάχα στίχων. Ακολούθησε κι αυτή την τύχη ολόκληρου του ποιητικού έργου τής Ψάπφας, που μας παραδόθηκε κολοβωμένο. Να, οι στίχοι του:

………………………………………………………..

Μὲς στοὺ ἁμάξι ποὔκατσις μὲ μιὰ γουργὰ τοὺ πῆραν
Ἀπ’ τ’ οὐρανοῦ τὴν ξώπουρτα σπουργίτια τσὶ τοὺ σύραν
Στὰ πιταχτὰ τσὶ τὄφιρναν στὴ γῆ μας λαφριγιά,
Πυκνὰ ἀνοιγουκλείγουντας φτιροῦγις. Νὰ τσὶ φτάναν
Μὶ πρόσχαρου τ’ αθάνατου πρόσωπου, τὶ μὶ κάναν
Τσὶ πάλι ἐγὼ σὶ φώναζα, μὶ ρώτηξις Θιά.

……………………………………………………………..  

Το απόσπασμα έχει την επιγραφή: «Ἡ Θιὰ τ’ς Σαμφῶς» (Ἡ Αφροδίτη δηλαδή) κ’ έχει δημοτική χροιά. Είναι δε γνωστό, ότι τα τραγούδια τής Ψάπφας είχαν μεγάλη διάδοση στο λαό κ’ ήταν δημοτικά.

Κ’ έτσι ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος του Λεσβιακού αποσπάσματος, αδρός και χαριτωμένος όπως είναι, μας σκλάβωσε με την ομορφιά του τόσο, που χρησίμευσε σαν υπόδειγμα για τη μεταφραστική μας εργασία του ποιητικού θησαυρού της μεγάλης Λεσβίας ποιήτριας. Αρχίζουμε από την ωδή προς την Αφροδίτη, που διασώθηκε ολόκληρη από τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα, ο οποίος τη θεωρεί ως αριστουργηματικό πρότυπο συνθετικού ποιήματος «λαμπρῶς τεχνουργημένου ὕφους».

Είναι μια ερωτική προσευχή, γεμάτη από τρυφερή περιπάθεια. Είναι μια ερωτική εξομολόγηση αφθάστου μεγαλείου. Είναι μια επίκληση της ποιήτριας προς τη θεά του Έρωτος. Με παιδική αφέλεια και απαράμιλλη χάρη επικαλείται η Ψάπφα τη βοήθεια και την προστασία της:

«Ποικιλόθρον᾿ ἀθανάτ᾿ Ἀφρόδιτα» 
Κόρη του Δία αθάνατη χρυσόθρονη Αφροδίτη,
Συ, δολοπλόκα, ξάκουσε τον πόθο μου και κάνε,
Στις λύπες και κακοτυχιές, αδάμαστη να μείνει,
Μέσα στα στήθια μου η καρδιά. Κ΄ έλα σιμά μου πάλι,
Σα μια φορά κ΄ έναν καιρό, που στη φωνή μου απάνου,
Αφίνοντας για χάρη μου του Δία το παλάτι,
Τ΄ολόχρυσο, ξεκίνησες με τ΄άρμα σου το θείο·
Πουλιά σπουργίτες όμορφοι, ταχύφτεροι σε φέρναν,
Με δυνατό φτερούγισμα σκίζοντας τον αιθέρα·
Και φάνηκες, Πανέμορφη, πάνου στη γη τη μαύρη.
Τότες, αθάνατη Θεά, με το χαμόγελό σου,
Με ρώτησες τι νάπαθα, γιατί σε προσκαλούσα,
Ποιος πόθος την καρδούλα μου σκληρά την τυραννούσε,
«Ποιον η πειθώ στα δίχτια σου λαχτάρησες να ρίξει,
Σαμφούλα, ποιος βουλήθηκε να παίξει μετά σένα;
Κείνος που πριν δε σ᾿έθελε, τώρα θαρθεί κοντά σου,
Και δώρα θα σου δώκει αυτός, που πριν δεν τα δεχόταν,
Γλυκά φιλιά στα μάγουλα, κι αθέλητά σου ακόμα.»
Έλα και τώρα βγάλε μου τις έγνοιες απ᾿ το νου μου,
Χάρισε της καρδούλας μου τη μόνη της λαχτάρα,
Και πάλι γίνε μου, Θεά, συντρόφισσα οδηγήτρα.               

