Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιστ΄ 19-31) ο Κύριος αναφέρει την ιστορία του «πλούσιου και φτωχού Λαζάρου». Την γνωρίζουμε όλοι. Κάποια στιγμή έφυγαν απ’ αυτόν τον κόσμο και οι δύο. Ο πλούσιος, όμως, βασανιζόταν και δεν μπορούσε ν’ απολαύσει τα «δώρα» και τον «πλούτο» της αγάπης του Θεού, ενώ ο φτωχός Λάζαρος απολάμβανε την ειρήνη και το έλεός Του.
Είναι γεγονός πως ο πλούσιος ζητούσε κάποια παρηγοριά, αλλά δεν μπορούσε να βρει αυτή τη δυνατότητα, γιατί υπήρχε μεγάλο χάσμα μεταξύ αυτού και του φτωχού Λαζάρου. Παρακάλεσε και ζήτησε, τουλάχιστον, να δοθεί η μαρτυρία-ενημέρωση στους οικείους του, οι οποίοι ζούσαν ακόμα, αυτής της καταστάσεως που βίωνε, ώστε ν’ αλλάξουν στάση ζωής. Λέει, όμως, ο Κύριος: «Εάν δεν ακούν τους προφήτες που τους μίλησαν, και το λόγο του Θεού, ούτε και αν αναστηθεί κάποιος και τους περιγράψει την κατάσταση, θα πεισθούν».
Χωρίς αμφιβολία, είναι ένας σκληρός λόγος. Για πολλούς ένας λόγος δυσβάστακτος, περίεργος και μυστικός. Δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε. Αξίζει να σταθούμε σε μερικά σημεία, για ν’ αντιληφθούμε τι θέλει να πει ο Κύριος. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι ο «φτωχός» έχει όνομα. Είναι ο Λάζαρος. Ο «πλούσιος» είναι ανώνυμος. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι αυτό που ορίζει τ’ όνομά μας, εξαρτάται απ’ το πού είναι στραμμένη η ελευθερία μας, πού είναι ο θησαυρός της καρδιάς μας και πού είναι στραμμένη η αγάπη μας.
Ο πλούσιος ήταν στραμμένος στα πράγματα. Δηλαδή, στην ικανοποίηση του εαυτού του. Ζούσε με μια ιδιοτέλεια και ήταν ανίκανος να οικοδομήσει σχέσεις. Γι’ αυτό, δεν είχε όνομα. Ο φτωχός Λάζαρος είχε όνομα, μιας και αναζητούσε βαθύτερα πράγματα. Μέσα απ’ την πτωχεία του ανέπτυσσε σχέσεις και με το Θεό και με τους ανθρώπους. Ουσιαστικά, όταν ο άνθρωπος είναι «κλεισμένος» στην ιδιοτέλειά του και στις επιθυμίες του, δεν «οικοδομεί» σχέσεις. «Σχέση» σημαίνει διάθεση να σηκώσω τον σταυρό μου. Σημαίνει δόσιμο. Δόσιμο όχι αυτού που μπορώ, αλλά αυτού που δεν μπορώ και με ξεπερνάει. Αυτού που έχει προσωπικό κόστος.
Εμείς οι χριστιανοί σήμερα ζούμε σε μια μακαριότητα της «αδράνειας» και της
«αφασίας». Είμαστε τόσο μακάριοι όσο τα φυτά και είμαστε βολεμένοι σ’ αυτό. Δεν θέλουμε να εξελιχθούμε, δεν πιστεύουμε πως αυτό που αναφέρει η ιστορία έχει βαθύτερο νόημα. Η Εκκλησία σήμερα βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, διότι αδυνατεί να «γεννήσει» νέα ερωτήματα. Ένα ερώτημα όταν εκφράζεται αποκαλύπτει πόθο για νόημα και «δίψα» για ένα λόγο ύπαρξης.
Ταυτόχρονα, ο φτωχός Λάζαρος είχε πληγές. Ποιες ήταν οι πληγές; Οι οδύνες του ανθρώπου που αναζητεί το Θεό και που επιζητά τη φανέρωση της Βασιλείας των Ουρανών. Ο πλούσιος δεν ήταν αυτός που είχε χρήματα και ήταν βολεμένος, αλλά ήταν αυτός που δεν αναζητούσε το Θεό και έψαχνε κάπου να «κοιμίσει-
νεκρώσει» αυτή την αναζήτηση. Έτσι, ήταν βολεμένος στα πράγματα. Είναι σαν αυτούς τους ανθρώπους της Εκκλησίας που λένε: «Όλα μια χαρά είναι». Δεν είναι, όμως, όλα μια χαρά, διότι δεν έχουμε το Θεό ακόμα, δεν μας αποκαλύφθηκε ο Θεός. Απλώς παίρνουμε τα «ναρκωτικά» μας ο καθένας, για να κοιμηθούμε και να ζήσουμε αυτή τη ψεύτικη μακαριότητα.
Οι άνθρωποι του Θεού είναι αυτοί που πέφτουν και σηκώνονται. Δεν μένουν στην πτώση, αλλά εξελίσσονται ακόμα και εκεί.Το τρομερό που δείχνει την πτωχεία μας και τον ψεύτικο «πλούτο» μας, είναι ότι δεν εξελισσόμαστε. Ο άνθρωπος που αναζητεί ζωντανή και αληθινή σχέση με το Θεό, συνεχώς εξελίσσεται. Δεν καθηλώνεται πνευματικά. Έχει διαρκείς «πνευματικές γεννήσεις» μέσα του. Περνάει απ’ τον πόνο, ζητώντας να γίνει ορατός ο Θεός στη ζωή του. Φεύγει ο Θεός και έρχεται. Αυτό μας «ενεργοποιεί». Ο πλούσιος της παραβολής δεν ψάχνει σχέση, αλλά ψάχνει την ικανοποίησή του και είναι ένας «νεκρός» άνθρωπος.
Αντιθέτως, ποιος είναι ο γεμάτος «πληγές» άνθρωπος; Είναι ο ανήσυχος άνθρωπος, που αναγνωρίζει την πτωχεία της απουσίας του Θεού και ζητεί το Θεό στη ζωή του. Ο Θεός δίνει και επιτρέπει πράγματα. Μια ζωντανή σχέση έχει τα σκότη της, αλλά έχει και το φως. Αυτή η διαδικασία είναι που μας αναπτύσσει, γιατί ζητούμε το φως διαρκώς. Η πνευματική ζωή είναι ένα διαρκές «κυνηγητό» του Θεού. Υπάρχει ένα φοβερό περιστατικό στο βίο του Αγίου Σιλουανού: «Παρακαλούσε τον Χριστό να του φανερωθεί. Πέρασαν μήνες και μήνες με τέτοια προσευχή και οι δυνάμεις της ψυχής του εξαντλήθηκαν. Έφθασε μέχρι την απόγνωση και φώναξε: «Είσαι αδυσώπητος (δεν έχεις έλεος)».
Σήμερα οι χριστιανοί, κατά κύριο λόγο, «πλουτίζουμε» απ’ τις φαντασιώσεις μας, απ’ τις προσδοκίες να περάσουμε μια ευχάριστη και ήσυχη ζωή και να είμαστε μια χαρά. Αυτό που λέει ο Κύριος είναι κάτι άλλο. Βλέπουμε τον πλούσιο. Ζούσε σ’ αυτή την κατάσταση και δεν μπορούσε να αναπτύξει σχέσεις με κανέναν. Γιατί; Διότι μόνο ο πονεμένος άνθρωπος μπορεί να κάνει σχέσεις. Αυτός, δηλαδή, που δεν ησυχάζει αν δεν βρει το Θεό. Αυτός που συνεχώς χάνει το Θεό και αναζητεί το Θεό. Αυτή η εμπειρία του Θεού τον καθιστά πρόσωπο και μπορεί να σχετίζεται με κάθε άνθρωπο.
Αυτός, επομένως, είναι ο πραγματικός πλουτισμός και η πραγματική πτωχεία. Όταν είσαι τέτοιος άνθρωπος, που παλεύεις με τον εαυτό σου και με το Θεό, γίνεσαι μια λεπτή και ευαίσθητη ύπαρξη. Μπορείς και αντιλαμβάνεσαι βαθιά πράγματα και συμπονάς κάθε άνθρωπο. Γίνεσαι ένας άνθρωπος «δοσίματος». Όταν είσαι άνθρωπος πραγματικά του Θεού, είναι αδύνατον να κρατήσεις πράγματα για σένα. Θέλεις μόνο να δίνεις. Ό,τι έχουμε είναι της χάριτος του Θεού.
Όμως, ας προσέξουμε το εξής: Η χάρις του Θεού δίδεται σ’ αυτούς που είναι «ανοικτοί» στη χάρη, που την ποθούν και την αναζητούν. Ποιος την αναζητεί; Ο πονεμένος άνθρωπος. Επαναλαμβάνουμε: Άλλος ο πόνος του εγωισμού, που δεν έγινε αυτό που ήθελα και πληγώνομαι, και άλλος ο πόνος της καθημερινής άσκησης να «μαλακώσει» ο εγωισμός μέσα μου.Το όλο ζητούμενο, λοιπόν, είναι να αποβάλουμε αυτόν τον εγωισμό και ν’ αφεθούμε σαν «μικρά παιδιά» στα χέρια του Θεού να μας πλάσει Αυτός όπως θέλει.