Υπέρταση: Ο ύπουλος εχθρός (Α’ μέρος)

Spread the love

Τόσο στο σημερινό όσο και στο επόμενο φύλλο της υγείας θα ασχοληθούμε με την υπέρταση, τον ύπουλο εχθρό της ανθρώπινης υγείας που απειλεί ζωτικά όργανα του σώματος και σε πολλές περιπτώσεις τα καταστρέφει κρυφά, καθώς δεν υπάρχουν συμπτώματα και άρα λοιπόν όποιος δεν μετράει έστω και προληπτικά την πίεσή του δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει.

Με το αφιέρωμα της σελίδας μας στην υπέρταση θα κάνουμε μία εκτενή αναφορά με στοιχεία που έχουμε αντλήσει από τους πλέον ειδικούς, ώστε να δώσουμε όλες τις πληροφορίες σε κάθε επίπεδο ακόμα και για το πώς κάνουμε σωστά τη μέτρηση της πίεσης και πότε απευθυνόμαστε στον καρδιολόγο, ενώ καταρρίπτουμε τους μύθους περί «καλής» και «κακής» πίεσης.

Ένας τέτοιος όγκος κειμένου είναι αδύνατο να χωρέσει σε μία σελίδα γι’ αυτό θα συνεχίσουμε και την επόμενη εβδομάδα.

 

Αναγνωρίζοντας τον εχθρό

 

Αρτηριακή πίεση είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στο εσωτερικό τοίχωμα των μεγάλων αρτηριών του σώματος που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά σε όλα τα όργανα του σώματος.

Υπέρταση σημαίνει ότι η αρτηριακή πίεση είναι σταθερά αυξημένη πάνω από τα φυσιολογικά όρια.

Έρευνες σε διάφορες ανεπτυγμένες χώρες στην Ευρώπη ανάμεσά τους και στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, κ.λπ., έχουν δείξει ότι περίπου 1 στους 4 ενηλίκους (25%) εμφανίζει υπέρταση. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας τα υπερτασικά άτομα ίσως πλησιάζουν τα 2.000.000.

Η πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης αυξάνει με την ηλικία. Στους ηλικιωμένους (μετά τα 65 έτη) ένας στους δύο είναι υπερτασικός.

 

Μικρή και μεγάλη πίεση

 

Η αρτηριακή πίεση καταγράφεται με δύο αριθμούς, π.χ. 150/95. Ο μεγαλύτερος αριθμός είναι η «συστολική» πίεση που είναι γνωστή ως «μεγάλη» πίεση και ο μικρότερος η «διαστολική» ή «μικρή» πίεση. Συστολική είναι η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες όταν η καρδιά συσπάται για να προωθήσει το αίμα μέσω των αρτηριών προς τα όργανα του σώματος και διαστολική όταν η καρδιά χαλαρώνει για να δεχθεί νέο αίμα.

Η αρτηριακή πίεση μετριέται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (mmHg). Γι’ αυτό από τα ηλεκτρονικά πιεσόμετρα καταγράφεται π.χ. ως 140/90 mmHg (αντί για 14/9, που συνηθίζεται να αναφέρεται από το κοινό).

Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται από τη δύναμη με την οποία η καρδιά ωθεί το αίμα και από την αντίσταση που προβάλλουν σ’ αυτή την προώθηση οι μικρές αρτηρίες. Στους νέους υπερτασικούς είναι συνήθως ισχυρότερη η δύναμη ώθησης του αίματος από την καρδιά, ενώ στους μεγαλύτερους είναι αυξημένη η αντίσταση των αρτηριών στη ροή του αίματος. Στους ηλικιωμένους υπάρχει συχνά αυξημένη συστολική πίεση με φυσιολογική ή χαμηλή τη διαστολική. Η υπέρταση αυτή, που λέγεται «μεμονωμένη συστολική» υπέρταση, είναι εξίσου επικίνδυνη ή και περισσότερο επικίνδυνη από τη διαστολική υπέρταση ή τη συστολική και διαστολική υπέρταση και οφείλεται στην σκλήρυνση των τοιχωμάτων των μεγάλων αρτηριών.

