- Τα «ευρήματα» στην κουβέρτα που περιέφεραν στον καταυλισμό το βράδυ της εξέγερσης στο ΚΥΤ Μόριας εξετάσθηκαν από ιατροδικαστή, αλλά και την Κτηνιατρική υπηρεσία
Νέες διαστάσεις φέρνει το πόρισμα του ιατροδικαστικού ελέγχου για το «νεκρό βρέφος» που περιέφεραν μέσα σε κουβέρτα πρόσφυγες – μετανάστες την Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου, όταν φλεγόταν το ΚΥΤ Μόριας και βρισκόταν σε εξέλιξη εξέγερση εκατοντάδων ατόμων. Όπως προέκυψε, τόσο από ιατροδικαστικό όσο και από κτηνιατρικό έλεγχο που ακολούθησε, επρόκειτο για εντόσθια ζώου!
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί νέα δεδομένα στη διερεύνηση της υπόθεσης που έχει διατάξει η Εισαγγελία Πρωτοδικών, προκειμένου να ριχθεί φως σε όλα όσα έγιναν το βράδυ της Κυριακής της 29ης Σεπτεμβρίου στο ΚΥΤ Μόριας. Σύμφωνα με την Αστυνομική Διεύθυνση, στο πλαίσιο προανάκρισης που έχει διαταχθεί συγκεντρώνονται στοιχεία και καταθέσεις από τη στιγμή που ξέσπασαν οι φωτιές και όσα ακολούθησαν.
Από τότε που βρέθηκε η απανθρακωμένη σορός της Αφγανής γυναίκας ξέσπασαν οι συγκρούσεις και οι διαμαρτυρίες στον καταυλισμό, ενώ τα πνεύματα οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο όταν κάποιοι από τους αιτούντες άσυλο άρχισαν να περιφέρουν μια κουβέρτα, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για νεκρό βρέφος. Το θέμα αναπαρήγαγαν τη νύχτα των επεισοδίων πολλά διαδικτυακά Μέσα Ενημέρωσης παρά το γεγονός ότι η Αστυνομική διεύθυνση δεν επιβεβαίωνε την ύπαρξη δεύτερου νεκρού, εκτός από τη γυναίκα.
Την επόμενη μέρα σε συνέντευξη τύπου που παραχωρήθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση από τον Υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη, Λευτέρη Οικονόμου, ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει δεύτερος νεκρός. Παρόλα αυτά κάποια Μέσα Ενημέρωσης επέμεναν ότι υπάρχει και ένα νεκρό βρέφος. Σε ερώτηση που έγινε στο περιθώριο της συνέντευξης τύπου, ο Αστυνομικός Διευθυντής εξήγησε ότι μέσα στην κουβέρτα βρέθηκε «ιστός (κρέας)», όχι όμως οστά που να δείχνουν ότι πρόκειται για άνθρωπο.
Η απάντηση δόθηκε μετά από εξέταση που έγινε από την Διεύθυνση Κτηνιατρικής της Περιφέρειας όπου διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για εντόσθια ζώου.
Ο Αντιπεριφερειάρχης Αγροτικής πολιτικής, Πανάγος Κουφέλος, είπε για το θέμα στα «Νέα της Λέσβου»: «Με εντολή Εισαγγελέα διατάχθηκε ιατροδικαστική εξέταση στο «εύρημα» της κουβέρτας όμως ο ιατροδικαστής κ. Νούσιας, λόγω του ότι δεν προέκυπτε ότι πρόκειται για ανθρώπινο σώμα ζήτησε να ελεγχθεί από την Κτηνιατρική υπηρεσία και μάλιστα η ίδια η προϊσταμένη έκανε τον έλεγχο, όπου προέκυψε ότι πρόκειται για σπλάχνα ζώου και μάλιστα μικρού ζώου που είχαν καεί».
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί ερωτηματικά για το ποιοι και γιατί «έστησαν» την φήμη του «νεκρού βρέφους» και πολύ περισσότερο, πότε οργανώθηκε όλο αυτό. Ακόμη περισσότερο δημιουργεί εύλογες υποψίες για τα κίνητρά τους, καθώς είναι δεδομένο ότι η φήμη του «νεκρού βρέφους» όξυνε ακόμη περισσότερο τα πνεύματα και πυροδότησε άγριες συγκρούσεις στον καταυλισμό, που θα μπορούσαν τελικά να δημιουργήσουν απρόβλεπτες καταστάσεις με μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων.
Συγκλονίζει η μαρτυρία του αστυνομικού
Στο μεταξύ συγκλονίζει ανάρτηση σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης του Προέδρου της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Βασίλη Ροδόπουλου, ο οποίος μεταφέρει μαρτυρία του αστυνομικού που πήγε με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο στο ΚΥΤ Μόριας για ν’ αναλάβει υπηρεσία και οι αιτούντες άσυλο μετέφεραν τη σορό της απανθρακωμένης γυναίκας μέσα στο αυτοκίνητο για να τη μεταφέρει στο Νοσοκομείο.
«…Εκείνη τη στιγμή ήμουν έξω από το ΚΥΤ και προσπαθούσα να παρκάρω το αυτοκίνητό μου για να αναλάβω υπηρεσία, όπως είχα διαταχθεί. Αμέσως έπεσαν πάνω στο αμάξι περίπου 1.000 άτομα και το ακινητοποίησαν. Άρχισαν να το χτυπάνε, έσπασαν τα τζάμια και με έβγαλαν έξω. Με έσπρωχναν, μου φώναζαν και μου έλεγαν να πάω στο Νοσοκομείο. Δεν ήξερα τι είχε γίνει και τρόμαξα για τη ζωή μου. Άνοιξαν την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, έριξαν μέσα ένα καμένο πτώμα, με έβαλαν στη θέση του οδηγού και δίπλα μου έκατσε ένας αλλοδαπός που μου φώναζε να πάω στο νοσοκομείο. Ήταν αδύνατο να οδηγήσω μέσα από τόσο κόσμο γιατί ήταν μπροστά στο αμάξι, το χτυπούσαν και με απειλούσαν. Αυτός που καθόταν δίπλα μου κατέβηκε και προσπάθησε να ανοίξει το δρόμο, χωρίς να τα καταφέρει. Τελικά αφού πέρασα πάνω από τα σκουπίδια που είχαν σαν οδοφράγματα κατάφερα να φύγω και να φτάσω στο νοσοκομείο. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα, σε όλη τη διαδρομή ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω από τη θέα του πτώματος και τη μυρωδιά της καμένης σάρκας. Είχα μια μικρή ελπίδα, μήπως ήταν ζωντανή. “Τι θα γίνει ρε Βασίλη; Δεν αντέχω άλλο. Κανένας μας δεν αντέχει. Συγγνώμη, δεν είμαι καλά, φεύγω. Πάω στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου, να ηρεμήσω, να ξεκουραστώ”. Δεν αποτελεί σκηνή πολεμικής ταινίας, αλλά είναι τα λόγια του συναδέλφου μου όταν τον συνάντησα αμέσως μετά το συμβάν».
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών σχολίασε ότι «ο συγκεκριμένος συνάδελφος δεν συγκαταλέγεται στους τραυματίες αστυνομικούς, ούτε καν στις «παράπλευρες απώλειες». Για τον ψυχολογικό βιασμό που βιώνουμε εμείς και οι οικογένειές μας ούτε κουβέντα. Σαν αριθμούς και μητρώα μας βλέπουν άλλωστε…».