Κι αν η Πέργαμος (λέω εγώ) είναι το κέντρο του κόσμου, το κέντρο του κέντρου είναι το Ντομούζ Αλάνι. Η πλατεία των… γουρουνιών, ή η πλατεία Αγίου Γεωργίου.
Ντομουζ Αλάνι την βαφτίσαν γιατί σε ετούτη την παραλληλόγραμμη αλάνα προτού χτιστεί ακόμα, οριοθετημένη από τη μια μεριά από τις σήραγγες της μεγάλης ελληνιστικής και ρωμαϊκής πολιτείας και από την άλλη από τα «γουρνέλια», την πολύκρουνη βρύση της ρωμαϊκής αρχαιότητας που έστεκε και πότιζε κόσμο και κοσμάκη επί 2.000 χρόνια περίπου, σε ετούτη το λοιπόν την πλατεία κατέβαιναν οι κυνηγοί από το Κόζακ. Το Ρωμαίικο Κοζάκι που στέκει φρουρός ακίνητος ανάμεσα στ’ Αϊβαλί και την Πέργαμο στεφανωμένο ως τις μέρες μας με χιλιάδες κουκουναριές, τα δέντρα του Δία που φύτεψε λέει ο Αδριανός. Αλήθεια ή ψέματα θα σας γελάσω…
Κι οι κυνηγοί τι κουβαλάγαν από το βουνό; Κυνήγια που πάει να πει για την εποχή, και αγριογούρουνα. Ζώο μιαρό για μουσουλμάνους και Εβραίους που για κανένα λόγο δεν δεχόταν το κρέας του όχι μόνο να το φάνε αλλά και να το βάλουν στην αγορά. Σε εκείνη το λοιπόν την πλατεία ακουμπάγαν τα κυνήγια τους και τα πουλάγαν στους Ρωμιούς και στους Αρμένηδες που γλεντοκοπούσαν με ό,τι οι άλλοι θεωρούσαν μιαρό…
Με τα χρόνια και την αύξηση του Ρωμαίικου η αλάνα έγινε πλατεία, χτίστηκε γύρω-τριγύρω και μάζεψε Ρωμιούς που δεν βλέπαν με καλό μάτι τους πατριώτες τους πέρα στη Ζωοδόχο Πηγή και στους Αγίους Θεοδώρους. Αρχοντάδες παλιοί οι πρώτοι, εμπόροι πιασμένοι για τα καλά με σχέσεις με τους Τούρκους οι δεύτεροι, οι κάτοικοι της καινούργιας γειτονιάς είπαν πως θα αλλάξουν τα πράγματα. Στόλισαν τα σπίτια τους με κάγκελα με μαιάνδρους και ρόπτρα με τη μορφή της Αθηνάς και διάκοσμο με τη μορφή του Δία και το κέρας της Αμάλθειας και τα βράδια σφάλιζαν το βιος τους και το είναι τους με βαριά σιδερένια παντζούρια. Στήσαν τους συλλόγους τους, φτιάξαν δυο μεγάλα καφενεία, εκεί πάνω στην πλατεία, του Σαμψών και του Κανέλλη να ‘χουν έσοδα να πορεύονται τα σχολειά και το νοσοκομείο από δαύτα. Στήσαν ούτε λίγο, ούτε πολύ τη δική τους μικρή αυτόνομη πολιτεία. Και κάποιοι ξίνιζαν και τη μούρη τους σαν τους λέγανε πως είναι Ρωμιοί και μένουν στο Ντομούζ Αλάνι. «Έλληνες είμαστε», απαντάγαν οι καψεροί. Και για το δεύτερο είδαν κι απόειδαν και σ’ ένα οικόπεδο στο πλάι του σοκακιού με το σπίτι των Μαθιέλληδων βρήκαν και το εικόνισμα του Άη Γιώργη. Πλατεία Αγίου Γεωργίου το Ντομούζ Αλάνι και να τα θεμέλια για την καινούργια μεγάλη εκκλησιά. Του «των αιχμαλώτων ελευθερωτή»!
