Από τον Βαγγέλη Χατζημανώλη
Τα λεσβιακά λαμπριάτικα έθιμα, όπως και των άλλων γιορταστικών ημερών και περιπτώσεων, έχουν μια ξεχωριστή Αιολική γεύση και χάρη σε σχέση με τις άλλες περιοχές της Ελλάδας, μπολιασμένα από εκείνα του Αϊβαλιού και καρσινών Μικρασιατικών παραλίων. Είναι σχεδόν τα ίδια σε όλη την Λέσβο, με κάποιες διαφορές από χωριό σε χωριό. Σήμερα προσπαθούν να διατηρηθούν ξεθωριασμένα… πια, μέσα σ’ αυτή την εισβολή όλων των ξενόφερτων συνηθειών και τρόπων ζωής! Κρίμα, γιατί άμα ένας λαός χάσει τα έθιμά του, τις συνήθειες, την ιστορία του, χάνει την ταυτότητά του, γίνεται άπατρις και τότε αλίμονό του… και πόσο μάλιστα σε εμάς εδώ, σ’ αυτή την ευαίσθητη… περιοχή του Αιγαίου!
Τα λαμπριάτικα λοιπόν εδώ έθιμά μας, αρχίζουν από την Βαγιοβδομάδα και πριν, με τις προετοιμασίες για τον ερχομό της Μεγάλης Εβδομάδας, οι οποίες ήταν και είναι το κύριο μέλημα κάθε νοικοκυράς. Συγύρισμα στα σπίτια, ασβέστωμα στα πεζούλια και στα κατώφλια, κι ένα γύρω στην αυλή λουλουδιασμένες γλάστρες στην σειρά, κι όσες ήταν τενεκεδένιες (από γκαζοτενεκέδες) ασβεστωμένοι κι αυτοί με τα γεράνια, τις βιόλες και τους κρίνους, τις «πάπιες» (είδος κρίνου) και τα «δρισαχή» (χρυσαχή ή αμπαρόριζα, η χρήση του οποίου ενίσχυε τη γεύση γλυκών του κουταλιού). Μοσκοβολούσαν παλιά οι γειτονιές ασβέστη.
Το Σάββατο τού Λαζάρου τα «λαζαρέλια» (κάτι σαν τα σημερινά σταφιδόψωμα), είχαν την τιμητική τους σ’ όλα τα σπίτια. Καλοφτιαγμένα με πολύ μεράκι και τέχνη από τα χέρια της σπιτονοικοκυράς, σε απεικόνιση τού νεκρού Λαζάρου και αναστημένου ύστερα, με τα χέρια σταυρωμένα και τις μαύρες σταφίδες για μάτια και άλλα χαρακτηριστικά τού προσώπου και του σώματος, μυρωδάτα, νόστιμα, λαχταριστά, ήταν στα χέρια του κάθε παιδιού που τα απολάμβανε με πολλή όρεξη και ευχαρίστηση, αλλά και οι μεγάλοι δεν πηγαίνανε πίσω, μια και η νηστεία της Σαρακοστής τούς είχε στερήσει πολλά που εύφραιναν χείλη, κοιλιά και καρδιά… Σήμερα, μόνο στα αρτοποιεία τα λαζαρέλια είναι το αρτοσκεύασμα της ημέρας.
Με το που ξημέρωνε η μέρα του «Βαγιού» (Βαΐων), σε έμπαζε πλέον από το απόγευμα και μετά στο κλίμα των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας.
«Βάγια-βάγια του Βαγιό // τρώνι ψάρια κι κουλιό // κι την άλλη Κυριακή // τρώνι του παχύ τ’ αρνί». Τα ψάρια είχαν τον λόγο εκείνη την μέρα και μάλιστα ο κολιός και μαγειρευτός και παστός. Γιατί ψάρια; Διότι ύστερα από την εντατική νηστεία τόσων εβδομάδων της Σαρακοστής (αποχή από ζωϊκές τροφές), ήταν επόμενο ο οργανισμός – των νηστευόντων βέβαια – να αδυνατεί (σήμερα αυτά είναι ακατανόητα για πολύ κόσμο). Για να ενισχυθεί λοιπόν ο οργανισμός έτρωγαν ψάρι (όχι κρέας) μόνο στις 25 Μαρτίου του Ευαγγελισμού, που είναι στα μισά της Σαρακοστής, και των Βαΐων για να αντέξουν στην πιο εντατική νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά και για να έχει εφοδιαστεί ο οργανισμός από ζωϊκά στοιχεία, ώστε να μην υπάρξουν προβλήματα υγείας (εντερικά κ.λ.π) τρώγοντας απότομα και κατά κόρον αυγά, τυριά, κρέατα και άλλα λιπαρά της Λαμπρής.
