Όλα τα θυμάμαι.
Όλα εκείνα τα παιδικά καλοκαιρινά βράδια που γυρίζαμε από τη βόλτα στην προκυμαία με τη μαμά και τον μπαμπά. Παιδάκια με τα κοντά φουστανάκια ή τα σορτσάκια, τα πεδιλάκια, και εκείνη τη γεμάτη αίσθηση ασφάλειας και ξεγνοιασιάς.
Ζέστη, ονειρεμένες βραδιές, έναστρος ουρανός που καθώς κρατούσα το χέρι του μπαμπά, χοροπηδούσα πάνω στο πεζούλι του Μακρύ Γιαλού που ξεκίναγε από τον ΟΜΙΛΟ κι έφτανε μέχρι το περίπτερο του Σωκράτη.
Θυμάμαι το σουβλάκι καλαμάκι με τη γλίνα στη μέση – πάντα την έβγαζα γιατί με αηδίαζε – καρφωμένο πάνω στο φρέσκο ψωμάκι. Τέτοια νοστιμιά δεν ξαναβρήκα ποτέ σε σουβλάκι.
Θυμάμαι τις πάστες πεταλούδες του Πιτέλη, το παγωτό παρφέ του Φλόκα. Άλλοτε τα παίρναμε στο χέρι, άλλοτε μαζί μας για να τα τρώμε σπίτι. Στου Πιτέλη θυμάμαι εκείνα τα υπέροχα μαρμάρινα τραπεζάκια με τις παραδοσιακές καρέκλες. Εκεί καθόμασταν και μας ερχόταν πρώτα το παγωμένο ποτήρι νερού και μετά το πιατάκι με την πάστα.
Θυμάμαι τη γλυκόξινη σπιτική λεμονάδα της Όλγας στο σπίτι της Κουλμπάρας και τις ατέρμονες περιγραφές της στη μαμά, για την ερωτική παράνομη ζωή της με τον παντρεμένο εραστή της. Γιατί νομίζατε ότι αυτά δεν γινόντουσαν τότε;
Θυμάμαι τα μικρά αστακουδάκια που έφερνε ο μπαμπάς από το Σίγρι. Η μαμά τα έβραζε και μας τα σέρβιρε με τη θεϊκή σπιτική μαγιονέζα της.
Θυμάμαι τις μέλισσες που βγαίνανε από τις κυψέλες μας στη Χρυσομαλλούσα για να τις μαντρώσει ο μπαμπάς σε μια καινούργια φωλιά. Καπνοί, κηρήθρες, μέλι, κηφήνες.
Θυμάμαι τα ποδήλατά μας.
-‘Τζιτ τα Goreg‘ με πείραζαν τα παιδιά της γειτονιάς. Αυτή ήταν η μάρκα του δικού μου γυναικείου ποδηλάτου που πάντα ήταν πιο ψηλό και πιο μεγάλο από μένα. Αλλά εγώ τότε σπάνια περπατούσα… αυτοκόλλητη με το ποδήλατό μου.
Θυμάμαι την αλάνα της Χρυσομαλλούσας, με τα αλάνια απ’ όλες τις γειτονιές, να παίζουν ποδόσφαιρο.
Θυμάμαι τον Όμιλο με τη μεγαλοαστική τάξη της πόλης, τα λευκά μπικίνι και τα ψηλοτάκουνα μιουλ, τις κυρίες με τις κορμάρες να κάνουν σκι με τα ταχύπλοα, τον Κουκλέλη να εκπαιδεύει τα Γιαλουσάκια στην ιστιοπλοΐα, τον άρχοντα Βασίλη Παπαγιαννίδη.
Θυμάμαι τη Μυτιλήνη που στα μάτια μου – εκ των υστέρων το λέω – τότε ήταν φτυστή το ίδιο το Μονακό, έστω και χωρίς τους Γκαριμπάλντι.
Θυμάμαι τον Ταρλά – σημερινό Γήπεδο. Το Σωκράτη και τον Λάκη.
Θυμάμαι το σπιτικό παγωτό που φτιάχναμε γυρίζοντας τη μανιβέλα στη δανεική παγωτομηχανή. Είχε διάφορα κρυσταλλάκια που μια χαρά μας άρεσαν… ήταν σαν γρανίτα.
Θυμάμαι τ’ αστέρια, τα ταβερνάκια, τα χαλίκια, τα φλερτ, τα τραγούδια του τζουκ-μποξ, τ’ αλμυρίκια της Φλωρίντας.
Θυμάμαι με πολλή αγάπη εκείνα τα χρόνια που η ζωή ήταν μόνο μπροστά μας.
Η συνταγή μας
Θυμάμαι και τα βραχάκια της Αλεξάνδρας.
Με σταύρωνε η Πέγκυ να τα φτιάξουμε στην κουζίνα της μαμάς.
Μια-δυο φορές βγήκαν σαν πραγματικά βραχάκια… για να πετροβολάς κι εγώ δεν ξέρω τι.
Την άλλη φορά όμως τα πετύχαμε.
Το μυστικό είναι στο λιγότερο αλεύρι, στο μεράκι, στην συνταγή, στην αγάπη, στη γειτονιά, στις μνήμες.
Βραχάκια της Αλεξάνδρας
Υλικά
1 φλιτζάνι βούτυρο
2 φλιτζάνια ζάχαρη
1 φλιτζάνι γάλα
4 αυγά
2 φλιτζάνια καρύδια
2 φλιτζάνια σταφίδες μαύρες
1 κουταλάκι κρεμόριο
2 κουταλάκια μπέικιν
2 κουταλάκια κανέλα
1 ποτηράκι κονιάκ
2 1/2 φλιτζάνια αλεύρι, με προσοχή
Εκτέλεση
Χτυπάμε το βούτυρο με τη ζάχαρη μέχρι να ασπρίσουν και προσθέτουμε σταδιακά τα αυγά και όλα τα άλλα υλικά.
Αλεύρι όσο σηκώσει για μια μέτρια σφιχτή ζύμη. Τα κάνουμε ατσούμπαλα μπαλάκια και τα τοποθετούμε σε ταψί με λαδόκολλα. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο για 20 λεπτά μέχρι να ροδίσουν ελαφρά.