 

Αίτια

 

Στη μεγάλη πλειονότητά τους (95%) οι υπερτασικοί εμφανίζουν τη λεγόμενη «ιδιοπαθή» υπέρταση. Πρόκειται για υπέρταση ουσιαστικά άγνωστης αιτίας που έχει σχέση κυρίως με την κληρονομικότητα (γονίδια) καθώς και με άλλους παράγοντες, όπως είναι η παχυσαρκία, η μακροχρόνια πρόσληψη αυξημένης ποσότητας αλατιού, η καθιστική ζωή, κλπ. Συνήθως εμφανίζεται μετά την ηλικία των 30 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε παιδιά.

Σε άτομα με υπερτασικούς και τους δύο γονείς η πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης ξεπερνά το 70%. Σε άτομα με ένα γονιό υπερτασικό η πιθανότητα είναι περίπου 30% και σε όσους δεν έχουν υπερτασικούς γονείς περίπου 15%.

Σε λίγες περιπτώσεις (5%) η υπέρταση οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο νόσημα (δευτεροπαθής υπέρταση), το οποίο μπορεί να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί με αποτέλεσμα την εξαφάνιση της υπέρτασης. Συχνότερα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι η χρόνια νεφροπάθεια, η άπνοια κατά τον ύπνο και η στένωση των νεφρικών αρτηριών. Άλλα σπάνια αίτια είναι ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, το φαιοχρωμοκύττωμα, το σύνδρομο Cushing, η στένωση του ισθμού της αορτής, κ.ά.

Έλεγχος με ειδικές εξετάσεις για τη διάγνωση της αιτίας της υπέρτασης χρειάζεται μόνο σε λίγες περιπτώσεις που επιλέγει ο γιατρός με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.

 

Οι κίνδυνοι

 

Η υπέρταση αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο και έμφραγμα. Ουσιαστικά η υπέρταση αποτελεί τον ισχυρότερο τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο και έναν από τους ισχυρότερους για έμφραγμα.

Η υπέρταση αυξάνει επίσης τον κίνδυνο για καρδιακή ανεπάρκεια, ξαφνικό θάνατο, νεφρική βλάβη, απόφραξη των αρτηριών των ποδιών, κ.ά.

Για κάθε 20 mmHg αύξησης της συστολικής πίεσης ή 10 mmHg αύξησης της διαστολικής, διπλασιάζεται ο κίνδυνος θανάτου από εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα. Δηλαδή, η συστολική πίεση 150 mmHg συνεπάγεται διπλάσιο κίνδυνο απ’ όσο η συστολική πίεση 130 mmHg και η διαστολική πίεση 90 mmHg διπλάσιο κίνδυνο από όσο η διαστολική 80 mmHg.

 

Καταρρίπτοντας τους μύθους

 

Τόσο η συστολική όσο και η διαστολική αρτηριακή πίεση αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο για καρδιαγγειακό νόσημα.

Η άποψη ότι η διαστολική πίεση (γνωστή ως «πίεση της καρδιάς») είναι πιο σημαντική από τη συστολική είναι λανθασμένη. Ειδικά σε άτομα πάνω από 50 ετών, η συστολική πίεση είναι πολύ πιο επικίνδυνη από όσο η διαστολική.

Η αυξημένη αρτηριακή πίεση κατά κανόνα δεν γίνεται αισθητή και δεν προκαλεί κανένα ενόχλημα. Τα ενοχλήματα, όταν υπάρχουν, οφείλονται στις επιπλοκές της, που συνήθως εμφανίζονται μετά από χρόνια. Γι’ αυτό στην Αμερική η υπέρταση είναι γνωστή ως «βουβός δολοφόνος» (silent killer).

Ο πονοκέφαλος, η ζάλη, τα βουητά στα αυτιά, οι εξάψεις κ.λπ. δεν οφείλονται στην υπέρταση, ακόμα και όταν η πίεση είναι πολύ αυξημένη (π.χ. συστολική πάνω από 200 mmHg). Το αντίστροφο μπορεί να συμβεί: Δηλαδή, η ανησυχία, λόγω της λανθασμένης αντίληψης ότι τα συμπτώματα οφείλονται στην αυξημένη πίεση η οποία συνεπάγεται άμεσο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο, μπορεί να ανεβάσει την πίεση.