Από το Σάββατο τα μεγάλα αγόρια, τού δημοτικού ιδίως, προετοίμαζαν την έξοδο που θα έκαναν μέσα στο χωριό και περιφορά τής βάγιας το πρωΐ των Βαΐων μετά την Θεία Λειτουργία. Στον αυλόγυρο της εκκλησίας έφτιαχναν τα μεγάλα δεμάτια από κλαδιά βάγιας ύψους πάνω από ενάμισι μέτρο που τα έδεναν σφιχτά με σχοινί. Τα δεμάτια ήταν τόσα όσες και οι ομάδες που θα γύριζαν μέσα στο χωριό, κάθε μια στην περιοχή της, συνήθως δυο ή τρεις. Κάθε δεμάτι ήταν καταστόλιστο από «βαλάδια», λεπτά πολύχρωμα κουρελάκια που τα μάζευαν προηγουμένως από τις μοδίστρες. Σε κάθε μικρό κλαδάκι ήταν δεμένο και το κουρελάκι, στην δε κορυφή κάθε δεματιού ήταν κρεμασμένο και ένα μπρούτζινο κουδουνάκι σε μορφή καμπανούλας μικρής.
Έτσι μετά την απόλυση της Θείας λειτουργίας, ξεκινούσαν οι ομάδες να πάρουν γύρα το χωριό, δυο παιδιά εναλλάξ σήκωναν το δεμάτι λόγω βάρους, άλλο κρατούσε καλάθι για τα αυγά και άλλο κουτί με σχισμή σαν κουμπαράς για τα χρήματα που θα μάζευαν. Σε κάθε σπίτι άνοιγε η πόρτα διάπλατα, έμπαινε η ομάδα στην αυλή, έστηναν όρθιο το δεμάτι και κουνώντας το ρυθμικά μαζί κι ο ήχος τού κουδουνιού έψελναν: «Την κοινήν ανάστασιν προ τού σού πάθους πιστούμενος….», και τελειώνοντας έκοβαν ένα κλαδάκι με το «βαλάδι» και το προσέφεραν στην οικοδέσποινα ή οικοδεσπότη, κι εκείνη ή εκείνος με χαρά έδινε το φιλοδώρημα, αυγό ή χρήματα, μια δραχμή, δυο, πέντε ανάλογα την τσέπη τους. Το κλαδάκι θεωρείτο ευλογία και φυλαχτό για το σπίτι.
Εάν υποπτεύονταν ότι στην επόμενη πόρτα θα συναντούσαν δυστροπία ή σφιχτό… χέρι, αλλά και όπου είχαν το θάρρος, τότε στην κατάληξη του τροπαρίου «…εν ονόματι Κυρίου», συμπλήρωναν… «δομ τ αυγό να φύγου // να μη σι ζαλίζου.// Γιά του φράγκου, γιά τ αυγό, // γιά μες στου βρατσί σ θα μπω»!
Μετά το μεσημέρι αργά, επέστρεφαν οι ομάδες στην εκκλησία με τα δεμάτια πια κούτσουρα σκέτα κλαδιά για κάψιμο και εκεί υπό την επιστασία τού παπά γινόταν η καταμέτρηση αυγών και χρημάτων, έπαιρναν τα παιδιά το… κάτιτις τους, το χαρτζιλίκι τους, και η εκκλησία… τα ποσοστά της ως σπόνσορας… που λέμε σήμερα, χορηγός επικοινωνίας!
Το βράδυ άρχιζαν πια οι ακολουθίες τού Νυμφίου που οδηγούσαν κατανυκτικά, μελαγχολικά, απολογιστικά για τον καθέναν, στα Πάθη, στην Σταύρωση, στην Ταφή και στην χαρά της Ανάστασης! «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…»!
Κατανυκτική η ατμόσφαιρα στον ναό, με το αχνό φως των κανδηλιών και των πολυελαίων (να σημειωθεί ότι τότε που δεν είχε φτάσει ακόμα το ηλεκτρικό ρεύμα στα χωριά, οι πολυέλαιοι και τα μανουάλια, είχαν ένα είδος κηροπήγια λαδιού, που τα άναβε ο νεωκόρος από κάτω με ένα κερί στερεωμένο σε μακρύ ξύλο, και τα έσβηνε πάλι με ένα είδος μικρού χωνιού στερεωμένο σε άλλο ξύλο καπακώνοντας το κηροπήγιο).
