«Εριέττα» του Γιάννη Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη
Η καταιγιστική ιστορία μιας νέας γυναίκας και ενός ώριμου άντρα που, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας, βιώνουν έναν παράφορο έρωτα, ο οποίος δεν ταιριάζει με τα αδυσώπητα “πρέπει” της κοινωνίας, τους κίβδηλους ηθικολογικούς κανόνες και τον ερωτικό μετρονόμο της. Κοντράρονται με όσους αγνοούν την εκρηκτική δύναμη του φτερωτού θεού και πάσχουν από συναισθηματική ένδεια. Αυτούς που επιχειρούν να καλύψουν την παραλυτική ερωτική τους απραξία με τα κοινωνικά ταμπού, τις μικροαστικές αντιλήψεις και τους φαρισαϊκούς νόμους. Οι αλλεπάλληλες ανατροπές και ο καταιγισμός των γεγονότων τούς φέρνουν μπροστά σε αμείλικτα ερωτήματα. Αυτά που μας αλυσοδένουν και κουμαντάρουν τη ζωή μας. Μπορούν, άραγε, να συμβιβαστούν με μια κοινωνία που αδιαφορεί αν ο έρωτας γιομίζει τους ερωτευμένους με όμορφα συναισθήματα, αν η ψυχή τους πλημμυρίζει με φως σε κάθε άγγιγμά τους, αν χάνονται ηδονικά μέσα στις αγκαλιές τους;
«Ξέρει η πάπια πού είναι η λίμνη»
“…Μέσα μου ζει ένας σκάνταλος τύπος, ένας καλικάντζαρος. Θα λαχταρούσε η ζωή μου όλη να είναι πιρουέτες. Να ακροβατώ έξω νου και νόμου, να παραβιάζω ωράρια και να γονιμοποιώ ωάρια, να αδιαφορώ για τις συνέπειες των πράξεών μου – σάμπως αυτοί που τις μετρούν και τις ξαναμετρούν βγάζουν καμία άκρη; Ξεφεύγουν μήπως από το τυχαίο κι από το πρόσκαιρο της ύπαρξης; Να νιώθω τις στιγμές σαν νότες, να υπακούω στον εσωτερικό μου μονάχα ρυθμό… Μέσα μου επιμένει να χοροπηδάει το πιτσιρίκι εκείνο που έκανε διαρκώς ζημιές, που έβγαζε σε όλους γλώσσα, που ο κόσμος του ήταν άγραφο χαρτί, άλλοτε το ζωγράφιζε, άλλοτε το μουτζούρωνε, κάποτε του έβαζε φωτιά… Θαυμάζω όσους ξεκινούν για το περίπτερο και βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου. Τους όπου γης και πατρίς, τους ανθρώπους-πουλιά. Εγώ είμαι δέντρο. Γίνεται δέντρο το πουλί, πουλί το δέντρο; Ως δέντρο τι μπορείς να ελπίζεις; Να δροσίζεις όποιους ξαποσταίνουν στον ίσκιο σου. Να σε προτιμούν τα φτερωτά, για να φτιάχνουν τις φωλιές τους. Να απολαμβάνουν τους καρπούς σου τα σκιούρια και οι αλεπουδίτσες. Κυρίως δε, όταν σηκώνεται άνεμος, να φουσκώνουν οι φυλλωσιές σου σαν πανιά καραβιού κι ας σε κρατούν οι ρίζες σου στο ίδιο μέρος. Να κάνεις τον αέρα μουσική κι η μουσική σου να φτάνει εκεί που εσύ δεν θα βρεθείς ποτέ. “Πάλι τραγουδάει το δέντρο…””, να λένε.