Οι ρινορραγίες (αιμορραγίες από τη μύτη) επίσης δεν οφείλονται στην υπέρταση. H μεγάλη αύξηση της πίεσης που συχνά παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα της αναστάτωσης (συχνά του πανικού) λόγω της αιμορραγίας και μειώνεται χωρίς φάρμακα μόλις ηρεμήσει ο άρρωστος.

 

Η σωστή μέτρηση

 

Η διάγνωση της υπέρτασης βασίζεται αποκλειστικά στη μέτρηση της πίεσης. Δεν υπάρχει καμιά άλλη μέθοδος ή εξέταση για την αποκάλυψη των υπερτασικών ατόμων.

Η μέτρηση της πίεσης είναι σχετικά απλή. Χρειάζεται όμως εκπαίδευση, εξάσκηση και προσοχή στη λεπτομέρεια.

Τόσο στα φυσιολογικά, όσο και στα υπερτασικά άτομα, η αρτηριακή πίεση μεταβάλλεται συνεχώς. Γι’ αυτό, προκειμένου να προσδιοριστεί το επίπεδο της πίεσης, συνήθως χρειάζονται πολλές μετρήσεις σε διαφορετικά στιγμιότυπα, πάντα σε συνθήκες ηρεμίας. Σε συνθήκες εκνευρισμού, φόβου, πανικού, πόνου ή μεγάλης σωματικής προσπάθειας (π.χ. τρέξιμο, σήκωμα μεγάλου βάρους, κλπ.), η πίεση μπορεί να αυξηθεί πολύ, ακόμη και πάνω από 200 mmHg η συστολική. Η μέτρηση αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική της “πραγματικής” πίεσης. Αν δεν συνοδεύεται από κάποιο άλλο σοβαρό πρόβλημα δεν χρειάζεται αντιμετώπιση και υποχωρεί από μόνη της λίγο αργότερα (βλέπε «Υπερτασική κρίση»).

Η μέτρηση της πίεσης είναι καλύτερο να γίνεται με αυτόματο ηλεκτρονικό πιεσόμετρο βραχίονα.

Όλα τα πιεσόμετρα μετρούν την πίεση σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (π.χ. 140/90 mmHg).

 

Οδηγίες

 

Τουλάχιστον μισή ώρα πριν από τη μέτρηση της πίεσης, θα πρέπει να αποφεύγετε τον καφέ και το κάπνισμα (φυσικά, καλό είναι να μην καπνίζετε καθόλου).

Οι μετρήσεις πρέπει να γίνονται πάντα σε καθιστή θέση. Αν παίρνετε φάρμακα για την υπέρταση, ο γιατρός σας μπορεί κάποιες φορές να σας ζητήσει να κάνετε μετρήσεις και σε όρθια θέση για να διαπιστώσει αν η πίεση πέφτει υπερβολικά στην ορθοστασία (ορθοστατική υπόταση).

Για τη μέτρηση της πίεσης πρέπει πρώτα να μείνετε σε καθιστή θέση για περίπου 5 λεπτά.

Η πλάτη σας να ακουμπά στη ράχη της καρέκλας και το μπράτσο να είναι χαλαρά ακουμπισμένο σε σταθερή επιφάνεια (π.χ. τραπέζι).

Η περιχειρίδα (το πανί που τυλίγει το χέρι) τοποθετείται έτσι ώστε να εφαρμόζει καλά κατευθείαν πάνω στον βραχίονα (μπράτσο) χωρίς να παρεμβάλλεται το μανίκι.

Αν το μανίκι σας είναι σφικτό θα πρέπει να το βγάζετε.

Η περιχειρίδα πρέπει να βρίσκεται περίπου στο ύψος της καρδιάς.

Η πίεση πρέπει να καταγράφεται σε χιλιοστά π.χ. συστολική πίεση 160 και διαστολική 90 mmHg και όχι 16 και 9.

