Του Παναγιώτη Δ. Βερναρδάκη*
Σιμά Σου πάλι νείρομαι νύχτες εὐτυχισμένες,
Ὅταν στὴν ἅγια ζεστασιὰ συχνὰ Σοῦ ἀνιστοροῦσα
Τῆς μυστικῆς Ἀγάπης μας θύμησες χαϊδεμένες,
Καὶ Σὲ φιλοῦσα.
Κ’ ἔβλεπα μὲς στὰ μάτια Σου πάντα ν’ ἀντιφεγγίζῃ
Τῆς περασμένης μας Ζωῆς μιὰ αἰώνια καλοσύνη,
Σὰν κάποιο ἀστέρι ἐρωτικὸ ποὺ μᾶς γλυκοφωτίζει,
Χωρὶς νὰ σβήνῃ.
Οἱ χειμωνιάτικες βραδιές, τώρα στὴ μοναξιά μου,
Θαρρεῖς ποτὲς δὲ σώνονται, θαρρεῖς πὼς κάτι ἀφίνουν
Μὲς στὴν καρδιά μου.
Κ’ ἔρχονται θύμησες παλιὲς τὴ θλίψη ν’ ἁπαλύνουν,
Μ’ ἕνα Πρωτοχρονιάτικο τραγούδι ἀγαπημένο
Κ’ εὐλογημένο.
ΔΗΜ. ΓΡ. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ
«Το Τραγούδι της Πρωτοχρονιάς» είναι ο τίτλος αρκετών ποιημάτων/τραγουδιών που δημοσίευσε ο πατέρας μου, Δημ. Γρ. Βερναρδάκης, σε διάφορα περιοδικά, όπως στο περιοδικό των δημοτικιστών «Ο Νουμάς», κυρίως όμως στο «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος» του Γεωργίου Δροσίνη, όπου δημοσιεύθηκε και το ποίημα που παραθέτω.1)
Προηγήθηκε κι εδώ μία επιστολή του Γ. Δροσίνη προς τον πατέρα μου, την οποία και μετέγραψα από το αρχείο μου. Εδώ παραθέτω την ακριβή μεταγραφή του αυτόγραφου του Δροσίνη, το πρωτότυπο αυτόγραφο, καθώς και το εξώφυλλο του Ημερολογίου της Μεγάλης Ελλάδος του 1935.
Ἀθ. 12.4.34
Ἀγαπητὲ φίλε,
Μὲ τὰ γυρισμένα χελιδόνια
σᾶς στέλνω τὶς πασχαλινὲς εὐχές!
Μὲ τὰ γυρισμένα χελιδόνια ἄρχι-
σε καὶ τὸ Ἡμερολόγιο τοῦ 35,
ποὺ θὰ ξεφτερουγίσῃ, ὅταν θὰ
ξαναφύγουν τὰ χελιδόνια. Λοιπὸν
ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸ θυμηθῆτε
κ΄ ἐσεῖς καὶ νὰ μοῦ στείλετε τὸ
ἄρθρο σας τὸ γληγορότερο καὶ
σὰν παραπαίδι τὸ ποίημα τῆς
Πρωτοχρονιᾶς. Ὅσο πιὸ γλήγορα
τόσο πιὸ πολὺ μ’ εὐκολύνετε στὸ
τύπωμα καὶ στὴν ποικιλία τοῦ περι-
εχομένου, γιὰ νὰ μὴν ἔρχονται
κοπάδια στὰ τὰ βαριὰ ἄρθρα τῶν
ἱστορικῶν, ἀρχαιoλόγων κλπ. Εἰς
τὶ καταγίνεσθε τώρα; Κανένα τό-
μο στίχων δὲν ἔχετε γιὰ ἔκδοση ἤ
μεταφράσεις ἀρχαίων, ποὺ τόσο τὶς
ἐπιτηδεύεστε; Μὲ πολλὴ φιλία (υπογραφή)
O Βερναρδάκης2), όμως, δεν είναι μόνο λειτουργός της Μούσας από τους σημαντικότερους. Μοιρασμένος ανάμεσα στην ποίηση και τη φιλολογία καλλιέργησε με την ίδια επιτυχία τα δύο είδη. Στα γράμματα εμφανίστηκε από πολύ νέος δημοσιεύοντας τα τραγούδια του, με τις μεταφράσεις του ακόμη των λυρικών ποιητών και μελέτες στις σελίδες της «Χαραυγής» (1911) και του «Νουμά» (1912) με το ψευδώνυμο «Δήμος Βερενίκης», ψευδώνυμο στο οποίο ίσως να πραγματοποίησε μια σύνθεση με τα αρχικά του ονόματος του Δημ. Ν. Βερναρδάκη, του σοφού θείου του, κυρίως όμως για να παραπέμψει μ’ αυτόν τον τρόπο στη φράση «Φερενίκη», να δείξει έτσι τη σχέση που στον τόπο μας συνδέει κάθε έκφραση πνευματικής αποκορύφωσης με τον αναπαλμό της εθνικής ιδέας.
