Ως γνωστόν, το νερό αποτελεί βασικό στοιχείο τής ζωής στον πλανήτη με τις γνωστές βιολογικές ιδιότητές του για διατήρηση τής ζωής και τις διάφορες περιπτώσεις και ανάγκες χρήσης του. Μέσα σ’ αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις είναι και η χρήση του σε λατρευτικές εκδηλώσεις και τελετές για εξαγνισμό και αγιασμό σώματος και ψυχής, όπως και για καλή ευόδωση υγείας, αλλά και ευλογία καλής πορείας και έκβασης, με την τέλεση «αγιασμού» έναρξης σχολικού έτους, χρονικής έναρξης άλλων εργασιών διαφόρων μορφών και περιόδων, κρατικών και λοιπών φορέων, εγκαίνια επιτηδευμάτων και κτιρίων, κοινωνικών ιδρυμάτων κ.λ.π.
Τώρα μάλιστα με τις Γιορτές, το νερό είναι ο βασικός συντελεστής με τον «Αγιασμό τών υδάτων» στην Εορτή τών Φώτων σε ανάμνηση τού Βαπτίσματος τού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό! Την δε παραμονή τής Γιορτής όπου και «Ο μικρός Αγιασμός», είναι γνωστό ότι ο παπάς κάθε ενορίας θα περιδιαβεί τα σπίτια για τον αγιασμό τους για την αποτροπή παντός κακού, αλλά με τον «Αγιασμό» αυτόν ραντίζουν και τα κτήματα για καρποφορία μέσα στον νέο χρόνο, «προς πάσαν επιτήδειον ωφέλειαν», όπως αναφέρεται και σε σχετική ευχή.
Ύστερα απ’ αυτά λοιπόν, το νερό δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει και από τις «μαντικές» και «εξαγνιστικές» μας ανάγκες σε δύο έθιμά μας κι εδώ στην Λέσβο, όπως κι αλλού.
**Το πρώτο έθιμο, το βράδυ 23 Ιουνίου, παραμονή τού «Κλήδονα» μετά τις «Φωτιές» ή «κάψαλα», και το δεύτερο ανήμερα το πρωΐ τής Πρωτοχρονιάς, πριν να πάνε στην Εκκλησία κατά την τέλεση του «Ποδαρικού». Βασικό επίσης (μιλάμε για την Λέσβο μόνο) δοχείο μεταφοράς τού νερού από την βρύση στο σπίτι, είναι αποκλειστικά και μόνο «πήλινο», όχι μεταλλικό, ή γυάλινο, ή πλαστικό σήμερα, διότι παλιά δεν υπήρχε τέτοιο. Και τούτο διότι το πήλινο αποτελείται από τα τρία βασικά στοιχεία τής φύσης, ήτοι το νερό, το χώμα και την φωτιά! Κι αυτό το πήλινο είναι το «κουμάρι» και μάλιστα λεσβιακής αγγειοπλαστικής!
Στον Κλήδονα το αμίλητο νερό από το κουμάρι το βάζουν έπειτα σε άλλο πήλινο με ανοιχτό στόμιο, φαρδύ, την «γραγούδα», όπου εκεί ρίχνουν μέσα στο «κληδόνερο» πλέον, τα αντικείμενα «τα ριζικάρια» που θα τα βγάζουν μετά ένα-ένα και θα λένε τα γνωστά «μαντέματα». Η μεταφορά τού νερού τού Κλήδονα από μια βρύση μόνο, γίνεται από μικρό παιδί συνοδευόμενο από μιά-δυο κοπέλες, και πρέπει να έχει και τούς δυο γονείς του εν ζωή και βέβαια κατά την διαδρομή δεν μιλούνε. Το γιατί δεν πρέπει να μιλούνε, είναι για να μην ξυπνήσουν και δραστηριοποιηθούν πονηρά πνεύματα, είτε και ο τυχόν… συνομιλητής καθ’ οδόν δεν είναι καθαρός, και ως εκ τούτου θα μολυνθεί και το νερό, οπότε δεν θα έχει μαντικές ιδιότητες. Και τέλος, πρέπει αυτό να είναι «τρεχούμενο» άρα μόνο από βρύση, διότι το τρεχούμενο είναι και καθαρό, παρά το στεκούμενο, όπως από πηγάδι. Λέει και η παροιμία «να ’σαι καθαρός, σαν το τρεχούμενο νερό» ή και «από τρεχούμενο νερό, πίνε και μη φοβάσαι» και με μεταφορική έννοια ακόμα! Τέλος, στην περίπτωση τού Κλήδονα, τελειώνοντας αυτός, την άλλη μέρα 25 Ιουνίου, με το «κληδόνερο» ράντιζαν τα σπίτια για αποτροπή παντός κακού, αλλά και βλαβερών εντόμων και δη κοριών!
