Ενώ έχουμε περάσει μετά το Δεκέμβριο στο δεύτερο μισό για την ολοκλήρωση της συγκομιδής κατά τη φετινή ελαιοκομική περίοδο και εκτιμάται ότι έχει απομείνει περίπου ένα 35% του καρπού στα χωράφια που δεν έχει συγκομιστεί μέχρι τώρα, φρενήρης συνεχίζει να καταγράφεται η εξαγωγή ελαιολάδων για χύμα ποσότητες, σε τέτοιο σημείο ώστε μέχρι πριν από λίγες ημέρες δεν υπήρχαν διαθέσιμα βυτία για να μεταφέρουν οι έμποροι το προϊόν από το νησί μας. Τα βυτιοφόρα οχήματα που εργάζονται στις μεταφορές του ελαιολάδου εδώ και ένα μήνα τουλάχιστον από την περίοδο των γιορτών ήταν «κλεισμένα» για προγραμματισμένες παραδόσεις παραγγελιών, με συνέπεια κάποιοι έμποροι να μην βρίσκουν διαθέσιμο αυτοκίνητο την ώρα που το θέλουν για να εκτελέσουν παραγγελίες.
Το ελαιόλαδο της Λέσβου και τη φετινή χρονιά γίνεται ανάρπαστο, κυρίως για εξαγωγή στην Ισπανία, καθώς στην Ιβηρική Χερσόνησο αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λόγω μείωσης της παραγωγής και αυτό είναι πολύ πιθανό να επηρεάσει και την επόμενη ελαιοκομική περίοδο 2023-2024, κάτι που έχει αρχίσει υπό μορφή εκτιμήσεων να συζητείται από τώρα και αυτό ήδη επηρεάζει την ψυχολογία της αγοράς για τη διατήρηση των τιμών.
Ωστόσο το τελευταίο διάστημα οι τιμές στην Ισπανία βρίσκονται σε μικρή κάμψη και αυτό παρατηρείται και στη χώρα μας, πράγμα λογικό και το έχουμε εκτιμήσει από το άνοιγμα της ελαιοκομικής περιόδου, καθώς το ράλι που έχουν κάνει οι τιμές από το άνοιγμα της σεζόν σε όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη είναι πρωτόγνωρο και ιστορικό το ρεκόρ. Επηρεάζοντας, όπως ήταν αναμενόμενο, την κατανάλωση και αυτό θα είχε φανεί περισσότερο αν δεν είχαμε τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, καθώς η επέμβαση της Ρωσίας έχει ουσιαστικά οδηγήσει σε ανοδική πορεία τα σπορέλαια, όπως το ηλιέλαιο, ώστε να είναι και αυτά ακριβά σε σχέση με την ποιότητά τους, που δεν μπορεί να συγκριθεί φυσικά με το ελαιόλαδο.
Τοπίο στην ομίχλη
Η διακίνηση ποσοτήτων ελαιολάδου από τη Λέσβο ειδικά φέτος με τη φούρια που καταγράφεται μοιάζει με “τοπίο στην ομίχλη”, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πολλά χωράφια στον τόπο μας έχουν περάσει για καλλιέργεια στα χέρια οικονομικών μεταναστών από χώρες της βαλκανικής, οι οποίοι ζουν εδώ και χρόνια με τις οικογένειές τους και έχουν αναλάβει στα χωριά (όπου αποσύρονται οι παλιοί ελαιοπαραγωγοί λόγω θανάτου ή μεγάλης ηλικίας) να καλλιεργούν νοικιάζοντας όσα λιοχώραφα μπορούν. Φέτος το μεροκάματο είναι καλό για ένα ζευγάρι που θα εργαστεί στις ελιές. Ακόμα και τις χαμολιές να μαζεύει που πέφτουν στο έδαφος χωρίς να ραβδίσει, μιας και το βιομηχανικό ελαιόλαδο του νησιού μας έχει τιμές παραγωγού στα 3,5 ευρώ το κιλό, θα βγάλει ένα μεροκάματο (μίνιμουμ για το ανδρόγυνο μπορεί να είναι τα 120 ευρώ).