Ο Βερναρδάκης ανήκει στη γενιά των Ποιητών του Πρώτου Μεταπολέμου. Τα χρόνια των πολέμων, ο Πρώτος Παγκόσμιος, η Μικρασιατική καταστροφή, τα φοβερά αδιέξοδα της εφηβείας, οι ατομικές δυστυχίες οδήγησαν στη συγκεκριμένη ποιητική έκφραση την εποχή εκείνη που ήταν αποκαμωμένη και βαρύθυμη, σπαραγμένη, με περίσσεια την τραγικότητά της και που ο καθολικός άνθρωπος ήταν ένας σωρός σπαραγμένων μελών. Πρόκειται για ποιητική έκφραση που αγάπησε τις χαμηλές φωνές, τις κλιμακώσεις των διαθέσεων, τις αποχρώσεις και όχι τα έντονα εκτυφλωτικά χρώματα, τη λυρική λεπτομέρεια και όχι τον πάταγο των επικών συνόλων. Ανήκει στην τελευταία γενιά των ποιητών που έχουν εμπνευστεί από τον αισθηματικό έρωτα, τον ανικανοποίητο, θρεμμένο απ’ τη λαχτάρα, απ’ το λίγωμα και το λάγγεμα που δίνει η γυναίκα, έρωτα γεμάτο από τον τρυφερό ρεμβασμό και τη νοσταλγία όπου βυθίζει η ανάμνησή της.
Το σύμβολο της Γυναίκας είναι ικανό να πραΰνει τον πάταγο μιας φορτουνιασμένης, απελπισμένης, αξεδίψαστης και συνάμα φοβερά λαίμαργης, της εποχής εκείνης, νεότητας και να θρέψει τη λυρική φαντασία. Υπήρξε ο ίδιος μεγάλος θαυμαστής του ωραίου φύλου με ευαίσθητες κεραίες, αυτιά για τον ψίθυρο, μάτια για το φως, χέρια για την επιδερμίδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Τα Τραγούδια της Αγάπης του είναι «Όνειρα» πλασμένα από αμάλαγη λυρική ουσία. Αναδεικνύουν τον ανυπόμονο έρωτα, τη λαχτάρα της γυναίκας, είναι ένας σιγηλός θρήνος του αιώνια χαμένου και μια γεμάτη περισυλλογή, προσδοκία του ελπιζόμενου. Είναι μια ρομαντική ροπή που δανείζεται τους εκφραστικούς τρόπους από το οπλοστάσιο του γαλλικού συμβολισμού κυρίως.
