Αγιάσος: Η πηγή της ενέργειας της θαυματουργής εικόνας

Spread the love

Σε εξέλιξη βρίσκεται το μεγάλο προσκύνημα για να τιμήσει η Λέσβος την Κοίμηση της Θεοτόκου από άκρη σε άκρη, σε κάθε ναό και ξωκλήσι στον τόπο μας.  Οι Εκκλησιές της Πέτρας και της Αγιάσου είναι οι δυο μεγάλοι πόλοι που ξεχωρίζουν κάθε Δεκαπενταύγουστο παρότι αυτές τις μέρες όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Αγιάσο. Από την Παρασκευή μεμονωμένοι αλλά και παρέες προσκυνητών άρχισαν να ανηφορίζουν με τα πόδια ενώ σήμερα παραμονή αναμένεται το αδιαχώρητο και στους δρόμους και στο ναό!

Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος Ευαγγέλιο χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία έγραψαν στην Ελληνική γλώσσα οι μαθητές του Χριστού,  Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης και διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής  του θανάτου και της Ανάστασης του Σωτήρος Χριστού.  

Σε έναν από τους τέσσερις αυτούς Αποστόλους, στον Ευαγγελιστή Λουκά  αποδίδεται η αγιογράφηση της εικόνας της Παναγίας της Αγιάσου με άλλα λόγια την εικόνα δημιούργησε ένας εκ των πλησιέστερων Αγίων στην Υπεραγία Θεοτόκο και από αυτό μπορεί να καταλάβει κανείς και να αποδώσει την πηγή από την οποία προέρχεται η ενέργεια του προσκυνήματος της Αγιάσου.  Είναι ενδεικτικό άλλωστε πως όταν το 842 μ.Χ. επικράτησε η Ορθοδοξία και επακολούθησε η αναστήλωση των ιερών εικόνων σε όλη την επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η σκήτη του Αγάθωνα που τη μετέφερε στη Λέσβο έγινε από τότε τόπος προσκυνήματος. Η Παναγία έγινε γνωστή όχι μονάχα στο νησί μας, αλλά και σ’ ολόκληρη την Αιολίδα. Έλεγαν δε, ότι δυο προσκυνήματα στην «Αγία Σιών» ισοδυναμούσαν με ένα στους Αγίους Τόπους.

Ιστορικά γεγονότα, παραδόσεις, μαρτυρίες αλλά και στοιχεία και πληροφορίες για την εικόνα και το προσκύνημα της Αγιάσου έδωσαν μέσα από συγγράμματά τους πρώτος ο Μακαριστός μητροπολίτης Ιάκωβος (Κλεομβρότου) και ακολούθως ο σημερινός Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος γενέτειρα του οποίου είναι η Αγιάσος.

Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο, οι ιστορικές πληροφορίες πού έχουμε για την εικόνα αύτη μας φέρνουν περίπου 1100 χρόνια πίσω, στον ένατο αιώνα, στην εποχή της εικονομαχίας. Είναι γνωστό από την ιστορία, ότι εικονομάχοι απ΄ τη μια μεριά και φίλοι των εικόνων από την άλλη, αγωνίζονταν χρόνια και χρόνια στο Βυζάντιο. Παρεξηγημένες απόψεις και φανατισμοί έφεραν τρικυμία, που συγκλόνιζε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Πολιτεία άλλοτε έπαιρνε τη μία θέση και άλλοτε την άλλη. Ήταν επόμενο η ανάμειξη της Πολιτείας, που κρατά στα χέρια της την εξουσία να καταλήξει σε διωγμούς και βαναυσότητες.

 Οι εικόνες όσο και αν ήταν ιερές και αξιοσέβαστες αλλά και αξιοθαύμαστες σαν έργα τέχνης, ήταν ο στόχος των εικονομάχων. Με μανία και πρωτοφανή ασέβεια γινότανε με το τσεκούρι καυσόξυλα.

Τότε, ευσεβείς άνθρωποι και μάλιστα κληρικοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πόλεις πού κατοικούσαν, να αυτοεξορισθούν, για να σωθούν, αλλά και να σώσουν άπ’ τη μανία της καταστροφής ιερές εικόνες ή ιερά λείψανα και ιερά αντικείμενα.