Οι γυναίκες καθ’ όλη την διάρκεια της ακολουθίας, αντί όπως σήμερα λαμπάδες ή κεριά, κρατούσαν τους λεγόμενους «σαμάδες». Ήταν ένα είδος ας το πούμε κάτι σαν κέρινου χοντρού άσπρου σπάγκου, στην ουσία μακρύ κερί πάνω από ένα μέτρο, τυλιγμένο σε διάφορα σχήματα – συνήθως σταυρό, ή αστέρι ή άλλο τι – και διακοσμημένο, το οποίο το είχαν στην τσάντα τους και ξετυλίγοντάς το λίγο-λίγο κάθε βραδιά όσο κρατούσε η ακολουθία, το έσβηναν μετά και την άλλη βραδιά πάλι το ξανάναβαν, βγάζοντας έτσι μέχρι να τελειώσει όλη την εβδομάδα. Εννοείται ότι κεριά και λαμπάδες ήταν από γνήσιο κερί μελισσών!
Από την Μ. Δευτέρα μέχρι και την Μ. Πέμπτη το απόγευμα, το κάθε σπιτικό παράλληλα με τα θρησκευτικά καθήκοντα πρωΐ και βράδυ στην εκκλησία, είχε και τον φόρτο της προετοιμασίας που απαιτούσε το πνεύμα και το κλίμα των επόμενων ημερών με την κορύφωση του Θείου Δράματος και την αναμενόμενη με λαχτάρα Ανάσταση.
Σε εγρήγορση οι νοικοκυρές να φτιάξουν τα τσουρέκια «τς κλούρις τσι τα κλουρέλια», να τα πετύχουν στο ζύμωμα και στο ψήσιμο και στην γεύση βέβαια, μπογιές και σχέδια «καλουπέλια τσι χαλκουμανίις για τα κότσνα τ αυγά» ως διακόσμηση, πήγαινε-έλα και στα μπακάλικα τα παιδιά για διάφορα είδη και μπαχαρικά, κι ο κάθε νοικοκύρης τού σπιτιού επιφορτισμένος με το σφάξιμο τού αρνιού και σε ό,τι άλλο χρειαζότανε το λαμπριάτικο τραπέζι.
Το ντύσιμο και παπούτσωμα των παιδιών να φορέσουν τα λαμπριάτικά τους, ήταν το κύριο μέλημα των γονιών, δεν τους ένοιαζε για τον εαυτό τους, όσο για τα μικρά, να βγουν στην γειτονιά, να παν στην εκκλησιά καθαρά και νοικοκυρεμένα, τα κορίτσια με τα ανοιξιάτικα φουστανάκια τους, τις κορδέλες στα μαλλιά, τ’ αγόρια με τα παντελονάκια τα κοντά και τα καινούργια παπούτσια από «βακέτα χοντρή και καλιουκάρφια» (καρφιά κοντά με πλατύ κυρτό κεφάλι) ενίοτε από κάτω να αντέχουν οι σόλες.
Αυτά βέβαια ήταν έντονα από την Κατοχή και μετά, μέχρι και το 1950 που άρχισε σταδιακά να στρώνει κάπως η κατάσταση. Αυτοσχεδίαζαν τότε στην Κατοχή οι μανάδες να ράψουν, όπως κι όπως, κάτι για τα παιδιά τους. Παραγγελιά στους τσαγκάρηδες τού χωριού για παπούτσια δίνοταν μόνο για την Λαμπρή ή έστω κατ’ επιλογήν και Χριστούγεννα και ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα. Τότε τα τσόκαρα… – ντόπιας παραγωγής – ήταν προέκταση… τού κάθε ποδαριού, μικρού ή μεγάλου, ειδικότερα γυναικών και κοριτσιών, γιατί τ’ αγόρια ενίοτε και κάποιοι μεγάλοι, λόγω φύλου είχαν ιδιαίτερη προτίμηση το καλοκαίρι βέβαια, στην ξυπόλυτη εμφάνιση «αξπουλ’ταριά» με χοντρόπετση πατούνα! Δεν έλειπε βέβαια και το πλήγωμα από χτυπήματα, από αγκάθια, ή καρφιά και μολύνσεις ακόμα, όπως ο λεγόμενος «σκληκατουρίτ’ς», ίσως από κατρουλιά σκύλου ή κάποιο σκουλήκι, δεν έχει ετυμολογηθεί η λέξη, ό,τι και να ήταν πάντως, ο οργανισμός είχε αρκετά αντισώματα φαίνεται!