Η ποίηση του Βερναρδάκη, ξανατονισμένη στον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού, είναι λυρική, στραμμένη στις παραδόσεις, τα ήθη του λαού μας και στη δημοτική μας ποίηση. Πνευματικός ηγέτης της γενιάς ο Παλαμάς και το αίτημα για μια ποίηση μουσικότερη και καθαρότερη. Η γενιά των πρώτων Μεταπαλαμικών ποιητών στην οποία ανήκει, επιζητεί μια ποίηση εσωτερικότερη. Απλή και χωρίς μεγαλοστομίες η νεοελληνική γλώσσα του με αισθηματική και εκφραστική εγκράτεια, αντιρητορικός ο τόνος της. Το «Ποίημα» θεωρείται τώρα από τον ποιητή «Τραγούδι», τονισμένο σε μια μουσική εσωτερικών διαθέσεων. Κι είναι τραγούδι αρμονικό, απλό, δροσερό, μετρημένο· γίνεται ο φορέας των ιδεών του Ψυχάρη και της επικράτησης της δημοτικής γλώσσας.
Το μέτρο είναι ιαμβικό, όμως η σύνθεση των στίχων αποβλέπει στην απαλλαγή από το βάρος του μετρικού βηματισμού. Έτσι, συνεπικουρούμενοι από μια ιδιότυπη και λεπταίσθητη χρήση της γλώσσας, οι στίχοι κυλούν ανάλαφροι, αποτυπώνοντας τον ψυχικό κυματισμό και την εσωτερική μαγεία με μια μουσική άγνωστη για τα μέτρα της εποχής. Η ένταση του κάθε στίχου και η συνέχισή του, η συχνή επανάληψή του στο ποίημα ως βασικού μοτίβου, το γεγονός ότι επιλεγμένοι στίχοι τοποθετούνται συχνά πανομοιότυποι στην αρχή της πρώτης και τέταρτης στροφής, η χρήση του κεφαλαίου γράμματος στην αρχή κάθε στίχου, η επιλογή ενός στίχου ακόμη στη θέση του κεφαλαιογράμμα του τίτλου του ποιήματος, όλα αυτά τα στοιχεία ανταποκρίνονται όχι στις ανάγκες του μέτρου, αλλά της ψυχής. Η ομοιοκαταληξία σπάνια και ο ποιητής προσπαθεί να μετατρέψει το ποίημα σε μια μουσική σύνθεση, να του δώσει κάτι από την εσωτερική ρoϊκότητα, να συλλάβει τις πιο λεπταίσθητες αισθηματικές αποχρώσεις σε απεικονίσεις κινούμενες μεταξύ του ονειρικού και του πραγματικού. Τον απασχολούν οι συνδυασμοί των φθόγγων, η πυκνότητα, η άψογη στιχουργική, η εκλογή των λέξεων κι έχει την πίστη πως με τέτοια μέσα θα μεταδώσει το λυρικό στοιχείο, όχι με το άπλωμα και την υπερβολή. Και παρότι το Σονέτο, που είναι μικρό σε έκταση ποίημα, δεν δίνει από μόνο του πολλές δυνατότητες, ο ποιητής εξαντλεί κάθε δυνατότητα προς ενίσχυση της μουσικότητας του στίχου και όλα συντείνουν στη δημιουργία μιας ενορχηστρωμένης μουσικής σύνθεσης. Με το μέτρο, το ελαφρό λίκνισμα του ρυθμού, με τη γλώσσα, την ακουστική ποιότητα των λέξεων, με την εικονοποιία, ο ποιητής καλλιεργεί μια ποίηση χαμηλόφωνη, αισθηματική, με μια διακριτική έμμονη ρομαντική διάθεση που αποτυπώνει μια πνευματική και ταυτόχρονα αισθησιακή, παλλόμενη εικόνα του κόσμου. Πρόκειται για καθαρή ποίηση μιας βαθύτατα ρομαντικήςψυχής.
Ο Ποιητής Βερναρδάκης είχε την εκτίμηση και τη φιλία πολλών λογοτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος. Χαρακτηρίστηκε από τον Γιώργο Βαλέτα ως ο ευγενικός ποιητής των «Γιασεμιών» με την «Ψάπφα» του και φωτεινότατος φιλόλογος με τα εξαίρετα λυρικά του, ο οποίος και τον κατατάσσει στην ένδοξη Τρίτη Περίοδο, την μεταπελευθερωτική, της Αιολικής Σχολής (1908-1940), ένα λαμπερό κεφάλαιο στην ιστορία της λογοτεχνίας και των αγώνων του δημοτικισμού.
