Γρηγόρης Δουμούζη
Θεολόγος, MSc Θεολογίας
Φοιτητής Κοινωνιολογίας Παν. Αιγαίου
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Μτ. ιε΄ 21-28) μια γυναίκα Χαναναία πλησιάζει τον Κύριο και Του ζητάει με θέρμη και πίστη να θεραπεύσει την κόρη της. Όμως, παρατηρούμε πως οι μαθητές του Χριστού και, γενικότερα, το πλήθος αντιδρούν. Ταυτόχρονα, και αυτό είναι που προκαλεί εντύπωση, και ο ίδιος ο Κύριος, θέλοντας να δοκιμάσει την πίστη της γυναίκας, είναι, σε πρώτη φάση, απορριπτικός απέναντι στο αίτημά της. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι σχεδόν προσβλητικός.
Απευθύνεται προς τη γυναίκα και της λέει: «Δεν μπορεί το ψωμί των παιδιών να πηγαίνει στα σκυλιά». Δηλαδή, εννοούσε ότι δεν μπορούσε να πάρει την τροφή απ’ τους Ισραηλίτες και να τη δώσει σε μια ειδωλολάτρισσα Χαναναία. Όμως, επιμένει η ίδια. Έτσι, απ’ αυτή τη, φαινομενικά, προσβολή αντλεί δύναμη και απευθυνόμενη προς τον Χριστό λέει: «Όμως, καμιά φορά, και τα σκυλιά τρώνε απ’ τα ψίχουλα των κυρίων τους».
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εξ αφορμής αυτής της περικοπής, αναφέρει: «Δοκίμασε ο Κύριος την πίστη της με αυτόν τον τρόπο, διότι ήθελε να προβάλει την αρετή της, τη βαθιά της υπομονή, την αγάπη, την πίστη και την ταπείνωση, ώστε να διακηρυχθεί το παράδειγμά της εις τους αιώνας και να έχουμε και εμείς στο πέρασμα των αιώνων αυτό το πρότυπο «πίστεως» και «ταπεινώσεως» που είναι η Χαναναία».
Αυτό το περιστατικό, κυριολεκτικά, αν εμβαθύνουμε, είναι συγκλονιστικό. Χωρίς να το καταλάβουμε, γίνεται μια «ψυχανάλυση» αυτής της προσωπικότητας. Για ποιο λόγο; Διότι η ουσία, το περιεχόμενο και η ποιότητα ενός ανθρώπου φαίνονται στην απόρριψη και στην προσβολή. Αυτό σημαίνει: άραγε, όταν δεν ικανοποιούνται οι δικές μας ανάγκες, πώς αντιδρούμε; Όταν κάποιος μας περιφρονεί, πώς αντιδρούμε; Όταν κάποιος μας απορρίπτει ή, πολύ περισσότερο, μας προσβάλλει, τι γίνεται; Εμείς σήμερα το παραμικρό ψάχνουμε απ’ τη συμπεριφορά του άλλου για να «στραβώσουμε» το πρόσωπό μας και να δούμε αν δεν είμαστε, τελικά, το «αντικείμενο θαυμασμού» και «εκτίμησης».
Ουσιαστικά, προσπαθούμε από εκεί που δεν υπάρχει κάτι, να βγάλουμε κάτι αρνητικό. Συνήθως, λέμε ωραία λογάκια όταν τα πράγματα πάνε καλά για τον εαυτό μας και μας εξυπηρετούν όλοι. Μόλις, όμως, αισθανθούμε μια πληγή, όλα λαμβάνουν τέλος. Στην πνευματική ζωή υπάρχει μια μεγάλη αλήθεια. Ποια; «Πληγωμένος» άνθρωπος σημαίνει «άρρωστος» άνθρωπος. «Πικραμένος» άνθρωπος σημαίνει «κομπλεξικός» άνθρωπος.
Όταν νοιώθουμε πικραμένοι και πληγωμένοι τι κάνουμε; Επιλέγουμε σαν «αυτό-δικαίωση» την οδό της «απομόνωσης», την οποία, μάλιστα, την ιεροποιούμε, λέγοντας: «Εγώ δεν είμαι σαν αυτούς. Θα δω και την ψυχή μου τώρα, θα κάνω μια πνευματική άσκηση και θα προστατεύσω τον εαυτό μου». Απομονωνόμαστε, λοιπόν, γιατί νοιώθουμε μια «πληγή» του εγωισμού μας. Αντιθέτως, ο «ώριμος» άνθρωπος και ο «ουσιαστικός», που έχει μέσα του πραγματικό περιεχόμενο, είναι αυτός που και απ’ την προσβολή και την απόρριψη μπορεί και βγάζει «κέρδος».
Έρχεται, επομένως, η πρωταγωνίστρια της περικοπής και τι κάνει; Πώς βρήκε αυτόν τον «πλούτο» και αυτή την «ταπείνωση» η Χαναναία; Πώς μπορεί, τέλος πάντων, κανείς να μπει σ’ αυτή την πορεία; Μας το δείχνει το ευαγγέλιο: όταν πονέσει. Ποιος ήταν ο «πόνος»; Ο πόνος της αρρώστιας της κόρης της. Θα πει κάποιος: «Ο κάθε πόνος με οδηγεί στην ταπείνωση;». Σαφώς και όχι. Υπάρχει ο πόνος του «εγωισμού» και ο πόνος της «αγάπης». Η αγάπη «γεννά» τον πόνο, ο πόνος «γεννά» την γνώση και η γνώση «γεννά» την ταπείνωση. Είναι αυτό που σημειώνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης: «Το μόνο θεολογικό ερώτημα που υπάρχει είναι αυτό: η σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο και την αγάπη του Θεού. Όλα τ’ άλλα είναι διανοητικές περιέργειες».
Εμείς, όμως, είμαστε «απαίδευτοι». Γιατί; Γιατί αγαπούμε μόνο τον εαυτό μας. Είμαστε «σφιχταγκαλιασμένοι» με τον εαυτό μας. Γι’ αυτό και νοιώθουμε «ευπρόσβλητοι». Ο πιο «ελαττωματικός» άνθρωπος είναι ο «ευπρόσβλητος». Δηλαδή, αυτός που έχει ένα «πάθος» να προστατεύει τον εαυτό του. Αυτός που αποσύρεται και απομονώνεται όταν δεν λάβει αυτό που προσδοκεί απ’ τους ανθρώπους. Τι πράγμα; Το «ντάντεμα» του εγωισμού του.
Η Χαναναία κατάφερε και ξεπέρασε όλα αυτά τα μέτρα. Ο λόγος; Μπόρεσε να αγαπήσει. Αγαπώ σημαίνει πως είμαι διατεθειμένος να πονέσω για χάρη του άλλου. Όταν ο άλλος λίγο μας αδικήσει, λίγο μας στριμώξει, τι κάνουμε; Επιλέγουμε την απομάκρυνση. Τέτοια είναι η αγάπη μας. Τέτοιος είναι ο εσωτερικός μας κόσμος. Κατά τ’ άλλα, μπορεί να έχουμε διαβάσει όλη τη φιλοσοφία, όλη την ψυχανάλυση, όλους τους Πατέρες, και τι μ’ αυτό; Ίσως αυτό εξάπτει τον ναρκισσισμό μας. Δεν μας αναπτύσσει εσωτερικά.
«Ουσιαστικός» άνθρωπος είναι αυτός που κάθεται ατάραχος και στον έπαινο και στην προσβολή, αφού βρήκε μια άλλη κατάσταση μέσα του, έναν άλλο θησαυρό. Αυτός ο θησαυρός είναι η αγάπη, που «γεννά» την ταπείνωση και τη γνώση, που αληθινή γνώση είναι η εμπειρία της αγάπης του Θεού. Δεν είναι απλώς μια υψηλή διανοητική γνώση «περί Θεού», αλλά είναι αίσθηση και «γεύση» της παρουσίας του Θεού. Μάλιστα, αυτή η αίσθηση της παρουσίας του Θεού μαλακώνει τον άνθρωπο και του «χαρίζει» καρδιά. Μπορεί να συμπάσχει με κάθε άνθρωπο και να αγαπά τον κάθε έναν αδιακρίτως.
Προκύπτει, λοιπόν, ένα απλό ερώτημα: «Θέλω να δω αν έχω πραγματική αγάπη και ταπείνωση; Αν έχω πραγματικά πλούτο Θεού;». Θα δω πώς πλησιάζω τους ανθρώπους οι οποίοι με περιφρονούν και δεν μου δίνουν σημασία. Τι κάνουμε εμείς; Ενοχλούμαστε, την ενόχληση την κάνουμε «λογισμό», το λογισμό «θυμό», τον θυμό «κατάκριση» και την κατάκριση «μνησικακία». Έτσι, τρώμε τα σωθικά μας και χάνουμε την ελευθερία μας. Η ελευθερία, όμως, που δίνει ο Θεός, είναι αυτή που μας παρουσιάζει ως πρότυπο η Χαναναία.
Τι έκανε; Δεν ασχολήθηκε καθόλου με αυτό που της είπε ο Χριστός και το περιβάλλον Του, που, όπως είπαμε, «άγγιζε» τα όρια του προσβλητικού. Σε ένα πράγμα είχε τον καημό της: να γίνει η κόρη της καλά. Τα αγνόησε όλα και «πήρε» την «προσβολή» και την έκανε «προσευχή». Άλλωστε, να θυμόμαστε πως αυτό ακριβώς συμβαίνει στους πνευματικούς ανθρώπους και στους αγίους. Είναι «καλλιτέχνες», μιας και μπορούν και παίρνουν το «άσχημο» και το κάνουν «όμορφο», παίρνουν το «αρνητικό» και το κάνουν «θετικό». Παίρνουν την «αμαρτία» και με τη μετάνοια την κάνουν «αρετή» και «δυνατότητα αγιότητας».