Την Μεγάλη Πέμπτη λοιπόν ή «Κουτσνουπέφτ» (Κοκινοπέμπτη), ήταν το βάψιμο των αυγών, όπου έβαζαν όλο το καλλιτεχνικό τους ταλέντο μάνες και κόρες για το καλλώπισμα των κόκκινων αυγών παράλληλα και με τις κουλούρες. Αλλά και το σφάξιμο των αθώων αμνών αυτή την μέρα της Σταύρωσης που συμβολίζει την θυσία του Ναζωραίου, θυσία τώρα και στο γιορταστικό τραπέζι. Το αρνί συνυφασμένο με τον Ιησού «Ιδού ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου»! Για βαφή των αυγών πέρα από τις τότε γνωστές μπογιές, χρησιμοποιούσαν φυτικές βαφές, ήτοι π.χ «κρουμδότσιφλλα» (κρεμμυδόφυλλα) για κόκκινο χρώμα, κουρκουμά για κίτρινο, φύλλα ροδιού, «καντιφέδις» (παπαρούνες), παντζάρια, φύλλα καρυδιάς και άλλα ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν. Και σήμερα γίνεται αυτό μια και όλα τα τότε αυτονόητα της καθημερινότητας, είτε για τροφή είτε για ένδυση, είτε άλλα είδη για άλλες χρήσεις, τώρα τα λέμε «βιολογικά»! Το κόκκινο χρώμα στα αυγά συμβολίζει το αίμα του Χριστού στην Σταύρωσή του, αλλά και ως κόκκινο το χρώμα της χαράς και της Ανάστασης. Για δε το αυγό είναι πολλές οι εκδοχές, αλλά για την Ορθόδοξη Πίστη πλέον, συμβολίζει τον τάφο του Χριστού μέσα από τον οποίον αναστήθηκε και πάλι η ζωή που υπήρχε μέσα σ’ αυτόν, δηλαδή ο Αναστάς Χριστός, όπως δηλαδή το αυγό που κρύβει μέσα του ζωή.
Το βράδυ στα Δώδεκα Ευαγγέλια, μετά το τέλος της Ακολουθίας, όποια ή όποιες νοικοκυρές έπαιρναν την πρωτοβουλία από πριν, ετοίμαζαν και πρόσφεραν στους πιστούς βγαίνοντας απ’ τον ναό την λεγόμενη «κρασοψυχιά»! Αυτή ήταν κρασί σε αρκετή ποσότητα μέσα σε μεγάλη κούπα και μεγάλα κομμάτια από λαγάνα (άζυμος άρτος), τα οποία τα βουτούσαν μέσα και τα πρόσφεραν. Αυτό συμβολίζει το κομμάτι άρτου που βουτηγμένο στον οίνο το έδωσε ο Ιησούς στον Ιούδα κατά τον Μυστικό Δείπνο, για να καταδείξει τον προδότη σύμφωνα με το Ευαγγέλιο.
Και σήμερα σε πολλούς ναούς συνηθίζεται κάπως αυτό, η δε συνταγή της «κρασοψυχιάς» είναι η εξής: Για δύο λίτρα ημίγλυκο κρασί, χρειάζεται ένα περίπου κιλό ζάχαρη (σήμερα υπάρχει και η καστανή ως καλύτερη), δέκα γαρύφαλλα, τρία ξύλα κανέλας και δύο καρυδάκια (μοσκοκάρυδα), αμπαρόριζα. Το μείγμα αυτό τοποθετείται για βράσιμο και μόλις αρχίσει να βράζει, το βγάζουμε απ’ την φωτιά να κρυώσει να πάρει και τ’ αρώματά του, το σουρώνουμε και είναι έτοιμο! «Κρασοψυχιά» προσφέρεται σε κάποια χωριά και μετά την κηδεία ή μνημόσυνο. Τέλος, μετά την απόλυση όπως είπαμε και το κέρασμα της «κρασοψυχιάς», οι κοπέλες και όσες μεγαλύτερες γυναίκες άντεχαν, ξενυχτούσαν τον Εσταυρωμένο και στόλιζαν τον Επιτάφιο με λουλούδια που έφερναν από τα σπίτια, βιόλες και κρίνους όπως και αγριολούλουδα, αβαγιανό και άλλα, για να είναι έτοιμος για το πρωΐ της Μ. Παρασκευής. Αυτό γίνεται και σήμερα, αλλά εκμοντερνισμός… πια και στο στόλισμα του Επιταφίου, με παραγγελίες από τα ανθοπωλεία, μέχρι και από Ολλανδία, μέχρι και πλαστικά.