***Στην περίπτωσή μας τώρα τής Πρωτοχρονιάς, «του αμίλ’του του νιρό» αποτελεί την έναρξη τού εθίμου του «Απουδαρκού» (Ποδαρικού) προς εξαγνισμό και αποτροπή παντός κακού, για ευλογία, για ευημερία, υγεία και διαρκή ροή όλων τών από Θεού αγαθών και καλών μέσα στο σπίτι, όλο τον χρόνο, όπως ρέει κι αυτό, όπως τρέχει. «Σαν που τρέχ’ του νιρό, έτσ να τρέχιν τσι ούλα τα καλά τσι τ’αγαθά μες στου σπιτ», λέει η νοικοκυρά καθώς ραντίζει με το κουμάρι απ’ έξω το σπίτι και στην αυλή στην τέλεση τού ποδαρικού. Η διαδικασία λήψης και μεταφοράς τού «αμίλητου νερού» από την βρύση για το «ποδαρικό» είναι η ίδια με τού «Κλήδονα» με τα εξής επιπρόσθετα στοιχεία:
Η λήψη αυτή γίνεται όχι πλέον από παιδί, αλλά από την νοικοκυρά τού σπιτιού ή την μεγαλύτερη κόρη.
Έτσι, πρωΐ-πρωΐ τής Πρωτοχρονιάς, πριν την εκκλησία, όλα τα μέλη τής οικογένειας, θέλανε να σηκωθούν, να πλυθούν, να φορέσουν τα καλά τους ρούχα, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους, ούτε «καλημέρα» μέχρι να γίνει το ποδαρικό. Η μητέρα ή κόρη, ξεκινούσε με το κουμάρι να πάρει «αμίλητο νερό» και χωρίς να μιλήσει σε κανέναν στο δρόμο, για να μην μολυνθεί αυτό από τυχόν πονηρό πνεύμα από τον όποιον συνομιλητή τής συνάντησης, ή από άλλα που θα «ξυπνούσαν» από τις ομιλίες, όπως είπαμε. Το νερό παιρνόταν από τρεις βρύσες τού χωριού, όχι μία όπως του Κλήδονα («τρεις τσι γι’ Αγιά Τριγιάδα» τρεις και η Αγία Τριάδα), έχουν σημασία λοιπόν οι τρεις βρύσες (υπήρχαν παλιά και υπάρχουν και σήμερα σε κάποια χωριά σε διάφορα σημεία τους). Πάνω στο μάρμαρο ή την πέτρα τής βρύσης, άφηναν ένα-δυο φοινίκια ή κουραμπιέδες για τον Άγιο Βασίλη, ή τα ξωτικά, (ήταν και οι καλικάντζαροι ή τσιλικρουτά ή γκατζόλια… που έπρεπε να τούς καλοπιάνουν) και έτσι η νοικοκυρά ή κόρη επέστρεφε επιτυχώς και άνευ… μολύνσεως, στο σπίτι με γεμάτο το κουμάρι για το ποδαρικό. Τότε όλοι και όλα ήταν έτοιμα για την ιεροτελεστία που ξεκινούσε απ’ την αυλή.