Ένας τέτοιος αυτοεξόριστος ήτανε ο ιερεύς Αγαθών ο Έφέσιος για τον όποιο έχομε τις παρακάτω πληροφορίες.

Ό Αγαθών υπηρετούσε στα Ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως επί αυτοκράτορας Λέοντος του Α’. του Ίσαύρου (775-780), ο όποιος υπήρξε εικονομάχος. Επειδή περιέπεσε στη δυσμένεια του Βασιλέως, λόγω των αντιθέτων φρονημάτων του, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη και ήλθε στα μέρη της Παλαιστίνης, όπου το φρόνημα των Χριστιανών ήτο εικονόφιλο. Έμεινε εκεί δώδεκα χρόνια και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την εξέλιξη του κινήματος των εικονομάχων. Όταν πληροφορήθηκε ότι η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, πού είχε αγωνισθεί για την επαναφορά των Αγίων εικόνων εξορίστηκε στη Λέσβο και ότι στο νησί αυτό επικρατούσε φρόνημα εικονόφιλο, αναχώρησε από τα Ιεροσόλυμα και ήλθε στη Λέσβο, έχοντας μαζί του μια αρχαία βυζαντινή εικόνα της Παναγίας, διαστάσεων 0,56X0,62 παριστάνουσα τη Θεοτόκο σε προτομή, να βαστάζει στους κόλπους της τον Ιησού Χριστόν. Ή εικόνα είχε την επιγραφή “Μήτηρ Θεού Αγία Σιών».

 Ό Αγαθών ο Έφέσιος έφερε και αλλά κειμήλια όπως ήταν ένας μικρός αργυρός σταυρός με τίμιο ξύλο, ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Ε’ αιώνα και λείψανα του Αγίου Διονυσίου, προφανώς για να έλθει σε επαφή με την εξόριστη Βασίλισσα και μετά την καταστολή του εικονομαχικού κινήματος να μπορέσει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.

 Ό Αγαθών δεν παρέμεινε στη Μυτιλήνη, ούτε σε άλλο παραθαλάσσιο χωριό, αλλά από τον φόβο των πειρατών, πού πολύ συχνά ενοχλούσαν τότε τα νησιά μας, προσχώρησε στο εσωτερικό του νησιού και έφθασε ανάμεσα στα βουνά και στα λαγκάδια της Αγιάσου.

 Διάλεξε μια δασωμένη έρημη τότε τοποθεσία όπου σήμερα βρίσκεται το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής, το γνωστό σαν άγιασμα, πίσω από το κτίριο του Αναγνωστηρίου της Αγιάσου. Ό τόπος αυτός λεγόταν “Καρυές”, όνομα πού πήρε από τη μεγάλη καρυδιά, πού βρισκότανε εκεί.

Σ’ αυτό το δασωμένο τόπο ασκήτεψε ο Αγαθών και μέσα σε μια κρύπτη πού έφτιαξε εκεί, έκρυψε την ιερή εικόνα με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια, όπως και τα αλλά Ιερά κειμήλια, πού έφερε με τόσους κόπους και κινδύνους.

Σιγά-σιγά τον πλησίασαν άνθρωποι από γειτονικά μικρά χωριουδάκια της περιοχής. Από την “Πενθίλη” πού δεν υπάρχει πια σήμερα και πού μόνο ή τοποθεσία της είναι γνωστή με το όνομα “Μπιτζίλια”, εκεί κοντά στο χώρο πού έκτισε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Μυτιλήνης “Ιάκωβος, ο από Δυρραχίου το έτος 1936 το Σανατόριο και πού τώρα μετατράπηκε σε «Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας Ή θεομήτωρ», και από άλλο χωριό την “Καρύνη” στη γνωστή και σήμερα τοποθεσία με τα άφθονα και κρύα νερά.

