Ένα φωτεινό κυριακάτικο απομεσήμερο, κι η επιθυμία μας έγινε αίφνης ακατανίκητη για να επισκεφτούμε από κοντά το μικρό Σπίτι του Ελύτη στην Πλάκα. Από την ώρα που εγκαινιάστηκε και άνοιξε τις πύλες του για το κοινό, κάτι σαν χρέος, αλλά και σαν «φτερούγισμα», μας το κατέστησε επιτακτικό, το να ζήσουμε κι εμείς βιωματικά, ως επισκέπτες, παντοτινοί θαυμαστές και ως απλοί περιηγητές, την λογοτεχνική «εμπειρία» που μπορεί και ξυπνά η ξενάγηση σε μια απέριττη, κατά τα άλλα, προσωπική συλλογή. Σαν να αναρωτιόμασταν, θαρρείς, αν ένα «μικρό Σπίτι» θα μπορούσε ποτέ να στεγάσει τον ποιητή τον Μέγα. Περπατούμε και μόλις στρίβουμε προς τη Ρωμαϊκή αγορά, αντικρίζουμε το οίκημα. Τον κοιτάμε να ζωντανεύει στην τεράστια εξωτερική αφίσα του, σαν να στέκεται στο παραθυρόφυλλο. Αντικρίζουμε την γκρίζα νεοκλασική πόρτα, που μας θυμίζει παλιές πόρτες του νησιού μας. Χτυπάμε το κουδούνι. Μας υποδέχονται, λες και πήγαμε βεγγέρα.
Όλα μοιάζουν γνώριμα σ’ αυτό το γήινο χρωματιστό νεοκλασικό, που συγκεντρώνει, πράγματι, πινελιές και στιγμές «εκτίναξης» από την παλέτα του πνεύματος του μοναδικού ποιητή που αποθέωσε το λόγο, την ποίηση, μα πιο πολύ την έμπνευση με κάθε λέξη του, και κάθε σκέψη που απογείωνε το έργο της ζωής του. Και ναι, είναι αθάνατος ο Οδυσσέας Ελύτης σε αυτό το μικρό το Σπίτι του, που με τόση αγάπη επιμελήθηκε η σύντροφος της ζωής του, Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία δεν άλλαξε ούτε τα δύο ποτηράκια του λικέρ που είχε ο ίδιος πάνω στη συρταριέρα του.
Έχει μεταφερθεί αυτούσιο εδώ το δυάρι της οδού Σκουφά που στέγασε τις ατέλειωτες ώρες μελέτης του, το νου στον ύπνο και τον ξύπνιο του, μα και το λυρικό συναίσθημά του, τις ώρες της πνευματικής του περιπλάνησης, και της σύλληψης όλων αυτών που σήμερα αποτελούν για μας βίβλο της ποίησης και της λογοτεχνίας. Εδώ, στο μουσειακό του σπίτι στην Πλάκα, σε ένα αντίστοιχα λιτό, αλλά ενδεικτικό του πνευματικού μεγαλείου του περιβάλλον, «ανθίζει» κι ο νους του επισκέπτη, λες και συμβαίνει μέσα από τις λυρικές δικές του αόρατες δονήσεις.
Είναι το πνεύμα του Ελύτη ολοζώντανο μέσα στους τοίχους του υπέροχου νεοκλασικού και νιώθει κανείς ότι από ψηλά, από το πάνθεον των Σπουδαίων, ο Οδυσσέας Ελύτης αγαλλιάζει και αγναντεύει. Δεν είναι μια συνηθισμένη επίσκεψη σε μουσείο. Είναι μία πρόκληση να αγγίξει κανείς, έστω πάνω από τις προθήκες, αυτά που έδιναν φτερά στη Διάνοια. «Και συχνά μου έτυχε να παρατηρήσω πόσο διαφορετικές διαστάσεις έπαιρναν τα πράγματα που άφηνα να περάσουν μέσα μου, όταν τα ξανάβρισκα στην άκρη της πένας μου», έχει γράψει, μιλώντας για την προσωπική του ποιητική μοναξιά.
Ο Ελύτης που «εξαγιάζει τις αισθήσεις μέσω της γλώσσας», ο Ελύτης που «τα πιο δύστροπα τα προσεταιρίστηκε δεν έχει χαμόγελο», ο Ελύτης που έγραψε ότι «η απουσία της φαντασίας μεταβάλλει τον άνθρωπο σε ανάπηρο της πραγματικότητας», ο Ελύτης από το μικρό του Σπίτι σήμερα, ξανά, «εκτινάσσει» τις αισθήσεις του επισκέπτη του, αποσπά με την πρώτη ματιά το χαμόγελο και απογειώνει τη φαντασία, φέρνοντας «μέσα -έξω τον χρόνο». Σε μια μετάγγιση της ίδιας της τέχνης της δικής του ζωής, ξεπροβάλλει μέσα από τα χειρόγραφά του, τις παρτιτούρες, τις παλέτες του και τα κολλάζ του.
Σ’ αυτό το κολλάζ ήθελε να αποτυπώσει την «αγιότητα των αισθήσεων», μας λέει η νεαρή ξεναγός όλο ενθουσιασμό. «Πίστευε στον έρωτα που σ’ ανυψώνει και σε οδηγεί στην θέωση», προσθέτει. Και ξάφνου δεν ξέρεις τι έχει μεγαλύτερη αξία εκεί μέσα, και τι να ήταν, για το νου και την ψυχή του, πιο σπουδαίο για κείνον. Το κολλάζ, με την θέωση του Έρωτα, ή το ίδιο το Νόμπελ…