Πάνε 21 χρόνια, Κυριακή 10 Νοεμβρίου του 1996 ήταν όταν με την παρουσία του ξέπλυνε την ντροπή που ‘χε ξεχυθεί πάνω στα καταστρώματα του «μπάρμπα-Γιώργου», του θωρηκτού «Αβέρωφ». Μια ντροπή ξανθιά, που κειτόταν κάτω από τα κανόνια του θωρηκτού συμβόλου για την Ελλάδα τον 20ό αιώνα και τραγουδούσε «πιο χαμηλά, πιο χαμηλά». Ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου 1996, γνωστή «τηλεπερσόνα» εκείνης της εποχής με τις «γλάστρες» της είχε παρουσιάσει σε απευθείας σύνδεση με το θωρηκτό στο Φάληρο, ένα… «εορταστικό» πρόγραμμα.
Την επόμενη μέρα παραιτήθηκε ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Κι ο μπάρμπα – Αντώνης Κωνσταντακέλλης, 97 χρονών τότε, τελευταίος εν ζωή ναύτης του θωρηκτού στις ένδοξές του μέρες, «που αγκυροβολούσε μια κανονιά από το σαράι του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη», κλήθηκε από το Πλωμάρι της Λέσβου όπου ζούσε, καλεσμένος της Ομοσπονδίας των Αιγαιοπελαγιτών της Αθήνας, να το ξεμαγαρίσει με την παρουσία του.
Δυστυχώς η ιστορία επαναλήφθηκε.
Το θωρηκτό που απελευθέρωσε το μισό Αιγαίο κι ανάμεσα στα άλλα νησιά και τη Μυτιλήνη, που κάτω από τα κανόνια του και πάνω στα καταστρώματά του στοιβάχτηκαν κορμιά νεκρών, το πλοίο θρύλος, τον Ιούλιο του 2010 παραχωρήθηκε σε ναυτιλιακή εταιρεία να γιορτάσει μαζί με μια εφοπλιστική γιορτή, και το γάμο του εφοπλιστή με πρώην Σταρ Ελλάς (πατριώτισσά μας τρομάρα της), η οποία τότε έκανε και καριέρα – τι άλλο; – παρουσιάστριας πρωινάδικου.
Το τι είχε γίνει τότε στο στολισμένο ως μπομπονιέρα θωρηκτό δεν λέγεται… Φωτορυθμικά, καρσιλαμάδες, νησιώτικα και τσιφτετέλια! Και φυσικά «ο καμπανίτης έρρεε άφθονος». Στον «Αβέρωφ» συνηθιζόταν, βλέπετε, ο καμπανίτης.
Γιατί σας τα λέω τώρα όλα αυτά… Γιατί ο μπάρμπα-Αντώνης Κωνσταντακέλλης δεν ζει πια… Το 2001, μετά από 102 χρόνια ζωής, πήγε να συναντήσει τους φίλους του, τους άλλους αρμενιστές από τον «Αβέρωφ». Να πούνε για το βομβαρδισμό της Ραιδεστού με το «Λέων», τα Μουδανιά, τις ανιχνεύσεις στο Βόσπορο, την Πάνορμο, μα πιο πολύ για το αγκυροβόλημα έξω από τη βασιλεύουσα πόλη. Την Κωνσταντινούπολη.
Θυμάμαι πως το 1996 αρχικά το είχαν κρατήσει κρυφό το ρεζιλίκι με τις ξανθιές από τον μπάρμπα-Αντώνη οι δικοί του. Σιγά-σιγά του το είπαν «… να, κάποιοι δεν φέρθηκαν σωστά στο θωρηκτό…». Είχε ανάψει… Κόρωσε… «Σε ποιον, ρε, δεν φέρθηκαν σωστά; Στον άνθρωπό μας τον Αβέρωφ; Μωρέ άνθρωπος είναι ο Αβέρωφ. Έλληνας άνθρωπος, μεγάλος και δυνατός. Ποιος τόλμησε να ξεχάσει τι έκανε ετούτο το καράβι;».
Σιγά-σιγά του το είχαν πει το κάμωμα… «Αχ, να το ξανάβλεπα το καράβι μου. Να περπατήσω απάνω στο κατάστρωμα, κι ας έσβηνα εκείνη την ώρα. Να έφευγα απάνω στα σανίδια του… Αχ και να το έβλεπα…».
Στα 97 του χρόνια ο μπάρμπα-Αντώνης τον είδε τον «μπάρμπα-Γιώργο», όπως είχε πει πως αποκαλούσαν το θωρηκτό οι ναύτες του…
Με τα χίλια ζόρια κατέβηκε στην Αθήνα. Τον είχα συνοδεύσει για τις ανάγκες του ρεπορτάζ. Σαν το είδε το καράβι μπροστά του στο Τροκαντερό, στάθηκε προσοχή. Το χαιρέτησε σαν που χαιρετά ο ναύτης το ναύαρχό του κι ανέβηκε τη σκάλα του σαν 20χρονος αρμενιστής του όξω από την Κωνσταντινούπολη. Χάιδεψε το ναύτη που τον προϋπάντησε, γύρισε από το ένα κομμάτι του καραβιού στο άλλο, ακουμπούσε με τα ακροδάχτυλά του τα σανίδια του «τα ποτισμένα με αίμα», ανιστορούσε τον καπετάνιο του τον Κουντουριώτη κι ύστερα τον άλλο του τον καπετάνιο το Λάσκο, μα σα στάθηκε κάτω από τα κανόνια του δάκρυσε… Κάθε πρωί 750 ναύτες μαζευόμασταν εδώ γύρω από τα κανόνια… «Μια κανονιά θέλαμε να ρίξουμε και θα λειτουργούσαμε στην Αγιά Σοφιά. Οι διαβόλοι οι σύμμαχοι δε μας αφήσαν. Ο θεός να τους κάνει συμμάχους…».
Κι ύστερα ένα κερί στον Άγιο Νικόλα, το μεγάλο καπετάνιο, εκεί κάτω από τα μεγάλα κανόνια. Κι ο μπάρμπα-Αντώνης έφυγε… Λίγο μετά, τρία μόλις χρόνια, ετούτος ο άνθρωπος-ιστορία έφυγε για πάντα…
Μέρες τώρα βλέπω τον «Αβέρωφ» στη Σαλονίκη.
Το πλοίο-θρύλος, το πλοίο-σύμβολο, το πλοίο-θυσιαστήριο της σύγχρονης Ελλάδας, το πλοίο-απόδειξη του ότι το Ρωμαίικο αρνείται να πεθάνει. Σιγά-σιγά και μεγαλόπρεπα καταπώς του πρέπει ανηφόρισε στο Θερμαϊκό. Και για ένα μήνα θα μείνει εκεί «δείγμα δωρεάν» του πώς θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα αν…
Αν όσοι κουνάνε το δάκτυλο καταλάβαιναν τη διαφορά της πατρίδας από το πρωινάδικο.
Δεν ξέρω αν ο «μπάρμπα-Γιώργος» μπορεί να ταξιδέψει στα νησιά που απελευθέρωσε εκείνο το φθινόπωρο του 1912, πριν 105 χρόνια. Στη Λέσβο για παράδειγμα.
Είμαι όμως σίγουρος πως ο μπάρμπα-Αντώνης Κωνσταντακέλλης, ο ναύτης του από το Πλωμάρι της Λέσβου κάπου εκεί στο λιμάνι της Σαλονίκης θα τριγυρνά. Και πότε-πότε θα στέκει προσοχή χαιρετώντας το καράβι του, σαν που χαιρετά ο ναύτης το ναύαρχό του. Χαρούμενος που επιτέλους δεν υβρίζεται το καράβι του.