Αυτό είναι ένα άλλο πλεονέκτημα για τη Λέσβο, καθώς παράγουμε μεγάλες ποσότητες βιομηχανικών και είναι σε πολύ καλύτερη θέση ποιοτικά από αυτά που παράγονται σε άλλες ελαιοκομικές περιφέρειες της Ελλάδας γι’ αυτό προτιμούνται ιδιαίτερα τα βιομηχανικά του νησιού μας. Ωστόσο η εμπλοκή οικονομικών μεταναστών με την ελαιοκαλλιέργεια ενδεχομένως επιτείνει το πρόβλημα των εξαγωγών ποσοτήτων-«φάντασμα», δηλαδή ελαιολάδων που δεν είναι δηλωμένα πουθενά. Πρόκειται για συνήθη τακτική που αποτελεί κοινό μυστικό στον κύκλο του ελαιολάδου για ντόπιους και ξένους που ασχολούνται με τις ελιές στη Λέσβο.
Ειδικά κάποιοι μεγάλοι ελαιοπαραγωγοί και καλοί πελάτες λιοτριβείων διαπραγματεύονται με ελαιοτριβείς ποσότητες ώστε να περάσουν απαρατήρητες και αυτό ωφελεί και τις δύο πλευρές, καθώς δεν πληρώνουν εφορία. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελαιοτριβείων Λέσβου, Γιώργος Κατζανός ήταν για άλλη μια φορά κάθετος, υπογραμμίζοντας ότι «αυτά δεν γίνονται, είναι φαντασιώσεις ορισμένων που προσπαθούν να βρουν τα αίτια που έχουμε εδώ και χρόνια μειωμένη παραγωγή στη Λέσβο, θεωρώντας ότι εξάγονται ποσότητες που δεν φαίνονται από το νησί μας. Το έχω πει και σε παλαιότερο ρεπορτάζ σας, θα το επαναλάβω για άλλη μία φορά, το ελαιόλαδο δεν είναι ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό για να το μεταφέρεις χωρίς να σε δουν. Δεν μπορεί να φεύγουν βυτία από το λιμάνι σε κοινή θέα και οι ποσότητες να είναι άλλες αντί άλλων, αυτά δεν γίνονται», είπε ο ίδιος ο οποίος αναφερόμενος στην έλλειψη βυτιοφόρων τόνισε: «Πράγματι υπάρχει πολύ μεγάλη ζήτηση φέτος για το ελαιόλαδο για εξαγωγές και η αλήθεια είναι ότι δυσκολευόμαστε να βρούμε διαθέσιμα βυτιοφόρα για να εκτελέσουμε τις παραγγελίες».
Το ίδιο επιβεβαίωσε και το μέλος της διοίκησης του Συνδέσμου Ελαιοτριβείων, Βασίλης Κοκκινοφόρος επισημαίνοντας ότι «γνωρίζω εταιρεία που αναγκάστηκε να φέρει στο νησί μας δικό της βυτιοφόρο για να μπορέσει να ανταποκριθεί στην εξαγωγική της δραστηριότητα. Μέχρι τις προηγούμενες μέρες δεν μπορούσαμε να βρούμε βυτιοφόρο ούτε με μέσο. Τώρα κάτι αρχίζει να κινείται και αυτό δεδομένου ότι υπάρχει μία σχετική στασιμότητα, αυτό το διάστημα έχει μειωθεί ελαφρώς η ζήτηση, όχι αισθητά, αλλά σε ένα επίπεδο να μπορούμε βρε αδερφέ τουλάχιστον να βρούμε ένα αυτοκίνητο να κάνουμε τη δουλειά μας».
Η παραγωγή και οι τιμές
Ως προς την παραγωγή του ελαιολάδου ο κ. Κοκκινοφόρος εκτίμησε ότι «δεν θα είναι αυτή που περιμέναμε από 15.000 τόνους και άνω, καθώς έχουν χαθεί πολλές ελιές και πιστεύω ότι οριακά θα ξεπεράσουμε τους 10.000 τόνους και η παραγωγή θα κυμανθεί μεταξύ 10.000 και 12.000 το ανώτερο».