Αρκετοί κάτοικοι των χωριών αυτών συνεπαρμένοι από την αγιότητα του Αγάθωνα, με χαρά έπαιρναν από την Καρύνη τον ανηφορικό και δύσβατο δρόμο, πού σήμερα, αν πάμε από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, είναι περίπου 10 χιλιόμετρα, ή πάλι αυτοί πού ερχότανε από την Πενθίλη κατέβαιναν από την επίσης δύσβατη ρεματιά, όπου σήμερα είναι τα γραφικά εξωκκλήσια Ταξιάρχης, Αγ. Κωνσταντίνος και Αγ. Ιωάννης ‘Απέσου. Και όλοι αυτοί ήθελαν όχι μόνο να ακούσουν τα σοφά λόγια του Αγάθωνα, να εξομολογηθούν σ’ αυτόν, αλλά και να τον παρακαλέσουν να δεχθεί εμπιστευτικά και να τους αφήσει να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας και τα άλλα ιερά κειμήλια.

Όπως εξιστορεί ο Μητροπολίτης Ιάκωβος, δεν άργησαν πολλοί άπ’ αυτούς τους ευσεβείς ανθρώπους, να έλθουν για πάντα κοντά στον Αγάθωνα και να ασκητέψουν μαζί του, χτίζοντας εκεί ένα μοναστηράκι.

Ο Αγαθών εκτιμάται πως έφτασε στη Λέσβο το 803 ενώ είναι ότι ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του την ήμερα της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου) του έτους 830 μ.Χ.

Σύμφωνα με την επιθυμία του, οι μοναχοί τον έθαψαν λίγο πιο πέρα από το Μοναστήρι τους, στον τόπο ακριβώς πού σήμερα βρίσκεται ο ναός της Παναγίας.

 Αυτοί εξακολούθησαν να μένουν στο μοναστήρι και μετά το θάνατο του Αγάθωνος και να κρύβουν και να φυλάγουν την εικόνα της Παναγίας και τα αλλά Ιερά κειμήλια με μεγάλη προσοχή και μόνο σε έμπιστους και πολύ γνωστούς για τα εικονόφιλα αισθήματα τους Χριστιανούς να τα δείχνουν και να επιτρέπουν να τα ασπάζονται. Και αυτό γινόταν μέχρι το έτος 842 πού νίκησαν οι φίλοι των ιερών εικόνων και έγινε η λεγόμενη αναστήλωση τους, δηλαδή τότε πού ξαναμπήκανε οι εικόνες στους ναούς, αφού σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, δεν λατρεύουμε τις ιερές εικόνες σαν να ήταν είδωλα θεών – αφού εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε στον Ένα και μόνο αληθινό θεό- αλλά τις τιμούμε και τις προσκυνούμε εκδηλώνοντας την αγάπη μας και τον σεβασμό μας στα πρόσωπα πού εικονίζονται σ’ αυτές, όπως καθόρισε και η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος στο 787, πού έδωσε τη λύση στο μεγάλο αυτό πρόβλημα της εικονομαχίας.

Το μοναστήρι του Αγάθωνα Πανελλήνιο Θρησκευτικό Κέντρο

Μετά από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, τη νίκη των εικονόφιλων και την αναστήλωση των εικόνων, πού οι Χριστιανοί μπορούσαν ελεύθερα να τιμούν και να προσκυνούν τιμητικά τις ιερές εικόνες, φανέρωσαν οι μοναχοί του Αγάθωνα, την εικόνα της Παναγίας και τα αλλά ιερά κειμήλια.

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο, από όλα τα μέρη της Λέσβου άρχισαν οι Χριστιανοί με πόθο θερμό να ανεβαίνουν στο μοναστήρι του Αγάθωνα, για να προσκυνήσουν το Τίμιο ξύλο και την εικόνα της Παναγίας. Τόση ήταν η προσέλευση του κόσμου όχι μόνο από τη Μυτιλήνη, αλλά και από τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, ώστε γρήγορα αναγκάστηκαν να χτίσουν μεγάλο ναό, ώστε να εξυπηρετεί τις χιλιάδες των προσκυνητών, πού ερχότανε με πεζοπορία ή με τα ζώα τους στη Μεγαλόχαρη.

Ερχόταν κάθε ένας με τον πόνο του, πολλές φορές φέρνοντας άρρωστους συγγενείς, με αφάνταστα μεγάλο κόπο. Σήμερα δεν μπορούμε καν να φανταστούμε τις δυσκολίες πού αντιμετώπιζαν αυτοί διασχίζοντας ανηφορικά μονοπάτια και χαράδρες.

