Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Μικρασία ξανά και ξανά… (4)

Άρθρα & Δημοσιεύσεις

Τελευταία Άρθρα & Ειδήσεις

Με τούτα και με τα άλλα κύλησες στη νοτιοδυτική γωνιά της πλατείας. Μια βαθιά ανάσα σαν όλες τις άλλες φορές και γρήγορα προς το σπίτι…

«Καλημέρα…», είπες στα δυο δέντρα παραστάδες, το ένα φυτεμένο το 1905 σαν γεννήθηκε ο Γρηγόρης, το άλλο φυτεμένο το 1916 σαν γεννήθηκε ο Παναγιώτης. Στο σκαλοπάτι σμιλεμένη η τρίλιζα, έσκυψες να πάρεις τρεις πέτρες μικρές μαύρες και τρία μικρά κεραμιδάκια να παίξεις σαν θα βρεις αντίπαλο…

Αργά και σταθερά σαν να ‘θελες να πεις πως ξέχασες τα κλειδιά φεύγοντας, χτύπησες την πόρτα, η γιαγιά χαρούμενη έτρεξε παρά τα 82 της χρόνια να ανοίξει, οι γιοι της που χώρισαν και οι δυο και παράτησαν τα σπίτια τους κάτω στο Αγιασμάτ και γύρισαν ανάμεσα στις βράκες της τσαράς τους…

Έκατσες στη σκιά του σπιτιού, τσάγια κι ύστερα καφέδες και νερά…

Το σπίτι του Φιλιόγλου που έγινε Περγάμανλης σαν πήγε από την Πέργαμο στο Κινίκ και παντρεύτηκε τη γιαγιά την Εριφύλη… Αλλά γύρισε στο χωριό του κι αυτός γιατί δεν το αντέχει το πολύ το σωγραμπιλίκι κι έχτισε εκεί στο Ντομούζ Αλάνι το σπίτι της φαμίλιας του…

Μπαμπάκια στην Αγία Καστριανή και καπνά, δυο κόρες αναμεταξύ των γιων που λέγαμε κι όλα κυλούσαν καλά. Μα ζήλεψε η κακιά η ώρα την τόση ευτυχία. Ήρθε ο πόλεμος, ο χαμός του Γρηγόρη σαν όλοι πανηγύριζαν, το Κίνημα, η «Άμυνα», η κατηγόρια, η κρεμάλα εκεί στην παραστάδα, το φευγιό, το χάσιμο, το πέρασμα, «Ειμί Στρατήγη Περγάμανλη»… το ορφανοτροφείο, η αρρώστια, η υιοθεσία… Μια ολόκληρη ζωή, ένας αιώνας ιστορίας… Και τώρα στη σκιά του δένδρου Αύγουστο μήνα σαν και τότες, πριν 95 χρόνια που φτάναν τα χαμπέρια του χαμού και όλοι λέγαν πως δεν μπορεί να είναι αλήθεια.

Αλήθεια ήταν κι εγώ να λέω τώρα «πως πήγα για καλοκαίρι στο χωριό μου» στην Πέργαμο. ΄

Έτσι σαν ψευδαίσθηση αιτίας και για ετούτο το ταξίδι…

Χαμογελάς, καταπίνεις την πίκρα, τι φταίνε τώρα και ετούτοι οι φτωχοί ανθρώποι που θαρρούν πως παίρνουν δόξα από τη δική σου, «ποια δόξα, πίκρα σαν τον πικρό καφέ» μονολογείς…

«Καιρό έχεις να ‘ρτεις» σου λέει η γιαγιά στα τούρκικα, κάτι ψιλοκατάλαβες, για δείτε πώς τα καταφέραν ε; Οι γείτονες να μιλάνε αναμετάξυ τους με τη γλώσσα αυτουνού που τους έβαλε να βγάλει ο ένας το μάτι του αλλουνού…

Άλλη πίκρα και δαύτη…

Σου λένε να μπεις μέσα, το αρνιέσαι… Τι να δεις και τι να μην δεις από όσα ξέρεις;

Η δροσιά της σήραγγας στο υπόγειο πάνω στην οποία πάτησε το σπίτι, οι κάτω κάμαρες για τα γεννήματα κι οι πάνω… Τα βαριά σιδερένια παντζούρια, τα ντουβάρια στο χρώμα της ώχρας, το στεφάνι με τον κρίκο για το λαδοφάναρο να φέγγει σαν γυρίσω αργά, τα σκαλοπάτια κι οι γωνιές προϊόντα μιας έκρηξης ενός ηφαιστείου που σμίλεψε τη γειτονιά σε από δω κι από κει…

Άφησα στη γλάστρα τις τρεις μικρές μαύρες πέτρες και τα τρία μικρά κεραμιδάκια… «Δεν βρήκα πάλι αντίπαλο…. Ποιος μπορεί να είναι ο αντίπαλος;».

Φίλησα σταυρωτά τους γιους της γιαγιάς, λίγα χρόνια παραπάνω, λίγα παρακάτω από μένα κι οι δυο.

Φίλησα το χέρι της γιαγιάς, «χαλάλι», ψέλλισα μην τύχει και σαν ξανάρτω έχει φύγει κι ο Γιαραμπής της ζητήσει λογαριασμό για ό,τι χάρηκε επί της γης χωρίς να ‘ναι δικό της.

«Γεια σου θείο, γεια σου κυρ-Παναγιώτη…», είπα σαν πέρασα δίπλα από τα δέντρα, έκανα δυο βήματα κι ύστερα θυμήθηκα πως μια μυρωδιά θα ‘πρεπε να ‘χω από το σπίτι. Γύρισα κι έκοψα ένα κλαδάκι δεντρολίβανο από το πλάι του πλατύσκαλου…

Το ‘χωσα κι αυτό στην τσάντα, σταυρολούλουδο στα Άγια των Αγίων. Το κεραμίδι, το τούβλο από τον Άη Γιώργη…

Λέγαμε για ετούτη την ακριανή γειτονιά της Περγάμου, της Πέργαμος που λέει κι ο Σεφέρης…

«Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ». Ανάθεμα σε αυτούς που φταίξαν, μονολόγησες κι έχωσες το κεφάλι σου στη βρύση να ανασάνεις, να μπορέσεις να ανασάνεις.

Ίσα πάνω ο αρχαίος δρόμος σε βγάζει στην ακρόπολη. Να ανέβω; Να μην ανέβω; Θα δω…

Πέρασα στον ώμο την τσάντα με τα Άγια των Αγίων και ανηφόρισα…

 

 

spot_img

More articles

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

spot_img
spot_img