Αραχτή στον καναπέ, βραδάκι Τρίτης, χαζεύοντας σήριαλ στην τηλεόραση. Ο άντρας μου, βγάζοντάς με απ’ τη βολή μου, μού ανακοίνωσε τα δυσάρεστα της απώλειας του Νιόνιου. Βουρκώνοντας και κλαίγοντας μετά για ώρες, πετάχτηκα στο χρόνο δεκαετίες πριν, σε έναν άλλο καναπέ. Στο μικρό σαλονάκι. Αυτό που στόλιζε την ηλιόλουστη «καλή» είσοδο του πατρικού μου. Εκεί που μπαίναμε – και εννοείται δεν καθόμασταν ποτέ εμείς τα παιδιά – στις γιορτές ή μόνο όταν έρχονταν επισκέπτες.
Σ’ αυτό λοιπόν το χρωματιστό και χαρούμενο σαλονάκι, στην απαγορευμένη ζώνη του μισού περίπου σπιτιού, ο μπαμπάς μου, έβαλε το καινούργιο στερεοφωνικό με τα μεγάλα ηχεία και το σύγχρονο πικάπ. Για να είναι δίπλα στο μεγάλο σαλόνι, αλλά και να μην ενοχλεί κιόλας η δυνατή ένταση. Κι εγώ που πάντα παράβαινα τους κανόνες, μόλις σχολούσα απ’ το σχολείο – ή Γ’ γυμνασίου, ή Α’ λυκείου ήμουν τότε – έσπευδα μόνη στο σπίτι, να καταλάβω το στέρεο και να ακούσω μουσική.
Θυμάμαι ήταν άνοιξη όταν με τις οικονομίες μου, αγόρασα το διπλό άλμπουμ του Διονύση Σαββόπουλου, τη «Ρεζέρβα». Το στόλισα ανάμεσα στο δίσκο της Μαρίας Κάλλας που είχαμε οικογενειακώς κάνει δώρο στη μητέρα μου σε κάποια γενέθλια, και στον άλλο με τα αγγλόφωνα ροκ αντιμιλιταριστικά τραγούδια που με ξεσήκωναν στην διαπασών όταν είχα τις μαύρες μου.
Κι εκεί άρχισε η μύηση στα δρώμενα του Νιόνιου. Τον οποίο ήξερα ήδη απ’ το Κατηχητικό, που πήγαινα στα μικράτα μου, γιατί η Κυρία που βοηθούσε τον ιερέα, μάς έπαιζε στην κιθάρα τη Συννεφούλα και μας είχε μιλήσει για τον δημιουργό της. Κι είχα ψάξει και είχα μάθει κι άλλες πολλές δημιουργίες του.
Με τα αμέτρητα τραγούδια της Ρεζέρβας περίπου εντρύφησα στη μουσική αλλά και στους στίχους του Σαββόπουλου κι αυτό γιατί το LP είχε τυπωμένα και τα λόγια των τραγουδιών. Πού εκείνη την εποχή να βρεις τι ακριβώς συνοδεύει τη μουσική. Έπρεπε να ακούς και να ξανακούς τα κομμάτια, ακόμη και κρατώντας σημειώσεις…
Τέλος πάντων, κάπως έτσι η δική μου η γενιά και οι προγενέστερες, ενδεχομένως και αρκετές επόμενες, γνωρίστηκαν με τον μέγιστο Έλληνα τραγουδοποιό. Παράλληλες ιστορίες αμέτρητες για χιλιάδες νέους που με τον Νιόνιο, θέλησαν να μείνουν πάντα νέοι. Γιατί οι μουσικές του έχουν το χάρισμα να σε παιδεύουν και να σ’ εκπαιδεύουν, να σε παίρνουν στο κύμα τους και να σε ταξιδεύουν σε μια διαδρομή αλλόκοτη. Αντισυμβατική και αντιδραστική, μα συνάμα τόσο μα τόσο ρεαλιστική. Δίχως υπερβολές και συγχρόνως με δόσεις ισχυρές φαντασίας και υπερφυσικές.
Το προνόμιο του Σαββόπουλου, που μας αποχαιρέτησε, ήταν να μιλά στις ψυχούλες μας και να τις παροτρύνει να προσαρμόσουν τους στίχους και τις μουσικές του στα δικά τους δεδομένα. Αυτό το χάρισμα, ό,τι ακούς να το μεταφράζεις όπως εσύ θες, ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα δημιουργοί, το πετυχαίνουν. Κι ίσως για αυτό γίνονται τεράστιοι, διότι εμφυσούν μέσα σου και φουντώνουν το αίσθημα της αμφίδρομης ελευθερίας. Και με τέτοια πορεία ο δημιουργός ανεβαίνει, φτάνει στην κορφή και γίνεται δικός μας. Μάς κατακτά και εμείς σε αντάλλαγμα τον οικειοποιούμαστε. Κι αυτό παρότι κατά περιόδους διαφωνήσαμε ή και συνεχίζουμε να διαφωνούμε με επιλογές του, κυρίως πολιτικών τοποθετήσεων. Ποτέ όμως με τις μουσικές του.
Είχα την τύχη στη ζωή μου να δω πολλές συναυλίες του. Να ζήσω όταν σπούδαζα τις μοναδικές στιγμές στη Θεσσαλονίκη. Και με τον Παπάζογλου με τη Μούσα Καρβουναρού. Με ένα σωρό τραγουδιστές και δημιουργούς. Με τη θητεία του Μιχάλη Μενιδιάτη κι ένα σωρό άλλα βιώματα που έγραψαν πάνω μου.
Όλα αυτά που εν συνόλω με έχουν κάνει και κλαίω λες κι έχασα δικό μου άνθρωπο, λες και τώρα δεν θα έχω άλλες ευκαιρίες να ξανανιώσω ξέγνοιαστη 15χρονη στο πολύχρωμο σαλονάκι του σπιτιού μου. Ή μήπως ακούγοντας Σαββόπουλο τεχνηέντως θα επιστρέφω, όπως όλοι μας, πίσω στο χρόνο;
(Δεν το έχω ξανακάνει, αλλά αφιερώνω το μικρό κείμενό μου για τον τεράστιο Διονύση Σαββόπουλο στη φίλη μου Μαρία Α. απ’ τα Χανιά, που είμαι σίγουρη ότι όπως κι εγώ έχει πέσει σε βαθιά θλίψη για τη μεγάλη απώλεια).




