Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου
Όλοι γνωρίζουμε πως τα Χριστούγεννα είναι το μυστήριο της «θείας συγκατάβασης». Της συγκατάβασης του Θεού στον άνθρωπο. Τα Χριστούγεννα είναι η «μητρόπολη των εορτών». Είναι γεγονός πως ο άνθρωπος χωρίστηκε απ’ το Θεό. Άλλωστε, αυτό είναι η αμαρτία: Ο χωρισμός απ’ το Θεό. Έτσι, ήρθε στον άνθρωπο ο σκοτασμός, η σύγχυση και η άγνοια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πλησιάσει το Θεό.
Όμως, αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος, το έκανε ο Θεός και αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Γίνεται ορατός στη ζωή μας και έρχεται ανάμεσά μας. Όπως λέει ο μέγας Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο θεό». Ναι, χάσαμε τον παράδεισο, αλλά ο Θεός μάς δίνει έναν δεύτερο παράδεισο, καλύτερο αυτή τη φορά. Ποιος είναι αυτός ο παράδεισος; Ο ίδιος του ο εαυτός.
Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, είναι το κέντρο των εορτών. Ο Χριστός είναι ο «θησαυρός» και το κέντρο της ζωής μας. Όπως λέει και ο Άγιος Πορφύριος: «Ο Χριστός είναι το παν». Δηλαδή, αυτό που κάνουμε στην Εκκλησία και στην πνευματική ζωή, είναι ένα διαρκές «κυνηγητό» του Θεού. Μια διαρκής αναζήτηση του Θεού. Μια προσπάθεια καθημερινή να ελκύσουμε το Θεό στη ζωή μας. Ο Χριστός προσφέρεται σ’ όλο τον κόσμο, στον καθένα μας αδιακρίτως. Αυτά που Τον εμποδίζουν, είναι τα «τείχη» και οι οχυρώσεις που έχουμε. Ο αγώνας, όμως, είναι να «γκρεμίσουμε» τα «τείχη» και να δεχθούμε τη χάρη του Θεού.
Τα στοιχεία που μπορούμε να πάρουμε απ’ τη γέννηση του Χριστού είναι δύο. Το πρώτο είναι αυτή η συγκλονιστική έννοια της «συγκατάβασης». Έρχεται ο Θεός στη δική μας κατάσταση και, μάλιστα, αυτό που είναι το δεύτερο στοιχείο, έρχεται με τον πιο ταπεινό τρόπο: Γεννάται στο σπήλαιο και στην αφάνεια. Γιατί επιλέγει αυτό τον τρόπο; Γιατί τα σπουδαία και σημαντικά δεν διαφημίζονται. Τα μειονεκτικά διαφημίζονται. Το αληθινό απαιτεί σιωπή, ησυχία και αφάνεια. Άρα, και εμείς χρειάζεται να ειρηνεύσουμε μέσα στη σιωπή, στην ησυχία και στην αφάνεια.
Όταν λέμε, όμως, «αφάνεια», δεν εννοούμε αφάνεια «ψυχολογική», αλλά αφάνεια «πνευματική». Τι σημαίνει αυτό; Ότι μας συντρίβει ο πόθος για το Θεό τόσο πολύ, που είμαστε ανύπαρκτοι για τον κόσμο. Μας αγνοεί ο κόσμος γιατί αγνοεί αυτό τον πόθο και αυτή την αναζήτηση που έχουμε για το Θεό. Αυτός ο πόθος μάς στρέφει στην καρδιά μας. Βλέπουμε, ταυτόχρονα, κάτι: Θέλει η καρδιά μας να πλησιάσει το Θεό, αλλά δεν μπορεί. Μας ξεπερνάει ο Θεός. Θέλει η καρδιά μας, αλλά είναι «κλειστή». Λέμε: «Πού να έρθει ο Θεός να κατοικήσει μέσα μας;». Η Εκκλησία, όμως, μας δίνει θάρρος και κουράγιο. Ακούμε να μας λέει: «Εμείς οι εξαφανισμένοι και οι ασήμαντοι παίρνουμε θάρρος, γιατί μέσα στη σπηλιά και στην αφάνεια γεννήθηκε ο Χριστός».