Όλοι ήθελαν, λαχταρούσαν να τους αξιώσει ή Χάρη της να πάνε στην Παναγία την “Αγία Σιών”. Έτσι ήταν γνωστή, γιατί έτσι έγραφε πάνω του το Ιερό εικόνισμα, αφού προερχόταν από τα Ιεροσόλυμα. Και λέγοντας πάμε στην Αγία Σιών σιγά-σιγά φτιάχτηκε το όνομα Άγιάσος. Τότε άρχισε να γίνεται και το χωριό γύρω από το Μοναστήρι, πού από το όνομα της εικόνας πήρε το όνομα Άγιάσος.

Οι προσκυνητές βέβαια, είχαν ανάγκη από τροφή, από κάποιο Πανδοχείο, ώστε να μπορούν να διανυκτερεύουν χωρίς κίνδυνο αφού και το κλίμα της Αγιάσου είναι αρκετά ψυχρό, με το υψόμετρο πού έχει 650 μ. Επίσης όλοι ζητούσαν και ένα βάζο, ένα μπουκαλάκι να βάλουν και να πάρουν μαζί τους, όταν θα έφευγαν άγιασμα. Άλλα που να βρεθούν τόσα μπουκαλάκια εκείνα τα χρόνια; Έξυπνοι και εφευρετικοί οι Άγιασώτες άρχισαν να κατασκευάζουν κανατάκια από κατάλληλο χώμα και αυτή ή ανάγκη για τη μεταφορά του αγιάσματος, έγινε ή αρχή να αναπτυχθεί στην Άγιάσο η αγγειοπλαστική σε βαθμό αξιοθαύμαστο.

 Ή βαθιά πίστη, οι προσευχές των προσκυνητών καρποφορούσαν. Θαύματα πολλά και μεγάλα αναφέρονται στην ιστορία του Προσκυνήματος και πολλά άπ’ αυτά έχουν σαν αιώνιους μάρτυρες τα αναθήματα (τα τάματα), πού βρίσκονται σήμερα στο Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας και πού προέρχονται όχι μόνο από Χριστιανούς, αλλά και από Μωαμεθανούς, πού πάνω στον πόνο τους κατέφευγαν στην Παναγία.

Όπως εξιστορεί ο Μητροπολίτης Ιάκωβος, ή ακτινοβολία του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας γινόταν πανελλήνια όχι μόνο στο χώρο της σημερινής Ελλάδος, αλλά και σ’ όλον τον Ελληνισμό της Μικρός Ασίας, από την οποία καράβια γεμάτα με προσκυνητές ερχότανε.

  Ή μεγάλη προσέλευση των προσκυνητών συντελούσε να μεγαλώνει και να προοδεύει η Άγιάσος σαν χωριό.

Η ιστορία του ναού

Το έτος 1170 θεμελιώθηκε ο ναός στη θέση πού είναι σήμερα, δηλαδή στον τόπο όπου ήταν θαμμένος ο άγιος Αγαθών. Εκεί πάνω στο μνημείο του, είχαν γράψει: “Τύμβος μοναχο- πρεσβυτέρου Αγάθωνος Έφεσίου, κομιστού της αγίας εικόνος”.

Προτίμησαν αυτόν τον τόπο όχι μόνο για να τιμήσουν τον Αγάθωνα, αλλά ίσως και για να μεταφέρουν το Μοναστήρι τους στη νέα αυτή θέση, γιατί εκεί πού το είχαν χτίσει πρώτα ήταν βαθούλωμα και το χειμώνα πλημμύριζε από τα νερά, πού συσσωρεύονταν σ’ αυτό το μέρος.

 Για το χτίσιμο του ναού έπρεπε να πάρουν άδεια από τον διοικητή της Λέσβου, πού τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Βαλέριος και σώζεται ιστορικό ντοκουμέντο το έγγραφο της αδείας που αναφερει:

“Βαλέριος Κωνσταντίνος Άρχων πάσης Λέσβου.