Μ. Παρασκευή πρωΐ, η εκκλησιά κατάμεστη αλλά και στον νάρθηκα και στον αυλόγυρο η παιδική παρουσία ήταν έντονη, χαρακτηριστική της αθωότητας, της ανεμελιάς και της ζωντάνιας αυτής της ηλικίας, που χαίρονταν το όλο γιορτάσι των ημερών μέσα στο ανοιξιάτικο κλίμα τού χωριού. Συνωστισμός και τσακώματα κάτω απ’ το καμπαναριό για το ποιος θα πιάσει στα χέρια του το σκοινί για το ρυθμικό πένθιμο χτύπημα της καμπάνας ίσαμε το βράδυ. Και τα καφενεία όμως κλειστά μέχρι το τέλος της Αποκαθήλωσης, όπως συνηθιζόταν και στις Κυριακές αυτό μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας και για κάποια χρόνια αργότερα.
Σε κάποια χωριά, οι γυναίκες καθ’ όλη την διάρκεια της Μεγάλης αυτής Ημέρας, δεν έβαζαν ούτε νερό στο στόμα τους, εκτός από ένα σκέτο τσάι το πρωί και το βράδυ. Δεν έπιαναν επίσης όλη την ημέρα στα χέρια τους μαχαίρι ή και αιχμηρό αντικείμενο, λόγω της «λόγχης που εκεντήθη ο Χριστός»! Το δε φαγητό της ημέρας ήταν και είναι οι φακές, χωρίς λάδι εννοείται και μόνο με ξύδι. Το ξύδι συμβολίζει «το όξος και χολή» που έδωσαν στον Ιησού πάνω στον Σταυρό «…και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος», ενώ οι φακές συμβολίζουν τα δάκρυα της Παναγίας!
Το βράδυ, οι παιδικές φωνές και μεγαλύτερων κοριτσιών, πλαισίωναν γλυκά την όλη κατανυκτική ατμόσφαιρα της βραδιάς με τα εγκώμια, «Η ζωή εν τάφω κατετετέθης Χριστέ…» και κατά την έξοδο πια και περιφορά τού Επιταφίου, ένα φωτεινό ποτάμι από κεριά και φαναράκια, διέσχιζε αργά-αργά τους δρόμους στους μαχαλάδες τού χωριού, ενώ από τα παράθυρα και τις ορθάνοιχτες πόρτες των σπιτιών, όσες νοικοκυρές δεν μπόρεσαν να πάνε στην εκκλησία, έβρισκαν εξιλέωση, ανακούφιση και βοήθεια, ραίνοντας με το «ρουδουστάλ’» ροδόσταμο τον Επιτάφιο και τους πιστούς και θυμιάζοντας με «μουσχουλίβανου» (το δάκρυ της ελιάς το πραγματικό από την φύση θείο αυτό δώρο) ή και «πταρέλια» από τριαντάφυλλα μαγιάτικα που έφτιαχναν πάντα για λιβάνισμα. «Έραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα…»! Επιστρέφοντας στον ναό, κρατώντας στην είσοδο οι άνδρες τον επιτάφιο ψηλά σαν αψίδα, έπρεπε (και γίνεται και σήμερα) να περάσει ο κόσμος από κάτω να μπει μέσα.
Μεγάλο Σάββατο. «Ανάστα ο θεός κρίνων την γην…»! Αυτό το αναστάσιμο μήνυμα κατά την πρωϊνή Θεία Λειτουργία (τού Μεγάλου Βασιλείου), που ξεχύνονταν από την εκκλησία, πλημμύριζε τις καρδιές των ανθρώπων με αισθήματα χαράς και αισιοδοξίας και το όλο κλίμα στο χωριό έπαιρνε άλλη όψη, φωτεινή, γιορταστική, θέτοντας όλους σε εγρήγορση και ασυγκράτητη λαχτάρα ν’ ακούσουν το βράδυ το «Δεύτε λάβετε φως… και το Χριστός Ανέστη»!