Ο πατέρας έπαιρνε το κλαδί τής ελιάς και κουνώντας το σαν να ραντίζει έλεγε: «Καλημέρα τσι καλή χρουνιά. Γιρουσύν’, καλουσύν’, ούλου μάλαμα τσ ασήμ». Στη συνέχεια η μητέρα, ράντιζε με το νερό το σπίτι απ’ έξω και στην αυλή, λέγοντας: «Σα που τρεχ’ του νιρό, να τρέχιν τσι τα καλά στου σπίτ». Μετά ο πατέρας έπαιρνε το ρόδι που ήταν κρεμασμένο σε κάποιο σημείο τής αυλής και χτυπώντας το τρεις φορές πάνω σε πέτρα ή με την μια φορά πετώντας το κάτω να σπάσει, λέγοντας: «Σαν που είνι του ροδ γιμάτου, να είνι τσι του σπιτ γιμάτου απ’ ούλα τα καλά τσι τ’ αγαθά».
Μετά έμπαιναν μέσα στο σπίτι πατώντας με το δεξί πόδι, πρώτος ο πατέρας λέγοντας: «Καλημέρα τσι τ’ Αγιού Βασλιού. Καλή χρουνιά». Εκεί εκτελούσαν τα υπόλοιπα τελετουργικά… και τελειώνοντας το ποδαρικό έφευγαν για την Εκκλησία! Το νερό στο κουμάρι δεν το ράντιζαν όλο κατά το ποδαρικό, αλλά κρατούσαν για ραντισμό τού σπιτιού ένα γύρω μέσα κι όξω για αποτροπή κάθε κακού και ιδίως για τούς «καλικάντζαρους» κι αυτό και μέχρι τα Φώτα.
Στην Μυτιλήνη μέχρι το 1955 με ’60, υπήρχαν βρύσες στις συνοικίες, προσφυγικούς συνοικισμούς και φτωχογειτονιές, δεν είχε απλωθεί το δίκτυο παντού και κανονικά, οπότε αν και πόλη, κάποια σπίτια έκαναν το έθιμο τού ποδαρικού με το αμίλητο νερό κάπως όπως στα χωριά. Αλλά μετά πια καθιερώθηκε να το παίρνουν από την εκκλησία τής Παναγίας τής Φανερωμένης στην Κεντρική Αγορά προς Επάνω Σκάλα, αντίστοιχη τής Φανερωμένης τού Αϊβαλιού, με πηγάδι εσωτερικά «αγιάσμα» όπως τού Αϊβαλιού, κι αυτό από το 1922 και μετά από τους πρόσφυγες που ήρθαν εδώ. Απ’ όλες τις συνοικίες τής πόλης τα μεσάνυχτα τής παραμονής Πρωτοχρονιάς, ο κόσμος ερχόταν για το νερό και επικρατούσε μεγάλος συνωστισμός στην Αγορά, όπου και οργανοπαίχτες συμμετείχαν με το ανάλογο φιλοδώρημα απ’ τους περαστικούς, αλλά και μικροπωλητές με μαντζούνια και χαλβάδες, έδιναν ένα ξεχωριστό γιορταστικό τόνο μέχρι τις πρωϊνές ώρες!
Το νερό το έπαιρναν απλά ως «αγιάσμα» προς ραντισμό τών σπιτιών, μαγαζιών και άλλων εργασιακών χώρων (κάθε άλλο παρά αμίλητο ήταν και είναι). Και σήμερα λίγο πριν τα μεσάνυχτα αρχίζει να συρρέει ο κόσμος στην Φανερωμένη, αλλά εκσυγχρονισμένα πια όλα και τυπικά και μάλιστα η άντληση τού νερού από το πηγάδι που είναι μέσα στον ναό, γίνεται με μοτέρ για να μην υπάρχει συνωστισμός και ουρά μέσα κι όξω! Πριν δυο-τρεις τετραετίες, φροντίζαμε σαν Δήμος και Κοινότητα Μυτιλήνης σε συνεργασία και με τον Σύλλογο «Επάνω Σκάλα» και δίναμε δώρο πήλινα μικρά «κανατάκια» με τον Νέο Χρόνο γραμμένο επάνω, στους προσκυνητές και επισκέπτες, για να βάλουν το «αγιάσμα». Ήταν καλοδεχούμενο αυτό από τον κόσμο, αλλά κάποτε και κατά το «Κάθι πέρσ τσι καλύτιρα» ως λέγομεν εδώ!