 Έντεταλμένος του εν δόξη και αρεταίς περιβαλλόμενου και υπεράνω παντός γηϊνοκόσμου μεγίστου αυτοκράτορος απαξαπάσης Βυζαντινής Επικρατείας, Βαλέριος Κωνσταντίνος, Άρχων πάσης Λέσβου, εδρεύων Μυτιλήνην.

 Συνειδώς Ικεσίας Χριστιανών οικούντων περίχωρα ορίοις και τόπου καλούμενον “Καρυαί”ένθα ενθρονισμένη ιερά σκήτη απεικόνισις Ύπεραγίας Θεομήτορος προελθούσης εξ Αγίας Σιώνος, πιστών και υποτελών ενδοξότατη και κοσμοκράτειρα αυτοκρατορία.

Δίδωμι αυτοίς ελευθερίαν οικοδμησίας Οικοθέου εν τω ονόματι και μνήμη Ύπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν θέσει, ένθα μιμνήσιον τύμβου + μοναχο-πρεσβυτέρου Αγάθωνος Έφεσίου κομιστού της αγίας εικόνος.

Εντέλλομαι δεκάρχην Ευμένιον χειροπαραδώσειν παρούσαν ικέταις”.

Βαλέριος Κωνσταντίνος

Άρχων πάσης Λέσβου

Εκ Μεγάρου του ΙΒ’ αιώνι Θ΄ έχει 17 Αυγούστου 1170

Το χτίσιμο του ναού διήρκεσε 3 χρόνια. Ό ναός ήταν μικρότερος από το σημερινό. Στην είσοδο του ναού υπήρχε η παρακάτω επιγραφή: ΕΠΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΑΝΟΥΗΛ ΕΚ ΚΟΜΝΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΒΑΛΕΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΝΗΓΕΡΘΗ Ο ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΕΡΙΜΝΗ ΠΙΣΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΓΑΘΩΝΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΟΜΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗ 15ηΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1173.

Μαζί με το ναό οι μοναχοί έχτισαν πολλά κελλιά όχι μόνο για τις δικές τους ανάγκες, αλλά και για τη φιλοξενία των προσκυνητών. Τούτο φαίνεται και από την επιγραφή πού έγραψαν στην είσοδο των κελλιών του ξενώνα: «ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΣ ΤΗΣ ΣΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΝΤΑΣ ΠΡΟΣΗΝΩΣ ΔΕΧΟΜΑΙ ΕΚ ΚΑΡΔΙΑΣ» Από το 1173 πού τελείωσε και εγκαινιάστηκε ο ναός αυτός, διατηρήθηκε επί 633 χρόνια, δηλαδή μέχρι το έτος 1806, πού αναγκάστηκαν να τον κατεδαφίσουν, διότι έγινε επικίνδυνα ετοιμόρροπος, και να χτίσουν στην ίδια θέση νέο ναό, πολύ μεγαλύτερο από τον πρώτο, αν και οι τουρκικές αρχές απαγόρευαν να χτίζονται ναοί μεγαλύτεροι από αυτούς πού υπήρχαν σε κάθε τόπο.

 Ή ανέγερση του ναού έγινε με πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιερεμία του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου και των προεστών της Κοινότητος Αγιάσου, πού φρόντιζαν για το ναό, αφού πια από το 1783 είχε διαλυθεί το Μοναστήρι του Αγάθωνα και ο ναός είχε γίνει Ενοριακός για την Κοινότητα και Ενορία της Αγιάσου.

Όπως υπογραμμίζει ο Μητροπολίτης Ιάκωβος, ο ναός αυτός δεν ήταν θέλημα Θεού να διατηρηθεί και να εξυπηρετήσει τους Χριστιανούς. Άρχισε, όπως είπαμε, να χτίζεται το 1806 και ενώ υστέρα από 6 χρόνια ήταν σχεδόν έτοιμος – τότε έκαμαν τις τελευταίες διακοσμήσεις του ναού και τα ξυλόγλυπτα – τη νύχτα της 6ης Αυγούστου 1812 καταστράφηκε από πυρκαϊά, πού έκαψε ένα μεγάλο τμήμα της Αγιάσου.

Ευτυχώς η εικόνα της Παναγίας και οι περισσότερες αγίες εικόνες σώθηκαν, αλλά ο ναός ολόκληρος, το καμάρι των Άγιασωτών, έπρεπε να ξαναχτιστεί.