Παιδιά και νεαροί εφοδιασμένοι από μέρες τώρα με τα απαραίτητα αναστάσιμα πυρομαχικά… δεν άντεχαν να περάσουν οι ώρες να υποδεχτούν τα μεσάνυχτα τον Αναστάντα Κύριο και να κατατροπώσουν τον θάνατο και τους σταυρωτές Του! Έτσι, μετά την απόλυση της πρωϊνής Θείας Λειτουργίας του Μ. Σαββάτου, τα «μπαμ-μπουμ» στον αυλόγυρο της εκκλησίας και στους δρόμους έπαιρναν κι έδιναν! Ειδών-ειδών τα σύνεργα και τα είδη τού κρότου, ανάλογα και με την ηλικία. «Πιστουλέλια» με καψούλια σε χάρτινη ταινία, και «στρακαστρούκις και πατλάτσα», ακίνδυνα για μικρά παιδιά, όπως «πιστουλέλια μι φιλλοί» (φελλούς) πιο εκσυγχρονισμένα για μεγαλύτερα παιδιά, για δε τους νεαρούς και μεγαλύτερους, τα «βαριλότα» και τα περίφημα «κλειδιά» ως και άλλοι αυτοσχέδιοι μηχανισμοί, εκρηκτικά μείγματα από αμμωνίες, μπαρούτι, ξυσμένα σπίρτα και άλλες συνθέσεις, που γινόταν και πρόξενοι τραυματισμών και ακρωτηριασμών σε δάχτυλα…
Τα κλειδιά, εφεύρεση κι αυτά των νεαρών της εποχής τότε, ήταν μεγάλα χοντρά κλειδιά σε αυλόπορτες ή σε κατώγια, με βαθιά τρύπα (θηλυκά που λέμε) την οποία την γέμιζαν μέχρι τα μισά με εκρηκτικό μείγμα δικής τους επινόησης. Στην τρύπα έχωναν εφαρμοστά ένα ίδιας διαμέτρου στρογγυλό σίδερο, μάκρος 10-15 εκατ. ή ένα μεγάλο χοντρό καρφί από το κεφάλι μεριά για να πιέζει το μείγμα. Κρατώντας το κλειδί με το χέρι το χτυπούσαν με δύναμη πάνω σε πέτρα στον τοίχο και η έκρηξη ήταν εκκωφαντική ανάλογα με το μέγεθος τού κλειδιού, που πολλές φορές οι πιο ζωηροί και θαρραλέοι… το αντικαθιστούσαν με χοντρό σωλήνα, τούμπο. Τον λόγο πια είχε η τύχη… αν δεν θα άντεχε το κλειδί και έσκαγε!…
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, για μερικά χρόνια, μεγάλη πέραση και διάδοση είχαν οι πλάκες από μπαρούτι. Αυτές ήταν κόκκινες, πράσινες, καφέ, κίτρινες πλάκες σαν ελάσματα πλαστικά, μάκρος 15-20 εκατοστών, πλάτος 3-5 εκ. και πάχος 2-3 χιλιοστά, οι οποίες χρησιμοποιούνταν μάλλον για γέμιση σε όλμους ή κανόνια, από τους Γερμανούς και φεύγοντας αυτοί, άφησαν εδώ μεταξύ των άλλων και ποσότητες τέτοιων πολεμικών ειδών. Αυτές οι πλάκες που κρυφά-φανερά… πουλιούνταν, όταν έτριβες μία με την άκρη της επάνω σε πέτρα έντονα να πυρώσει, άναβε και λαμπάδιαζε σαν βεγγαλικό, καίγοταν γρήγορα αλλά όχι απότομα, όταν όμως την έξυνες σε ρινίσματα, ή ψιλοκομμένα κομματάκια γινόταν γέμιση για βαρελότα και άλλα αυτοσχέδια εκρηκτικά τεχνάσματα.
Μ. Σάββατο βράδυ πια και η εκκλησία κατάμεστη από πιστούς με τα καλά τους, με χαρωπά πρόσωπα, με τις λαμπάδες και τους «σαμάδες» στα χέρια, ολοφώτιστα τα κηροπήγια και τα κανδήλια και οι πολυέλαιοι, συνωστισμός… και στα ψαλτήρια όπως και τις άλλες βραδιές, από χορωδούς της «προσκολλήσεως εν τω ψάλλειν» και δη… πρίμα-σιγόντο με την όποια μελωδικότητά τους. «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον…»!
Σε ανυπομονησία όλοι ώσπου ν’ ανοίξει πια η Ωραία Πύλη για το «Δεύτε λάβετε φως εκ τού ανεσπέρου φωτός…». Ειδικά στο χωριό Φίλια την πανέμορφη, θαυμαστή και μεγαλοπρεπή εικόνα της Ανάστασης, μοναδική ίσως και στην Ελλάδα, την κρατούσε στο πλάϊ της Ωραίας Πύλης ένας επίτροπος της εκκλησίας για την πατροπαράδοτη δημοπρασία!… «Η Ανάσταση…είκοσι δραχμές»…η φωνή τού επιτρόπου. «Πενήνταα!..» άλλη φωνή απ’ το εκκλησίασμα. «Πενήντα» επαναλαμβάνει ο επίτροπος. «Ογδόνταα!..» άλλη φωνή, «Εκατό!..», «Εκατόν πενήντα», ώσπου κατακυρώνεται στον πλειοδότη. Ευλογία γι’ αυτόν, πόθος και λαχτάρα να σηκώσει την Ανάσταση. Από ’κείνη την στιγμή είναι στα χέρια του, στην έξοδο στον αυλόγυρο για το Χριστός Ανέστη, και την άλλη μέρα την Κυριακή στην Δευτέρα Ανάσταση περιφορά μέσα στο χωριό, τάμα ζωής, τα δε χρήματα της δημοπρασίας, ενίσχυση στο ναό! Μετά την απόλυση της Σαββατιανής Αναστάσιμης Λειτουργίας, όσοι… άντεξαν κι έμειναν μέχρι τέλους, αλλά και όσοι μην αντέχοντας γουργούριζε η κοιλιά τους… κατά την επιστροφή και είσοδο στο σπίτι, σχημάτιζαν πάνω απ’ την πόρτα στο υπέρθυρο με την αναμμένη λαμπάδα μουτζουρώνοντας, τρεις σταυρούς, για αναστάσιμη ευλογία, και θωράκιση του σπιτιού έναντι παντός κακού!