Σήμερα στην πλατεία του Άη Γιώργη, στο Ντομούζ Αλάνι σαν να μην άλλαξε τίποτα. Με την πατίνα του χρόνου όλα στέκουν σαν τότες. Και τα σπίτια και τα «γουρνελλιά» και τα καφενεία ανακαινισμένα από το Επιμελητήριο της Περγάμου που τα ‘χει και τα δείχνει σαν υπόδειγμα επένδυσης στην περιοχή (ρακί μην τύχει και παραγγείλτε μοναχά, γιατί Ερντογάν βοηθούντος θα πληρώσετε δίευρο τη γουλιά)… Κι οι μαρμαροκολόνες και οι γρανίτες να φυτρώνουν θαρρείς από τη γη…
Ήταν όμορφη η πλατεία, βοήθησε κι η μοίρα κι έγινε ομορφότερη. Σαν ήταν Δήμαρχος ο Σεφά Τασκίν, από οικογένεια προσφύγων αυτός από τον Πολιχνίτο, έβαλε ένα διάσημο Τούρκο αρχιτέκτονα το Τζενγκίζ Μπεκτάς και τη διαμόρφωσε. Με ένα αλλιώτικο αμφιθέατρο με θέα από παντού στην ακρόπολη, λιθόστρωτη και με δέντρα παντού… Μόνο την είσοδο για το ερείπιο του Άη Γιώργη δεν κατάφερε να αναδείξει…
Τις προάλλες το λοιπόν που στεκόμουνα μπροστά στην χτισμένη αυλόπορτα της εκκλησιάς ήρθε ένας από τη γειτονιά και με κουβάλησε πάνω από κάτι ράχτα και μ’ έβαλε στο οικόπεδο του Άη Γιώργη. Αρχαίοι δόμοι που κουβαλήθηκαν για το χτίσιμο της εκκλησιάς, η βάση της Αγίας Τράπεζας το μόνο της κομμάτι που έμεινε «in situ», στη θέση του δηλαδή που λένε κι οι αρχαιολόγοι, ένα τεράστιο κυπαρίσσι να δείχνει σαν δάχτυλο θαρρείς από τον ουρανό το σημείο το αγιασμένο…
Ένα σπασμένο κομμάτι «εφυαλωμένου» κεραμικού της οθωμανικής περιόδου κι ένα τούβλο με στολίδια και τα γράμματα Ι.Μ.Π που πάει να πει Ιερά Μητρόπολη Περγάμου και δείχνει πως σαν χτιζόταν ο ναός τη διετία 1920 – 1922 και ειδικά τούβλα έχυσαν για δαύτον. Ετούτα το λοιπόν τα Άγια σπαράγματα της γειτονιάς τραβήξαν το μάτι. Ο Μεσούτ τάιζε τις κότες που τρέχαν αναμετάξυ της ιστορίας σου… Του πήρες τη σακούλα, έχωσες το τούβλο και το σπασμένο κεραμικό σε δαύτη και μετά όλα μαζί στην τσάντα σου…
Σε κοίταζε απορημένος ο Μεσούτ. «Παλαβός θα είναι ο κακομοίρης και μαζεύει σκουπίδια», σίγουρα θα σκέφτηκε… Εσύ σώπασες μην σ’ ακούσουν οι ψυχές και αλαλιάσουν, έσφιξες το χέρι του Μεσούτ, «τεσεκιούρ εντερίμ» ψέλλισες, «σε ευχαριστώ», σταυροκοπήθηκες και βγήκες.
«Φτου ξελευτερία…» σκέφτηκες κι η αλάνα όλη σαν να αντήχησε, σε κάθε πόρτα, σε κάθε ρόπτρο, σε κάθε κάγκελο με τους μαιάνδρους, σε κάθε Δία με το κέρας της Αμάλθειας, σε καθένα από τα βαριά σιδερένια παντζούρια. «Φτου ξελευτερία βγαίνω…», σαν να άκουσες.
Ες αύριον τα σπουδαία…