Με ενέργειες του Μητροπολίτου Μυτιλήνης του μετέπειτα Πατριάρχου Αλεξανδρείας Καλλινίκου έγινε Ιρανός σ’ όλο το νησί, αλλά και στη Μ. Ασία για την ανοικοδόμηση του ναού. Έτσι στα 1815 ξαναχτίζεται ο τρίτος κατά σειρά ναός, αυτός πού υπάρχει σήμερα.

CREATOR: gd-jpeg v1.0 (using IJG JPEG v80), quality = 70

Για την ανέγερση του ναού έδωσε αδεία ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’. Ό ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με τρεις κόγχες Ιερού Βήματος και τρεις αγίες Τράπεζες και μεγάλο γυναικωνίτη.

Το μήκος του ναού είναι 32,20 μέτρα και το πλάτος 26,20 μέτρα. Το τέμπλο είναι μαρμάρινο, όπως και ο δεσποτικός θρόνος με τέχνη εξαίρετη. Ή εσωτερική διακόσμηση του ναού συμπληρώθηκε και με νέο Έρανο, το έτος 1838 επί Μητροπολίτου Μυτιλήνης Πορφυρίου. Τότε τοποθετήθηκε στο Νάρθηκα η επιγραφή “ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΓΩΓΕ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΓΙΑΣ ΣΙΩΝ ΜΗΤΡΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΩΝ ΟΡΑΤΩΝ ΟΣ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΗΓΕΡΜΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1815 ΚΑΙ ΟΙΑΝ ΕΝΤΕΛΕΙΑΝ ΑΘΡΟΙΣ ΛΑΜΒΑΝΩΝ ΤΟ 1838 ΑΔΡΑ ΔΑΠΑΝΗ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΩΝ ΑΠΑΣΩΤΩΝ ΣΥΝΔΡΑΜΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΛΩΝ ΕΞΩΘΕΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΑΛΛ Ω ΜΗΤΕΡ ΕΛΕΟΥΣ ΤΕ ΕΥΣΠΛΑΓΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΜΩΝ ΣΩΖΕ ΠΑΝΤΑΣ ΗΜΑΣ ΕΚ ΝΟΣΩΝ ΔΕΙΝΩΝ ΚΑΙ ΟΛΕΘΡΙΩΝ ΚΑΚΩΝ”.

Κατά τα νεώτερα χρόνια, τα μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Προσκύνημα της Αγιάσου παρουσίασε αξιόλογη ανάπτυξη, με το θερμό ενδιαφέρον πού έδειξαν γι’ αυτό οι δύο μεγάλοι Μητροπολίτες της Μυτιλήνης Ιάκωβος από Δυρραχίου (1925-1958) και Ιάκωβος ο από Σισανίου και Σιατίστης (1958-1987), ο Αρχιερατικός Επίτροπος Πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Μυτιληναίος (1937-1940) και άλλοι.

Με πρωτοβουλία του λόγιου πρωτοπρ. Εμμανουήλ Μυτιληναίου το Ιερό Προσκύνημα εξέδιδε το περιοδικό “Αγία Σιών”, στο όποιο δημοσιεύθηκαν πολλές σοβαρές μελέτες. Με πρωτοβουλία του ιδίου άνω των εκατό διαφόρων μεγεθών φορητές εικόνες, χρονολογούμενες από τον 9ον μέχρι τον 19ον αιώνα, συγκεντρώθηκαν και φυλάχθηκαν σε ειδικές προθήκες μέσα στο ναό, ενώ άλλες ένδεκα περιμάζεψε ο Αρχιερατικός Επίτροπος πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Παπουτσέλης (1944-71). Επίσης πολύτιμες υπηρεσίες προσέφεραν οι Αρχιερατικοί Επίτροποι Άρχιμ. Ιάκωβος Μαλλιαρός μετέπειτα Μητροπολίτης Μηθύμνης, Άρχιμ. Θεόκλητος Σεκέρης, Οικον. Νεκτάριος Χατζηπροκοπίου και άλλοι δια την καλήν διατήρηση των αρχείων και κειμηλίων του ναού, την ευπρέπειαν αυτού και την ευεργετική και πνευματική ακτινοβολία του σ’ όλη την Ελλάδα.

