Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Το κριτήριο της αγάπης

Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Φοιτητή Κοινωνιολογίας του Παν. Αιγαίου 

Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Μτ. κε΄ 31-46) ο Κύριος μας αναφέρει με ποιο κριτήριο και με ποιον τρόπο θα κριθούμε. Aυτό είναι ένα ακόμη καλό εφόδιο ενόψει της πνευματικής προσπάθειας που ξεκινά σε λίγες μέρες, της Μ. Σαρακοστής.

Αρχικά, ο Χριστός προσπαθεί να μας «ενεργοποιήσει», θέτοντάς μας την αρετή της «εγρήγορσης», η οποία μας βοηθάει να προχωρήσουμε. Αυτό συμβαίνει γιατί ένα μεγάλο «εμπόδιο» της πνευματικής ζωής είναι η λήθη: Να ξεχάσουμε ποιος είναι ο προσανατολισμός μας και ποιος είναι ο άξονας της ζωής μας. Έρχεται ο Κύριος, δίνοντάς μας αυτό το ευαγγέλιο της «Κρίσεως», ώστε να μας αφυπνίσει και να μας βάλει στην αληθινή πορεία. 

Αυτό, όμως, που μας εκπλήσσει, και το έχουμε ακούσει πάρα πολλές φορές, είναι το κριτήριο της Κρίσεως. Ποιο είναι; Ούτε οι μεγάλες ασκήσεις, ούτε οι νηστείες μας, ούτε η θεολογική μας κατάρτιση, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό και απλό: Η «αγάπη». Το κριτήριο δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο, εφόσον ο ίδιος ο Θεός είναι Αγάπη και εφόσον παράδεισος είναι η «δυνατότητα να έχω σχέση και κοινωνία με το Θεό και τους αδελφούς μου». Άρα, το κριτήριο της Κρίσεως είναι η αγάπη.

Ο άνθρωπος ο «υγιής» πνευματικά είναι αυτός που μπορεί ν’ αγαπά και ν’ αναγνωρίζει την αγάπη του Θεού. Η αληθινή αγάπη του Θεού «καθρεπτίζεται» στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους. Μας λέει ο Κύριος: «Εφόσον βοηθούμε το δυσκολεμένο άνθρωπο, είμαστε μέσα στο πνεύμα του Θεού». Μάλιστα, το σημαντικό είναι όχι μόνο να τον βοηθούμε, αλλά στο πρόσωπό του να βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό.

Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε πως η αγάπη δεν είναι μια πράξη οίκτου ή ναρκισσισμού. Δηλαδή, δεν κάνω μια καλή πράξη ώστε να νοιώθω καλά με τον εαυτό μου και ότι είμαι σπουδαίος, αλλά αγάπη είναι η δυνατότητα να «βγαίνω» απ’ τον εαυτό μου, να γνωρίζω τον άλλον και να τον τιμώ ως «εικόνα» του Θεού. Ν’ αγαπώ όχι μόνο αυτόν που το αξίζει, αλλά, ιδιαίτερα, αυτόν που δεν το αξίζει. Αυτό είναι το «μυστήριο της αγάπης».

Βλέπουμε πως ο Κύριος απαριθμεί διάφορους ανθρώπους: Πεινασμένους, διψασμένους, γυμνούς, φυλακισμένους και ασθενείς. Για παράδειγμα, παρατηρούμε πως ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και οι «φυλακισμένοι». Θα πει κάποιος: «Πώς θα βλέπω στα μάτια ενός εγκληματία το πρόσωπο του Χριστού;». Αυτή η σκέψη είναι καθαρά «ψυχολογική» και «κοσμική». Ο Χριστός έρχεται και βάζει τα πράγματα σε μια άλλη βάση: Στην «υπαρξιακή» και «οντολογική». Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο άλλος είναι «εικόνα» Θεού, είναι ο Χριστός για μένα. Ο «πεινασμένος» δεν είναι αυτός που δεν έχει μόνο να φάει, αλλά και αυτός που στερείται της χάριτος του Θεού. Ο «διψασμένος» δεν είναι αυτός που δεν έχει μόνο να πιει, αλλά αυτός που «διψάει» η ψυχή του για την αγάπη του Θεού. 

Άρα, η στάση η δική μας είναι να μαρτυρήσουμε στον άνθρωπο την ειρήνη και την ανάπαυση. Για να τα μαρτυρήσουμε, όμως, αυτά, χρειάζεται, πρωτίστως, εμείς να τα έχουμε βρει. Πώς τα βρίσκουμε; Όχι πιέζοντας τον εαυτό μου να μπορέσω να τ’ αποκτήσω μ’ έναν διανοητικό τρόπο, αλλά με το ν’ «ανοίξω» την ύπαρξή μου να εισέλθει η χάρις του Θεού. Χρειάζεται μια «ρωγμή» στην ύπαρξή μας για να εισέλθει το φως.

Η αγάπη, λοιπόν, προς τους ανθρώπους, όπως μας την προτείνει ο Κύριος, είναι, πρώτα απ’ όλα, η απόδειξη της αγάπης μας προς το Θεό. Ταυτόχρονα, η αγάπη μας προς τους ανθρώπους είναι που ελκύει τη χάρη του Θεού στη ζωή μας. Ουσιαστικά, έχουμε μια «διπλή» πορεία: Παίρνω απ’ το Θεό αγάπη, δίνω αγάπη στους ανθρώπους και λαμβάνω τον ίδιο το Θεό. Αυτό είναι όλο. Αναφέρει ο Μητροπολίτης Περγάμου, Ιωάννης Ζηζιούλας: «Αγαπώμαι, άρα υπάρχω». Δηλαδή, με «τροφοδοτεί» η αγάπη του Θεού, ξέρω πως Κάποιος με αγαπάει και, άρα, υπάρχω. «Βγαίνω» απ’ τα δικά μου δεδομένα και τους δικούς μου λογισμούς και μου αποκαλύπτεται μια άλλη ζωή. Εμείς, παρ’ όλο που είμαστε στην Εκκλησία, τις περισσότερες φορές, δεν έχουμε αλλοιωθεί πνευματικά. Τα βλέπουμε όλα με τα δικά μας μέτρα και κριτήρια.

Χωρίζουμε τους ανθρώπους σε «καλούς» και «κακούς», «ηθικούς» και «ανήθικους». Τους πρώτους τους τιμούμε γιατί ικανοποιείται ο εγωισμός μας, ενώ τους δεύτερους τους κατακρίνουμε για να νοιώθουμε τη δική μας αυτό-δικαίωση. Όμως, το πνεύμα του Θεού πάει σε μια άλλη διάσταση. Σε ποια; Βλέπω τον αμαρτωλό, που είναι «ασθενής» και «φυλακισμένος», και τον περιθάλπω. Αυτός που αμαρτάνει, επί της ουσίας, δε ξέρει τι κάνει πραγματικά, αλλά και εμείς δεν ξέρουμε την κατάστασή του. Δε ξέρουμε τον εσωτερικό του κόσμο, δεν ξέρουμε τι προηγήθηκε, αλλά και τι είναι αυτό που τον οδήγησε στο να αμαρτήσει. Ένα είναι σίγουρο: Αν τον περιθάλψω, θα αναπαύσει και εμένα ο Θεός. Η αγωνία μου ν’ αναλύω τα πράγματα με τη δική μου λογική, είναι απόδειξη της άγνοιας που ζω. Άλλα τα κριτήρια του Θεού και άλλα τα δικά μας.

Πώς οδηγείται ο άνθρωπος σ’ αυτή την πνευματική ελευθερία; Μέσω της συντριβής. Ο άνθρωπος μαλακώνει και αποκτά καρδιά. Δεν τον νοιάζει ποιος είναι «καλός» και «κακός». Ένα πράγμα τον απασχολεί και λέει: «Επειδή έζησα προσωπικά την οδύνη της απουσίας του Θεού, δε θέλω κανείς να βιώσει αυτό και θέλω όλοι ν’ αποκτήσουν αίσθηση του Θεού». Μόνο ο άνθρωπος που γεύτηκε τον πόνο και την αγάπη του Θεού, ξεπερνά τα στενά όρια της λογικής του. Δεν κάθεται να βλέπει πόσο αμαρτωλός είναι αυτός, πόσο ο άλλος, πόσο δικαιότερος είναι από εκείνον και πάει λέγοντας. Αντιθέτως, έχει εισέλθει, πλέον, σ’ εκείνο το «κυνήγι» αναζήτησης του Θεού.

Επομένως, όταν ο Χριστός μάς μιλά για την αγάπη, σημαίνει ότι ο άνθρωπος πέρασε απ’ αυτή την πορεία και αναπαύτηκε μέσα του ο Χριστός και Αυτόν εκπέμπει: Την ανάπαυση και την παρηγοριά σε όλους. Αντιθέτως, όταν είμαστε «εγκλωβισμένοι» στον λογισμό μας, δείχνουμε ότι δεν έχουμε σχέση με τον Χριστό και ας λεγόμαστε «χριστιανοί». Ο Κύριος μας ανοίγει άλλη οδό. Είναι ξεκάθαρος: Η αγάπη είναι το μέτρο. Όχι, όμως, η δική μας αγάπη, αλλά η δική Του. Όχι αυτή που νομίζουμε εμείς, αλλά αυτή που περνάει μέσα απ’ το δικό Του Πρόσωπο. Εφόσον στον αδελφό μας είδαμε τον Χριστό, αυτή είναι η αληθινή αγάπη.

Για να δούμε, όμως, στο πρόσωπο του αδελφού μας τον Χριστό, χρειάζεται εμείς πρώτα να έχουμε δει τον Χριστό. Για να δούμε τον Χριστό χρειάζεται πρώτα να περάσουμε απ’ αυτή την πορεία της μετάνοιας, της συντριβής και της αναζήτησης του Θεού. Δεν είναι μια ψυχολογική διάσταση του τύπου «βοηθάω απλώς κάποιον», αλλά κρύβεται από πίσω ο πόθος για συνάντηση με το Θεό. Έτσι, μπορώ και νοιώθω πληρότητα και αυτό το εκπέμπω σε όλους. Μάλιστα, εφόσον βιώνω αυτή την πληρότητα, δηλαδή την αγάπη, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, κατά το λόγο του Ιερού Αυγουστίνου.

Στον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» ο Ταρκόφσκι σημειώνει κάτι «τολμηρό», ίσως, και «προκλητικό»: «Όταν κάτι πάει στραβά, όταν είσαι απελπισμένος, ξαφνικά βλέπεις κάποια μάτια και είναι σαν Θεία Κοινωνία». Να, λοιπόν, ποιο είναι το «χρέος» μας: Στον άνθρωπο τον απελπισμένο, τον φυλακισμένο, τον άρρωστο και στους πάντες να γίνουμε μια ανάπαυση, μια παρηγοριά, μια «θεία κοινωνία», επιτρέψτε μου να πω.

spot_img

More articles

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img