Μα και ο Αντώνης Πρωτοπάτσης, κατά την ομιλία του στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά το 1930, τον συγκαταλέγει στους σημαντικότερους εκπροσώπους της «Λεσβιακής Άνοιξης», «στα ελπιδοφόρα εκείνα ταλέντα της τέχνης του λόγου που σπουδάζουν την ομορφιά με τα μάτια τους στη Λέσβο και που έχουν ψυχή, ζητούν να την εκφράσουν». Χαρακτηρίστηκε ακόμη ως ο παθιασμένος τραγουδιστής και αναβιωτής της Ψάπφας με θαυμαστό ποιητικό λόγο, ίσως την πιο γνήσια επιβίωση της Σαπφικής τέχνης, από το λογοτέχνη Νίκο Αθανασιάδη. Για τα ποιήματα «Της Αγάπης» του, που κείτονται κατεσπαρμένα σε διάφορα έντυπα, ο Κώστας Μίσσιος θα πει ότι είναι από τα ωραιότερα της νεοελληνικής γραμματείας και ο Δημήτριος Γρηγ. Βερναρδάκης ένας από τους καλύτερους λυρικούς ποιητές του μεσοπολέμου. Ο ίδιος ο Ψυχάρης σαν διαβάσει την «Ψάπφα», τα “Τραγούδια της Αγάπης”, ενθουσιασμένος θα του απευθύνει σε επιστολή του τη φράση: «Είστε ποιητής!»
Για τους στίχους του επίσης ο Ψυχάρης θα πει:
«λαμπρόχυτοι στίχοι, εύκολοι, αρμονικοί, γεμάτοι καρδιά, χρώματα γεμάτοι και ψυχή …….» 3)
«Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος» 1935, σελ. 378.
Στο κείμενο, ο Δημ. Γρ. Βερναρδάκης αναφέρεται ως Βερναρδάκης.
Αρχείο Παν. Δ. Βερναρδάκη.
*Ο Παναγιώτης Δ. Βερναρδάκης, εγγονός του Γρηγορίου Ν. Βερναρδάκη (αδελφού του Δημ. Ν. Βερναρδάκη), είναι διπλ. Οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Mainz και διδάκτωρ οικονομικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Εκτός των οικονομικών ασχολείται και με φιλολογικά θέματα. Έχει εκδώσει στα γερμανικά δύο βιβλία οικονομικού περιεχομένου: «Ανάλυση φερεγγυότητας διεθνών πιστωτικών ιδρυμάτων» και «Η Ελλάδα ως 12ομέλοςτηςΕυρωπαϊκήςΟικονομικήςκαι Νομισματικής Ένωσης-Γεγονότα και Προοπτικές». Είναι επίτιμο μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Πλουτάρχου (International Plutarch Society), έχει δε επιμεληθεί από το 2008 έως το 2017, μαζί με τον ομότιμο καθηγητή ΚλασικήςΦιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης κ. Heinz GerdIngenkamp τη μείζονα έκδοση των Ηθικών του Πλουτάρχου του Γρηγ. Ν. Βερναρδάκη (editiomaior) στην Ακαδημία Αθηνών. Τον Οκτώβριο του 2017 επεξεργάστηκε και δημοσίευσεπαλαιότερες μελέτες του πατέρα του, Δημ. Γρηγ. Βερναρδάκη, και συγκεκριμένα από την ποιητική του Συλλογή: «Ψάπφα» (1924), τη μελέτη: «Η δεκάτη Μούσα Σαπφώ η Λεσβία» κ.ά. Τις επεξεργασμένες μελέτες τις συμπεριέλαβε στο βιβλίο: «Ο αρχαίος αιολικός λυρισμός-Σαπφώ και Αλκαίος». Τον Αύγουστο του 2020 εξέδωσε στη Γερμανία το δράμα του Δημ. Ν. Βερναρδάκη«Antiope» (Αντιόπη).