Πάσχα Κυρίου Πάσχα! Όλα λάμπουν στο χωριό, όλα πανηγυρίζουν! Προέχει όμως στην Εκκλησία ο Εσπερινός της Αγάπης (Δευτέρα Ανάσταση) και στην συνέχεια η περιφορά της Ανάστασης μέσα στο χωριό σε κλίμα εαρινής αναστάσιμης χαράς και ανάτασης. «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί…»!
Το κατεξοχήν πασχαλιάτικο φαγητό σε όλα τα χωριά σχεδόν της Λέσβου ήταν τα φουρνιστά, το γεμιστό αρνί, συνοδευόμενα και με άλλα εδέσματα, ψητά διάφορα, παϊδάκια, κεφτέδες, τυριά, και άλλα. Η σούβλα και ο οβελίας άγνωστα στο νησί, ήταν και είναι καθαρά «παλιολλαδίτικα» έθιμα, Ρούμελη, Μωριάς κ.λ.π. (Παλιά Ελλάδα… και τούτο διότι από το 1912 όσες περιοχές απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό, όπως και η Λέσβος, ονομάστηκαν «Νέες Χώρες». Εδώ στο νησί ήρθαν ξενόφερτα στην δεκαετία του 1960 και μετά. Όχι ό,τι και καλύτερο να σού θυμίζουν… Αθανάσιο Διάκο!
Στην Μυτιλήνη μέχρι και το 1960 περίπου, οι νέοι άνδρες είχαν το έθιμο (σε μορφή τυχερού παιχνιδιού ας το πούμε) το τσούγκρισμα των αυγών. Αυτός που σπούσε το αυγό του άλλου, το κέρδιζε, κι έτσι εξασφάλιζαν και τα αυγά του σπιτιού τους… Υπήρχαν βέβαια και τα κόλπα ξεγελάσματος και πονηριάς, με ξύλινα βαμμένα αυγά, ή με τον τρόπο και τέχνασμα που κρατούσαν και τσούγκριζαν το αυγό. Συνήθως μαζεύονταν οι νεαροί στην περιοχή της Αγοράς κάπου στο Μπας Φανάρ, στην Επάνω Σκάλα, στον Συνοικισμό και αλλού. Αυτό γινόταν τις πρωΐνές ώρες την Κυριακή της Λαμπρής.
Την ίδια ημέρα παντού πια και οι «Λαμπριγιάτκις Κούνις» (κούνιες) στις δόξες τους, που γίνονταν όλη την Λαμπροβδομάδα έως και την Πρωτομαγιά, αλλά και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις όσο κρατούσε το Χριστός Ανέστη. Κούνιες με χοντρό σανίδι ή μαδέρι για τέσσερα-πέντε άτομα ή και μικρότερες με χοντρό σκοινί κρεμασμένες στις μεγάλες κεραμοσκεπείς αυλόπορτες των σπιτιών ή και σε δέντρα. Κάθε γειτονιά την κούνια της και κάθε ομάδα παραπιάνεται ποιανής θα είναι καλύτερη και επιτυχημένη.