 

ποικιλόθρον᾽ ἀθανάτἈφρόδιτα,…
ΣΑΠΦΩ: απ. 1 Lobel-Page

Παραθέτουμε εδώ ένα από τα νέα ποιήματα της Ψάπφας, συμπληρωμένο σύμφωνα με τους παπύρους από τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge Edmonds,.  Η ξενιτευμένη ποιήτρια νοσταλγεί την πατρίδα της και παρακαλεί την Ήρα να την συντρέξει για να επιστρέψει.                                                                                                                      

Με το ποίημα αυτό καταφέρεται το τελευταίο χτύπημα κατά των συκοφαντών της Σαπφούς, διότι από την ανάγνωση των στίχων 8-14 προκύπτει ότι η ποιήτρια επεδίωκε με την υψηλή  διδασκαλία της να εμπνεύσει στις μαθήτριές της τον έρωτα προς κάθε τι  αγνό και ωραίο: 

«πλάσιον δή μ[οι ποτ᾿ ὄναρ παρέστα, … » 
ΣΑΠΦΩ: απ. 17 Lobel-Page

Έλα κοντά μου, δέσποινα Ήρα, μες τ᾿ όνειρά μου, 
Την πανωραία σου μορφή να ιδώ, που οι Ατρείδες,
Οι ξακουστοί με αποθυμιά την είδαν βασιλιάδες,
Όταν την Τροία κούρσεψαν· και πρώτα δεν μπορέσαν,
Του φουσκωμένου Σκάμανδρου σαν πέρασαν το ρέμα,
Να φτάσουν στην πατρίδα τους, προτού παρακαλέσουν
Εσένα και το μέγιστο το Δία και της Θυώνας
Τ᾿ ομορφοπαίδι. Δέσποινα κ᾿ εγώ παρακαλώ σε,
Τώρα κ᾿ εμένα πάλι εσύ σαν πριν να με αξιώσεις,
Το κάθε ωραίο, το κάθε αγνό στο νου μου πάντα νάχω,
Σαν είμαι με τις όμορφες Μυτιληναίες παρθένες,
Που πάντα εγώ τις μάθαινα να ξαίρουν στις γιορτές σου
Χορό να στήνουν και σκοπούς να σιγοτραγουδάνε·
Κι όπως με τη βοήθεια σας μπορέσαν οι Ατρείδες
Από το Ίλιο μακριά να σύρουν τα καράβια,
Έτσι κ᾿ εμένα ξάκουσε τον πόθο μου και δώσε,
Ήρα γλυκιά, στο σπίτι μου ξοπίσω να πρυμίσω.

Άλλοι πάλι στίχοι της Ψάπφας συναρπαστικοί και γεμάτοι από συγκινητική μελαγχολία και πικρό παράπονο, αναφέρονται ίσως στο σύζυγο της ποιήτριας ή γράφηκαν μετά το θάνατό του.2)


2. «Επιστήμονες κατάφεραν να αναπαραστήσουν τον νυχτερινό ουρανό πάνω από τη Μυτιλήνη που ενέπνευσε την Σαπφώ να συνθέσει το διασημότερο ποίημά της. Η μελέτη δημοσιεύεται στο «Journal of Astronomical History and Heritage» και επιχειρεί να χρονολογήσει το ποίημα της μεγάλης λυρικής ποιήτριας που έχει γίνει γνωστό με τον τίτλο ‘Γρήγορα η ώρα πέρασε’ .Στο ποίημα, η Σαπφώ θυμάται τη μοναξιά της τα μεσάνυχτα, αφού έχουν δύσει το φεγγάρι και το αστρικό σμήνος των Πλειάδων, γνωστό και ως Πούλια. ‘Δέδυκε μεν α σελάννα και Πληιάδες, μέσαι δεν νύκτες πάρα δ᾽ έρχετ᾽ ώρα, έγω δε μόνο κατεύδω’. Τρεις ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Άρλινγκτον βασίστηκαν στην υπόθεση ότι το ποίημα γράφτηκε το 570 π.Χ. στη Λέσβο, γενέτειρα της Σαπφούς. Χρησιμοποίησαν στη μελέτη τους το αστρονομικό λογισμικό Starry Night 7.3 προκειμένου να υπολογίσουν ποιες ημερομηνίες θα έδυαν οι Πλειάδες πριν από τα μεσάνυχτα στον ουρανό της Λέσβου το συγκεκριμένο έτος. Οι επιστήμονες προσδιόρισαν την πρώτη ημέρα στις 25 Ιανουαρίου, και την τελευταία ημέρα στις 31 Μαρτίου, το διάστημα που ο αστεροειδής θα ήταν ορατός από την Σαπφώ το 570 π.Χ. Το πρόγραμμα έδειξε ότι το 570 π.Χ. οι Πλειάδες έδυσαν μεσάνυχτα στις 25 Ιανουαρίου, ενώ από την ημερομηνία αυτή και μετά δύουν όλο και νωρίτερα κάθε βράδυ. ‘Το ερώτημα της χρονολόγησης είναι περίπλοκο, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή δεν είχαν ακριβή μηχανικά ρολόγια, ίσως να είχαν μόνο ρολόγια νερού’, λέει ο Μάνφρεντ Κουνζ, καθηγητής Φυσικής και πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης. ‘Για το λόγο αυτό, υπολογίσαμε και την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία οι Πλειάδες θα ήταν ορατές για την Σαπφώ κάποια στιγμή το απόγευμα’, προσθέτει. ‘Από εκεί μπορέσαμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την εποχή του έτους από τα μέσα του χειμώνα μέχρι τις αρχές της άνοιξης’, λέει ο Κρουζ.»                                          (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «emprosnet.gr» της Μυτιλήνης, στις 6 Σεπτ. 2017)  