Στις περισσότερες περιπτώσεις αρκούν δύο μετρήσεις της πίεσης κάθε φορά, με μεσοδιάστημα 1-2 λεπτά μεταξύ των μετρήσεων. Στη δεύτερη μέτρηση, η πίεση είναι συνήθως χαμηλότερη. Αν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης μέτρησης (πάνω από 10 mmHg) γίνεται και τρίτη μέτρηση. Όλες οι μετρήσεις καταγράφονται.

Οι μετρήσεις της πίεσης στο σπίτι είναι χρήσιμες για την αξιολόγηση της πίεσης και τη διάγνωση της υπέρτασης, αλλά κυρίως για τη μακροχρόνια παρακολούθηση της ρύθμισης της πίεσης.

Για τη σωστή εκτίμηση της πίεσης στο σπίτι απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η εκπαίδευση του αρρώστου στην τεχνική της μέτρησης και ο τακτικός έλεγχος της λειτουργίας του πιεσόμετρου (μια φορά το χρόνο).

Οι μετρήσεις μπορεί να γίνονται από τον ίδιο τον υπερτασικό ή από άλλο άτομο στο σπίτι.

Οι αλλαγές στη φαρμακευτική θεραπεία (επιπλέον χάπι ή αποφυγή δόσης) με κριτήριο μεμονωμένες μετρήσεις της πίεσης στο σπίτι αποτελούν διαδεδομένη αλλά λανθασμένη τακτική και πρέπει να αποφεύγονται.

 

Πόσες μετρήσεις χρειάζονται

 

Για την αξιολόγηση της πίεσης στο σπίτι πρέπει να γίνονται πολλές μετρήσεις σε διαφορετικές ημέρες σε συνθήκες ηρεμίας και να υπολογίζεται ο μέσος όρος.

Μεμονωμένες μετρήσεις έχουν μικρή αξία γιατί μπορεί να μην αντιπροσωπεύουν τη πίεση στο σπίτι.

Μετρήσεις της πίεσης σε συνθήκες αναστάτωσης, άγχους, στενοχώριας, πανικού, πονοκεφάλου, ζάλης, κλπ., πρέπει να αποφεύγονται επειδή είναι παραπλανητικές.

Για τη μακροχρόνια παρακολούθηση της πίεσης στο σπίτι 1-2 μετρήσεις την εβδομάδα είναι συνήθως αρκετές.

Για την αξιολόγηση της πίεσης στο σπίτι πριν από την επίσκεψη στο γιατρό, συνήθως συνιστάται να γίνονται μετρήσεις για 3 μέχρι 6 μέρες (μέρα παρά μέρα, κατά προτίμηση εργάσιμες) σε διάστημα 1-2 εβδομάδων και να υπολογίζεται ο μέσος όρος τους.

Η καθημερινή μέτρηση της πίεσης δεν έχει νόημα παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις και για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας είναι κατάλληλη για τη μέτρηση της πίεσης. Καλό είναι να μετράτε σε διαφορετικές ώρες, να γράφετε τις τιμές της πίεσης που βρίσκετε και να τις δείχνετε στο γιατρό σας όταν τον επισκέπτεστε.

Συνήθως συνιστάται να γίνονται μετρήσεις δύο φορές την ημέρα, το πρωί πριν από τα φάρμακα (αν χορηγούνται) και το απόγευμα.

Κάθε φορά γίνονται διπλές μετρήσεις μετά από 5 λεπτά ανάπαυση σε καθιστή θέση και με μεσοδιάστημα 1 λεπτό μεταξύ των μετρήσεων.

Όλες οι μετρήσεις πρέπει να καταγράφονται. Δεν πρέπει να διαλέγετε ποιες μετρήσεις θα δείξετε στο γιατρό. Μπορείτε όμως να σημειώσετε αν είχατε οποιοδήποτε πρόβλημα τη στιγμή κάποιας μέτρησης.

Κατά κανόνα, η πίεση στο σπίτι είναι χαμηλότερη απ’ όσο στο ιατρείο και θεωρείται φυσιολογική όταν ο μέσος όρος μερικών μετρήσεων είναι κάτω από 130 mmHg η συστολική και κάτω από 80 mmHg η διαστολική.

Το αφιέρωμά μας στην υπέρταση συνεχίζεται στο φύλλο της επόμενης Πέμπτης με το Β’ μέρος.

Add a comment

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση