Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιη΄ 18-27) κάποιος νέος πλησίασε τον Κύριο και τον ρώτησε: «Με ποιο τρόπο θα κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Του λέει ο Κύριος: «Υπάρχουν οι εντολές». Ο νέος απάντησε πως τις τηρεί όλες: Δεν μοίχευσε, δεν φόνεψε, δεν έκανε κάτι που παραβαίνει το νόμο. Τότε, ο Κύριος τον καλεί να πουλήσει όλα του τα υπάρχοντα, να τα δώσει στους πτωχούς και να Τον ακολουθήσει.
Σ’ αυτό το σημείο, ο νέος ζορίστηκε γιατί, όπως μας λέει το ευαγγέλιο, ήταν πολύ πλούσιος. Μάλιστα, μετά αναφέρει ο Κύριος: «Δύσκολα σώζονται οι πλούσιοι». Οι αυτόπτες μάρτυρες, όμως, γεμάτοι απορία, ρώτησαν: «Αν δεν μπορεί να σωθεί αυτός ο νέος που τηρεί όλες τις εντολές, τότε, πώς μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί;». Ο Χριστός απαντάει: «Τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό».
Είναι μια απλή ιστορία που τη γνωρίζουμε όλοι. Όμως, υπάρχει ένα βαθύ νόημα. Ο Κύριος προσπαθεί με μια «χειρουργική επέμβαση» να παρουσιάσει στο νέο το πρόβλημά του. Το πρόβλημά του δεν ήταν ότι δεν τήρησε τις εντολές. Δεν σωζόμαστε απλώς γιατί τηρήσαμε κάποιες εντολές, αν αμαρτήσαμε ή δεν αμαρτήσαμε. Η σωτηρία είναι αποτέλεσμα της προσωπικής σχέσης με το Θεό. Έχει να κάνει με το πού είναι δοσμένη η καρδιά μας.
Αυτό μπορούμε να το δούμε και στις ανθρώπινες σχέσεις. Για παράδειγμα, σε μια σχέση μπορεί ο ένας να κάνει τα «καθήκοντά» του τέλεια, αλλά η καρδιά του να είναι απούσα. Δεν είναι πρόβλημα αυτό το πράγμα; Οπότε, ο νέος τα κάνει όλα, αλλά ο Κύριος προσπαθεί να του βγάλει από μέσα «ποιος είναι ο πραγματικός του θησαυρός», αυτό απ’ το οποίο δεν μπορεί να «ξεκολλήσει». Η καρδιά του ήταν δοσμένη στον πλούτο. Σε μας μπορεί να είναι κάτι άλλο.
Η ουσία, λοιπόν, δεν είναι αν είμαστε «φτωχοί» ή «πλούσιοι», αλλά πού είναι δοσμένη η καρδιά μας. Η σωτηρία μας δεν είναι μια κατάσταση «υπολογισμού», όπου θα βάλουμε σε μια ζυγαριά τα «καλά» και τα «κακά» που κάναμε και αναλόγως θα κριθούμε. Είναι υπόθεση αν έχουμε «γευτεί» την αγάπη του Θεού και είναι ζωή μας ο Θεός. Γι’ αυτό το λόγο, ορισμένες φορές, είναι πρόβλημα η «θρησκευτική ζωή», όταν εξαντλείται στην εξωτερική έκφραση και στους τύπους και δεν μας οδηγεί στον πραγματικό λόγο ύπαρξης. Αυτό δείχνει πως ζούμε για την «εικόνα», για το «φαίνεσθαι» και δεν μπορούμε να δούμε τα ουσιώδη.
Ο Κύριος αυτό κάνει: Προσπαθεί να δει την καρδιά μας. Εμείς, δυστυχώς, εκεί ζοριζόμαστε: Κάνουμε τα πάντα προκειμένου να μην έρθουμε σ’ επαφή με την καρδιά μας και να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: «Ποιοι είμαστε; Ποιος είναι ο «θησαυρός» της καρδιάς μας; Τι θέλουμε;». Δύσκολα απαντάμε στο «γιατί» κάνουμε κάτι. Όχι μόνο στην πνευματική ζωή, αλλά και στην καθημερινότητά μας μπορούμε να «γυρίσουμε όλο τον κόσμο», προκειμένου να μην έρθουμε σ’ επαφή με την πραγματικότητά μας. Δηλαδή, εύκολα βολευόμαστε. Φτιάξαμε κάποιες ιδέες για τον εαυτό μας, φτιάξαμε μια ψεύτικη εικόνα, οχυρωνόμαστε και χάνουμε, συνεπώς, την επαφή με την αλήθεια και με τον πλησίον μας. Καμιά σχέση δεν μπορεί να γίνει αν δε ξέρουμε ποιοι είμαστε, για ποιο λόγο ζούμε και γιατί κάνουμε κάτι.
Επομένως, αυτό το παραμύθι ότι εμείς είμαστε «καλοί χριστιανοί», «δεν κάνουμε μεγάλες αμαρτίες», μας το διαγράφει ο Χριστός. Μας λέει: «Εντάξει. Τα ξέρουμε αυτά. Πάμε στο ουσιώδες: Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Ποιος είναι ο πλούτος της καρδιάς σου; Όχι απαραίτητα τα χρήματα. Μπορεί να είναι ο εαυτός σου, η τιμή και η αναγνώριση του κόσμου». Αυτό είναι το «εμπόδιο» που δεν μας αφήνει ν’ αναλάβουμε υπεύθυνα την ευθύνη της ύπαρξής μας και ν’ αποφασίσουμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και προς τα πού πάμε.
Αυτό αδυνατούμε να το κάνουμε, μιας και μας φαίνεται δυσβάστακτο και μας ξεβολεύει. Γι’ αυτό το λόγο, φτιάξαμε μια ψεύτικη εικόνα ο καθένας μας για να νιώθουμε καλά. Ο Χριστός, επομένως, έρχεται και μας φανερώνει την αληθινή ζωή. Ταυτόχρονα, επειδή αυτή η διαδικασία είναι δύσκολη, το να μπορέσουμε, δηλαδή, να «γκρεμίσουμε» τους ψεύτικους «θεούς» μας, μας δίνει θάρρος ο Χριστός και λέει: «Εντάξει. Σου φαίνεται δύσκολο επειδή είσαι εγκλωβισμένος. Όμως, αυτά που είναι αδύνατα σε σένα, θα τα κάνω εγώ».
Ζητάει και από εμάς, όμως, κάτι: Μια τιμιότητα. Να πούμε ότι είμαστε μπερδεμένοι, χαμένοι και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, αλλά θέλουμε να ζήσουμε. Το σημαντικό είναι ν’ αναλάβουμε την ευθύνη να θελήσουμε να ζήσουμε. Να πούμε: «Δεν έχουμε ζωή. Οικοδομήσαμε μια ζωή βαρετή και δε ξέρουμε πού πάμε». Το πρόβλημα ξεκινάει απ’ το γεγονός πως δεν «ενεργοποιήθηκε» η καρδιά μας και το βαθύτερο «είναι» μας. Πώς θα γίνει αυτό; Χρειάζεται ν’ αποδεχτούμε την κατάστασή μας και «ν’ ανοιχθούμε» στο έλεος του Θεού, ώστε να κάνει Αυτός τη δουλειά Του.