Κι εδώ η απόδοση του Δημ. Γρ. Βερναρδάκη:

Βασίλεψε το μαγικό φεγγάρι με την πούλια, 
Ήρθαν πια τα μεσάνυχτα, γοργά περνούν οι ώρες
Κι εγώ μονάχη κοίτομαι, δίχως κανένα χάδι.

 

«Δέδυκε μὲν ἁ σελάννα…»
Poetae lyrici Graeci. Ed. T. Bergk (Lipsiae, 1843)
IX. SAPPHO 58. [55.], σελ. 612

Ό,τι έγραψε το ένιωσε βαθιά η μεγάλη μας ποιήτρια και ό,τι έβαλε στην ποίησή της υπήρξε η αντανάκλαση της ζωής της και των αληθινών αισθημάτων της. Η αρμονία των στίχων της, πλημμυρισμένη από τη γοητευτική έκφραση του πάθους της ψυχής της, ο παρθενικός ρωμαντισμός της, ο ηδονικός πόνος κάθε αγάπης της, οι στεναγμοί και τα δάκρυά της, που μόλις κατορθώνει να τα συγκρατά, η ανεπιτήδευτη χάρη και η αριστουργηματική συγκρότηση των εικόνων και των ιδεών της – όλος αυτός ο υπέροχος λυρισμός ανυψώνει την Ψάπφα στη σφαίρα της Αιωνιότητος και της Αθανασίας.

 

* Ο Παναγιώτης Δ. Βερναρδάκης, γιος του Δημ. Γρ. Βερναρδάκη και νεότερος εγγονός του Γρηγορίου Ν. Βερναρδάκη (αδελφού τού Δημ. Ν. Βερναρδάκη), είναι διπλ. οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Johannes Gutenberg Universität Mainz και διδάκτωρ οικονομικών επιστημών του Πανεπιστημίου Johann Wolfgang Goethe Universität της Φραγκφούρτης. Εκτός των οικονομικών ασχολείται και με φιλολογικά θέματα. Έχει εκδώσει στα γερμανικά δύο βιβλία οικονομικού περιεχομένου: «Ανάλυση φερεγγυότητας διεθνών πιστωτικών ιδρυμάτων» και «Η Ελλάδα ως 12ο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης – Γεγονότα και Προοπτικές». Είναι επίτιμο μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Πλουτάρχου (International Plutarch Society), έχει δε επιμεληθεί από το 2008 έως το 2017, μαζί με τον ομότιμο καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης κ. Heinz Gerd Ingenkamp τη μείζονα έκδοση των Ηθικών τού Πλουτάρχου του Γρηγ. Ν. Βερναρδάκη (editio maior) στην Ακαδημία Αθηνών (πληροφόρηση γίνεται στην ιστοσελίδα: www.bernardakis.de). Τον Οκτώβριο του 2017 επεξεργάστηκε και δημοσίευσε παλαιότερες μελέτες τού πατέρα του, Δημ. Γρηγ. Βερναρδάκη, και συγκεκριμένα από την ποιητική του Συλλογή: «Ψάπφα» (1924), τη μελέτη: «Η δεκάτη Μούσα Σαπφώ η Λεσβία» κ.ά. Τις επεξεργασμένες μελέτες, που αποτελούνται κυρίως από τα πρωτὀτυπα ποιήματα και τις μεταφράσεις των αρχαίων αιολικών λυρικών του πατέρα του, τις συμπεριέλαβε στο βιβλίο: «Ο αρχαίος αιολικός λυρισμός – Σαπφώ και Αλκαίος». Στο facebook διαχειρίζεται τη Σελίδα «Οι Βερναρδάκηδες στον πνευματικό βίο». Τον Αύγουστο του 2020 εξέδωσε στη Γερμανία το δράμα τού Δημ. Ν. Βερναρδάκη «Antiope» (Αντιόπη).