Ένας τιμοκατάλογος όλη τη χρονιά για φέτος αυτός που δόθηκε 9 Νοεμβρίου συνεχίζει να ισχύει μέχρι τώρα με καλές τιμές, οι οποίες ωστόσο παραμένουν στα επίπεδα του Νοεμβρίου. Αν και όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενο ρεπορτάζ μας, υπάρχουν επιμέρους βελτιώσεις καθώς ελαιοτριβεία σε συγκεκριμένους πελάτες για να απορροφήσουν τις ποσότητές τους, δίνουν δικές τους αυξήσεις, οι οποίες το ελάχιστο είναι από 10 λεπτά και μπορεί να κλιμακώνονται μέχρι και 30 λεπτά του ευρώ στο κιλό, ανάλογα με την οξύτητα, την ποιότητα και την ποσότητα.
Στην Κρήτη οι τιμές για τα 3 δέκατα κυμαίνονται από 4,70 ευρώ μέχρι 5,05 ευρώ το κιλό, ενώ στην Πελοπόννησο από 4,50 ευρώ μέχρι 4,90 ευρώ το κιλό.
Είναι ενδεικτικό της κούρσας των τιμών ότι το τυνησιακό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έχει τιμή 5,13 ευρώ το κιλό, ενώ το βιομηχανικό της Τυνησίας 4,65 ευρώ το κιλό οι 3 βαθμοί.
Για την Ισπανία στην περιφέρεια της Ανδαλουσίας την εβδομάδα 25 – 31 Ιανουαρίου με πτωτική τάση των τιμών, οι μέσες τιμές για τα έξτρα παρθένα κυμαίνονταν στα 5,22 ευρώ το κιλό, ενώ ο μέσος όρος χώρας στην Ιταλία φτάνει τα 6,11 ευρώ το κιλό!
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι με τα όποια σκαμπανεβάσματα που μπορεί να δούμε προσεχώς στις τιμές του ελαιολάδου, αυτές θα συνεχίζουν να παραμένουν σε πολύ καλά επίπεδα, ιδιαίτερα όταν η Ισπανία έχει μειωμένη παραγωγή και άρα δεν θα έχει και υψηλά αποθέματα για να επηρεάσει την αγορά καίρια κατά τη φετινή χρονιά. Ωστόσο θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και τον παράγοντα κατανάλωση, καθώς φτάνοντας οι τιμές σε υψηλά επίπεδα στον παραγωγό εκ των πραγμάτων αυτό μεταφέρεται και στην τιμή καταναλωτή και μία ενδεχόμενη πτώση της κατανάλωσης, σε ένα σημαντικό ποσοστό θα οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο από αυτούς που έχουμε ζήσει στο παρελθόν όταν έκαναν θραύση τα σπορέλαια.
Όμως το κύμα ακρίβειας έχει επηρεάσει και τις τιμές των σπορέλαιων και η αλλαγή τροχιάς στο ελαιόλαδο, το οποίο οι ξένοι πλέον το ζητούν ως Superfood και Food for health, φαίνεται να αλλάζει τη μοίρα του προϊόντος και μαζί και των αγροτών που το καλλιεργούν και οι οποίοι πλέον θα πρέπει να αναζητήσουν νέες μεθόδους καλλιέργειας για παραγωγή ακόμα πιο ποιοτικού προϊόντος και να στραφούν σε νέες φυτεύσεις, που θα αυξήσουν την παραγωγή και θα μειώσουν το κόστος τους.
Όταν επί Χριστιάνας Καλογήρου στην Περιφέρεια είχε ανατεθεί η Μελέτη για την αντιοξειδωτική δράση του λεσβιακού ελαιολάδου από την ποικιλία κολοβή, εμείς εδώ γράφαμε στα ρεπορτάζ μας εκείνης της περιόδου πως το μέλλον του ελαιολάδου στα ράφια θα κρίνεται από το περιεχόμενό του σε πολυφαινόλες και αυτό που τότε είχαμε εκτιμήσει το βλέπουμε ολοένα και πιο έντονα μπροστά μας χρόνο με το χρόνο.