Κοπέλες και αγόρια, μικρά και μεγάλα σε κάθε κούνια, κεράσματα, κουλουράκια λαμπριάτικα, τσουγκρίσματα αυγών, τραγούδια, και το αναπόφευκτο φλερτάρισμα στις νεαρές από τους νεαρούς και ευκαιρία να δουν και λίγο παραπάνω… πόδι, καθώς ο αέρας της κούνιας σήκωνε το φουστάνι! Η κούνια παρείχε την κάποια ασυλία… στο να εκδηλωθούν πιο ελεύθερα τα ερωτικά σκιρτήματα της νεολαίας, σ’ εκείνες τις εποχές με τα αυστηρά παρατραβηγμένα… ήθη της μικρής και κλειστής κοινωνίας των χωριών. Ήταν όμως κατά τα λεγόμενα των χωριών, και αιτία για αρραβώνιασμα! Όταν ένας νέος και μια νέα κάθονταν μαζί στην κούνια να κουνηθούν, αυτό αποτελούσε και επισημοποίηση της σχέσης τους, ήταν δόσιμο λόγου! Έλεγαν για παράδειγμα: «Ι Βαγγέλ’ς μι του Ρηνέλ’ λουγουδώσαν». «Πότι καλέ»; «Κάτσαν σντ κούνια»! Όσο για σήμερα;… «Από ’δω ο σύντροφός μου – η σύντροφός μου». «Θα κάνετε γάμο»; «Ε μάλλον, να γεννήσει πρώτα…»!
Στην Μυτιλήνη στα πανηγύρια της Λαμπροβδομάδας και την Πρωτομαγιά, έκαναν κούνιες σε διάφορες περιοχές, όπως στην Κράτηγο, στη Νεάπολη, στου Ρουσέλλη τα Τσάμια (τον σημερινό Λόφο Πανεπιστημίου), στα Τσαμάκια, στην Καλλιθέα την Λαμπροπέμπτη
«Τς Αγιά Φουτιάς» (Αγίας Φωτεινής) (δεν είχε τότε σπίτια και πολυκατοικίες, αλλά όλο ελιές) και την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής, όπου έκαιγαν και τον «Ουβριγιό» στην Λαγκάδα κάνοντας κούνιες στο Κρυ Κρυονέρι (βγαίνοντας απ’ την πόλη προς τα Νταμάρια), αλλά βέβαια και στα γύρω προάστια. Το «κάψιμο του Ουβριγιού»
((( Εβραίου) ομοίωμα ανθρώπου, είναι η τιμωρία των σταυρωτών του Χριστού. Σε κάποια χωριά όπως στην Μόρια, το βράδυ του Μ. Σαββάτου ως «Ουβριγιό» πυροβολούν με κυνηγετικά όπλα ολόκληρο πεύκο μέχρι που διαλύεται.
Και να μερικά από τα δίστιχα της κούνιας που αρχίζουν ψάλλοντας το «Χριστός ανέστη» και κλείνουν πάλι μ’ αυτό: Αυτά έχουν δικό τους μοτίβο, σκοπό. Είναι ερωτικά, παινέματα και γενικά της χαράς και της νιότης.
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας,
και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.
Πάλι στην κούνια έκατσα καλέ (δις), πάλι θα τραγουδήσου, (δις)
ν ανοίξου τις καρδούλις σας καλέ, τσι να τις ζουγραφήσου. “
Χριστός ανέστη μάτια μου καλέ, χαρήκαν οι γ’ αγγέλοι,
κι μεις για να ανταμώσουμι καλέ, γ’ οι παραπουνιμένοι.
Θαν ανιβώ στουν ουρανό καλέ, να κάτσου διπλουπόδι,
να σι κουνήσου μάτια μου καλέ, γιατ’ είσι προυτουκόρη.
Σι φχαριστώ αγάπη μου καλέ, αν τα’ πις για τα μένα,
να σκίσου την καρδούλα μου καλέ, να σι πουτήσου αίμα.
Έλα Χριστέ στα χείλη μου καλέ, κι η Παναγιά κουντά μου,
να τραγουδώ τις φίλις μου καλέ, κι όλη τη συντρουφιά μου.
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας,
και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.
Του γυα-λί, του ρου-δου-στάλ’, // βγούτι σεις – να μπουν -τσι οι γ’ άλλ’.
Μια του κλεφτ – δυο του κλεφτ // τρεις τσι τουν τσακώ-σαμι //
τσι σ φυ-λακή – τουν χώσαμι.
Μ’ αυτές τις τελευταίες φράσεις, (του γυαλί του ρουδουστάλ’ κ.λ.π.) που λέγονται σταδιακά όλο και σε πιο αργό ρυθμό, ανακόπτεται η ταχύτητα της κούνιας, μέχρι την ακινητοποίησή της από αυτούς που βρίσκονται κάτω στη μια μεριά και στην άλλη και έχουν απ’ την αρχή την ευθύνη της κίνησης της κούνιας, πίσω-μπρος, και του σταματήματός της. Κατεβαίνουν αυτοί που κουνήθηκαν, μπαίνουν οι άλλοι, και συνεχίζεται το κούνημα.