Κατά το έτος 1963 με πρωτοβουλία του παπά  Φώτη Λαυριώτη συνέθεσε ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης Ιερή Ακολουθία, πού αναφέρεται στη μετακομιδή της Ιερής Εικόνος. Την ακολουθία βλέπε στο τέλος του βιβλίου τούτου.

 Με τις ενέργειες του άειμν. Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου του από Σισανίου και Σιατίστης κατά το έτος 1971 το Ιερό Προσκύνημα της Αγιάσου αναγνωρίσθηκε και κατά νόμον “Ιερό Προσκύνημα” και διοικείται, ως ορίζει ο νόμος, από 5μελή Διοικούσα Επιτροπή.

Κατά το έτος 1977 έγινε η τελευταία ριζική εσωτερική ανακαίνιση του Ιερού Ναού του Προσκυνήματος, για την οποία δαπανήθηκε το ποσό του 1.300.000 δραχμών. Το έργο ανέλαβε και εξετέλεσε πολυμελής ειδική επιτροπή, ή οποία συγκέντρωσε τα χρήματα και ανέθεσε την ανακαίνιση του ναού σε ειδικό διακοσμητή των Αθηνών, ονομαζόμενο Κωνσταντίνο Σαμαρτζή.

Το ανέλπιστο εύρημα

Για χρόνια και χρόνια στη γιορτή της Παναγίας, στις 15 Αύγουστου όλοι έβλεπαν την ίδια εικόνα κατά τη λιτάνευση, να τη σηκώνουν με κόπο και να την περιφέρουν με ευλάβεια αυτοί πού ήθελαν να την κρατήσουν.

Φαινόταν πολύ βαριά, γιατί το πάχος της ήταν περίπου μια σπιθαμή και όλο το πάχος αυτό της εικόνας, όπως και το πίσω μέρος αυτής, ήταν ντυμένο με βυσσινί βελούδο.

Όμως στην Άγιάσο υπήρχε ή παράδοση, ότι μέσα στο πάχος αυτής της εικόνας ήταν κρυμμένη ή παλαιά εικόνα του Αγάθωνα και πού ήταν και αυτή, κατά την παράδοση, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Όμως η παράδοση έλεγε, και κάτι άλλο: ότι θα πέθαινε αυτός πού θα τολμούσε να ξηλώσει, να ανοίξει κατά κάποιο τρόπο ή για οποιοδήποτε λόγο, το πίσω μέρος της εικόνας.

Κατά το έτος 1938 ο Μητροπολίτης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου η εμβληματική αυτή Άγια μορφή της Χριστιανικής Εκκλησίας όχι μόνο για τη Λέσβο αλλά και όλη την Ελλάδα επί ημερών του οποίου δημιουργήθηκαν όλα όσα έχει μέχρι σήμερα η Μητρόπολη Μυτιλήνης και η Λέσβος είχε αναδειχθεί στα δύσκολα αυτά χρόνια ανά το πανελλήνιο ως σημείο αναφοράς για τη φιλανθρωπία και την αλληλεγγύη.

Ο Μητροπολίτης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου ο τολμηρός Δεσπότης που δρομολόγησε και έχτισε με δωρεές το Βοστάνειο αποφάσισε να ερευνήσει και να λύσει το πρόβλημα αυτό.  Ή έρευνα έγινε στο γραφείο του ναού. Ήταν παρόντες ο Μητροπολίτης, ο τότε Πρωτοσύγκελος, μετέπειτα Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος  ο από Σισανίου και Σιατίστης, ο Αρχιερατικός Επίτροπος Έμμ. Μυτιληναίος, ο Ρώσος τεχνίτης Βασίλειος Ραχτσέβσκυ, ειδικός συντηρητής εικόνων του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, πού για τον σκοπό αυτό κάλεσε στη Μυτιλήνη ο Μητροπολίτης, παρίσταντο επίσης και όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ναού.