Σταδιακά διαπιστώνουμε και βλέπουμε πως ο Θεός είναι μια ολοκληρωτική συγκατάβαση. Όσο παύουμε να πιστεύουμε στον εαυτό μας, αλλά εξακολουθούμε, παρά τα δεδομένα του κόσμου, να ελπίζουμε στο Θεό, τόσο αποκαλύπτεται ο Θεός στην καρδιά μας ως «συγκατάβαση», «γλυκασμός» και «ανάπαυση». Αυτό φέρνει και σε μας ένα μήνυμα, αλλά και μια πρόσκληση. Σκεφτόμαστε και λέμε: «Συγκατάβαση έκανε ο Θεός σε μας, στην πτώση μας, στην αμαρτία μας και στον σκοτασμό μας. Ήρθε και μας ανέστησε για να μας πει: «Είδατε ποιος είναι ο Θεός; Ποιο είναι το ήθος του Θεού; Είδατε τι κάνει ο Θεός; Κάντε το και εσείς σε όλους τους άλλους»». Δηλαδή, μας καλεί και εμάς να κάνουμε συγκατάβαση και να επιδείξουμε επιείκεια, αποδοχή και συγχώρεση στον αδελφό μας.
Όλα αυτά ακούγονται όμορφα και ευχάριστα. Όμως, δεν είναι μόνο λόγια. Είναι πρωτίστως πράξη. «Συγκατάβαση» σημαίνει με απλά λόγια: Όπως ποθώ το Θεό και ο Θεός είναι ένα «άνοιγμα» για μένα, έτσι και εγώ ποθώ τον κάθε άνθρωπο και γίνομαι θυσία για τον καθένα. Ξεχνάω κάθε κόστος και κάθε κόπο. Το πιο σπουδαίο, με λίγα λόγια, είναι να μένουμε «ανοιχτοί» και να βλέπουμε πέρα απ’ τη δική μας ανάγκη. Την ανάγκη του άλλου πριν το πει. Να τον αναπαύουμε και να ξοδεύουμε κόπο και χρόνο. Δεν υπάρχει άλλοθι στο να διακονήσουμε τον άλλον άνθρωπο. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως για ένα λόγο αξίζει να ζούμε: Για να διακονούμε τον άλλον άνθρωπο. Για ποιο λόγο; Διότι πρώτος μας διακόνησε ο Θεός.
Μόνο ένας άνθρωπος που αισθάνθηκε τη διακονία και τη συγκατάβαση του Θεού, μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Αν δεν το κάνει, δεν σημαίνει πως είναι «κακός», απλά δεν «γεύτηκε» τη συγκατάβαση του Θεού. Αν, όμως, «γεύτηκε» το Θεό και παραμένει«κλειστός», τότε, αυτός ο άνθρωπος είναι ήδη «νεκρός». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη «αναπηρία» απ’ το να δίνει ο Θεός και να παραμένουμε «κλεισμένοι» στον εαυτό μας.
Μήπως και εμείς, τελικά, στην Εκκλησία έτσι είμαστε; Μήπως συμμετέχουμε στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, μάθαμε για την εξομολόγηση, για τη θεία κοινωνία, βρήκαμε έναν ιερέα που μας βολεύει, μια ενορία που μας αρέσει και περνάμε καλά; Έξω τι κάνουμε; Θυσιαζόμαστε για τους άλλους ή είμαστε αδιάφοροι; Ήρθε η ώρα να «ενεργοποιήσουμε» τη φράση που λέει: «Λειτουργία μετά τη λειτουργία». Δηλαδή: Ήρθες στην Εκκλησία και κοινώνησες; Μετά έχει κι άλλη «λειτουργία». Ποια; Λέει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Τη λειτουργία του αδερφού σου». Πού είναι η αγάπη μετά; Πού είναι η αλληλεγγύη και το ενδιαφέρον;
Χρειάζεται να κατανοήσουμε πως δεν σωθήκαμε επειδή κοινωνήσαμε απλώς. Η θεία κοινωνία σώζει όταν γίνει πραγματική κοινωνία. Όταν δύο πόθους έχουμε στη ζωή μας: Πώς να βρω το Θεό και πώς ν’ αναπαύσω τον αδελφό μου. Την απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα τα βρούμε, όταν μπορέσουμε ν’ ακούσουμε την καρδιά μας. Να θυμόμαστε το εξής: Πως απ’ την στιγμή που ο Θεός γίνεται άνθρωπος, δεν υπάρχει, πλέον, ο ουρανός ως τόπος συνάντησης με το Θεό, αλλά μονάχα η ανθρώπινη καρδιά.