 Έβγαλαν τότε με προσοχή και Ιερή αγωνία το πρώτο βελούδινο κάλυμμα και στη συνέχεια το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, γιατί φαίνεται ότι με το πέρασμα των χρόνων, όταν ξεθώριαζε ή σχιζότανε το ύφασμα, έβαζαν πάνω σ’ αυτό το παλαιό ένα καινούργιο κάλυμμα. Έτσι βγάζοντας ένα-ένα τα από αιώνων αλλεπάλληλα καλύμματα, βρήκαν ένα ξύλινο κιβώτιο και μέσα σ’ αυτό την εικόνα της Παναγίας, πού έφερε ο Αγάθων, τυλιγμένη προσεκτικά με ύφασμα βουτηγμένο, εμποτισμένο, σε κηρομαστίχα, που χρησιμοποιείται σαν ζεστός πολτός κατά τα εγκαίνια της Αγίας Τράπεζας των ναών.

Με μεγάλη προσοχή ξετύλιξαν το ύφασμα. Όλοι με δάκρυα στα μάτια, με ρίγη συγκίνησης ασπάσθηκαν το Θειο Εύρημα, την θύμιασαν και έψαλαν τροπάρια στη θεομήτορα.

Ή εικόνα ήταν σαν αύτη πού ήξεραν, δηλαδή αύτη πού έβλεπαν και προσκυνούσαν οι πιστοί στο τέμπλο της εκκλησίας, με την επίχρυση επένδυση. Απεδείχθη έτσι, πώς αυτή ήταν πιστό αντίγραφο της κρυμμένης παλαιάς εικόνας του Αγάθωνα.

‘Αλλά η εικόνα πού βρέθηκε ήταν φοβερά κατεστραμμένη. Πολλά κομμάτια από ξύλο της εικόνας είχαν αποσαθρωθεί, είχαν μαδύσει. Ό Ρώσος τεχνίτης κάθισε αρκετό καιρό στη Μυτιλήνη και δούλεψε μερόνυχτα πάνω στην εικόνα προσπαθώντας να την καθαρίσει, και όπου το ξύλο είχε μαδήσει, το αντικαθιστούσε με κομμάτια ειδικού φελλού, πού τον συναρμολογούσε σαν ειδικός συντηρητής εικόνων.

Από τότε αποφασίστηκε να γίνει ένα μαρμάρινο προσκυνητάρι, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, πού βρίσκεται στο τέμπλο και πάνω σ’ αυτό να τοποθετηθεί μόνιμα και ασφαλισμένα μέσα σε ξύλινη θήκη με διπλό κρύσταλλο ή αρχαία πολύτιμη εικόνα.

Εκεί την βλέπουμε και την προσκυνάμε σήμερα. Είναι φανερό, ότι οι παλαιοί εκείνοι Χριστιανοί, όταν είδαν ότι η εικόνα της Παναγίας άρχισε να καταστρέφεται, ανέθεσαν σε καλό αγιογράφο να κάνει ένα πιστό αντίγραφο της εικόνος για να κρύψουν την παλαία. Ή εικόνα – αντίγραφο είναι έργο εξαίρετο Βυζαντινής τέχνης. Οι ειδικοί λένε, ότι έγινε κατά τους χρόνους της αλώσεως, δηλαδή γύρω στο 1453. Έγινε στις διαστάσεις της παλαιάς. Έχει επίχρυση καλλιτεχνική επένδυση καμωμένη έτσι ώστε να ξεκλιδώνει και να ανοίγει σαν παράθυρο, για να φαίνεται η εικόνα.

Από τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία, μαρτυρίες και άλλα ντοκουμέντα που βασίζονται στην συγγραφή του σημερινού Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου και του προκατόχου του, καθώς και σε άλλα δεδομένα και παραδόσεις θελήσαμε να δώσουμε σε όλους εσάς στη βάση αλλά και το πλαίσιο που περιβάλλει το ιερό προσκύνημα της Αγιάσου. Την απίστευτη αυτή ενέργεια πού εκπέμπει ο ναός σαν ένας φάρος της Χριστιανοσύνης και της Ορθοδοξίας φεγγοβολά  σε ολόκληρη τη Λέσβο, την Ελλάδα και τον πλανήτη μας!

Χρόνια σας πολλά!

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση