Το ΟΧΙ του ελληνικού λαού απέναντι στα στρατεύματα του Μουσολίνι την 28η Οκτωβρίου που σηματοδότησε το έπος του 40 και απέδειξε σε όλο τον κόσμο πως τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς αγώνες τροφοδοτώντας τη ρήση “οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες” την οποία απέδωσε Βρετανίδα διπλωμάτης στον Winston Churchill σε ομιλία του το 1942 – τιμά σήμερα από άκρη σε άκρη η Λέσβος.
Επίκεντρο των εκδηλώσεων η Μυτιλήνη όπου μετά τη δοξολογία που τελέστηκε παρουσία των επισήμων στις 10:30 το πρωί στο Μητροπολιτικό ναό Μυτιλήνης ακολούθησε κατάθεση στεφάνων και τώρα όλα είναι έτοιμα για να ξεκινήσει η μεγάλη παρέλαση στις 12:00.
Στην παρέλαση την κυβέρνηση εκπροσωπεί στη Λέσβο σήμερα ο Γενικός Γραμματέας διαχείρισης στερεών αποβλήτων Μανώλης Γραφάκος.
Η Λέσβος στο δρόμο για το Αλβανικό Μέτωπο
Σήμερα παραθέτουμε, κατόπιν ευγενικής παραχώρησης από το Σύλλογο «Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας» (ΦΙΜΠΟΔ), μερικά αποσπάσματα από μαρτυρίες Λέσβιων της περιόδου κήρυξης του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Τα αποσπάσματα έχουν αντληθεί από το βιβλίο του Δ. Σαραντάκου Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης, καθώς επίσης και από το βιβλίο των Α. Κεμερλή και Α. Πολυχρονιάδη, Η Αντίσταση στη Λέσβο. «Και οι δύο μαρτυρίες αποτυπώνουν την σύμπλευση των προυχόντων του Μεταξικού Δικτατορικού καθεστώτος με την ηττοπάθεια, αφού όπως έλεγαν… «Θα πέσουν μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων κιόλα θα τελειώσουν σε λίγες μέρες»… και ακόμα παραπέρα την συνταύτιση αρκετών με τον φασιστικό Γερμανοϊταλικό άξονα, αφού έλεγαν… «Είναι καιρός να ενταχθώμεν εις μίαν Ευρώπην ηνωμένην υπό μίαν σιδηράν εξουσίαν».
Το βασιλομεταξικό καθεστώς απορρίπτει την προσφορά απότακτων δημοκρατών αξιωματικών να σταλούν στο Μέτωπο, καθώς και την πρόταση των κομμουνιστών Πολιτικών Κρατούμενων [σε φυλακές και ξερονήσια] να πολεμήσουν τον εισβολέα στην πρώτη γραμμή. Αλλά λογαριάζουν χωρίς τον… «ξενοδόχο» Λαό που με τη γενική επιστράτευση ξεσηκώθηκε κατά του Ιταλικού και του Βασιλομεταξικού φασισμού, δημιουργώντας το Αλβανικό Έπος. Με παρελάσεις στην προκυμαία και λαϊκό κατευώδιο, επιβιβάζονται οι στρατιώτες στα βαπόρια. Οι μαρτυρίες δίνουν εικόνες της κινητοποίησης του άμαχου πληθυσμού για τον εφοδιασμό των στρατιωτών στα χιονισμένα βουνά, αφού σύντομα φάνηκαν οι εγκληματικές ελλείψεις στρατιωτικού εξοπλισμού και εφοδίων, από τη ρεμούλα του καθεστώτος που είχε εξαφανίσει τεράστια κοντύλια του κρατικού προϋπολογισμού, εισπράξεων από εράνους και δωρεές για ενίσχυση της εθνικής άμυνας. Τους καιροσκόπους πού άρχισαν να κρύβουν τρόφιμα δημιουργώντας ελλείψεις και μαύρη αγορά. Τούς βομβαρδισμούς στον ασύρματο της Νεάπολης και του λιμανιού της Μυτιλήνης. Εξηγούν το «OXI» του Μεταξά, αφού ή βασιλική διχτατορία στήριζε την εξουσία της στην Αγγλία, παρά τις ομοιότητες στα φασιστικά χαρακτηριστικά, με το χιτλερικό και το μουσολινικό καθεστώς».
Μαρτυρία Δ. Σαραντάκου Από το βιβλίο Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης Οι Νίκος Σαραντάκος και Χαράλαμπος Κανόνης, στελέχη της Αγροτικής Τράπεζας επισκέπτονται το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1940 τον Διευθυντή τους να τον χαιρετήσουν για την ονομαστική του γιορτή. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης» του Δημήτρη Σαραντάκου. […Στο σαλόνι βρήκαν συγκεντρωμένους πολλούς παράγοντες της μυτιληναϊκής κοινωνίας, το Δεσπότη, το Νομάρχη, τον υποδιοικητή της Αστυνομίας, διευθυντές των άλλων τραπεζών. Όλοι συμφωνούσαν πως ο πόλεμος ήταν ζήτημα ημερών και προμάντευαν τη σύντομη διάρκειά του: «Θα πέσουν μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων κι όλα θα τελειώσουν σε λίγες μέρες». Κάποιοι προχωρούσαν πιο μακριά: «Είναι καιρός να ενταχθώμενεις την Ευρώπην, ηνωμένην υπό μίαν σιδηράν εξουσίαν». Ο Νίκος με δυσκολία κρατιόταν να τους τα πει χύμα.Επικαλέστηκε πως γιόρταζε κι ο γιος του κι έφυγε με τον Χαράλαμπο νωρίς. Οι δυο φίλοι έφυγαν φαρμακωμένοι. «Να δεις που θα μας πουλήσουν στους φασίστες, είναι βλέπεις σαρξ εκ της σαρκός τους», είπε ο Σαραντάκος, χάνοντας για πρώτη φορά
την αισιοδοξία του. Ο Κανόνης είχε αντιρρήσεις. «Ξέρεις, μπορεί ο Μεταξάς να είναι φασίστας, αλλά αντίθετα με την Ιταλία, την εξουσία του τη χρωστά στο βασιλιά, δηλαδή στους Άγγλους». Εκείνο το συννεφιασμένο οχτωβριανό πρωινό, ο Σαραντάκος έμαθε για την εισβολή των Ιταλών πρωί-πρωί, ανοίγοντας το ραδιόφωνό του.
Το ραδιόφωνο έπαιζε συνέχεια δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια, που τα διέκοπτε για να πει το πρώτο ανακοινωθέν του πολέμου……Στην Τράπεζα βρήκε όλους τους συναδέλφους μαζεμένους παρέες-παρέες να συζητούν ζωηρά. Κανείς φυσικά δε δούλευε. Απροσδόκητα δεν υπήρχε ίχνος φόβου ή ηττοπάθειας στις κουβέντες τους αλλά κάτι που έμοιαζε με ενθουσιασμό. Ο ταμίας κι ένας δυο άλλοι γερμανόφιλοι, που κάτι πήγαν να πουν για το αήττητο του Άξονος και το άσκοπο της αντίστασης, απομονώθηκαν με πρόγκα… Θαρρείς κι όλη η Μυτιλήνη είχε βγει στους δρόμους. Κι εδώ επικρατούσε ο ίδιος ενθουσιασμός. Ο δρομάκος της γειτονιάς του αντηχούσε από τα δημοτικά και τα εμβατήρια που μετέδιδε το ραδιόφωνο… Γενικώς ήταν όλοι χαρούμενοι. Τους συνεπήρε ο ενθουσιασμός με τον οποίο ο λαός αντιμετώπισε την κήρυξη του πολέμου. Ο Κανόνης ως σπουδάσας στην Ιταλία, τους ανέπτυξε την άποψή του: «Ο ιταλικός λαός είναι σίγουρο πως δε θέλει τον πόλεμο. Και από ιδιοσυγκρασία αλλά και γιατί πολεμά ήδη από το 1935, πρώτα στην Αβησσυνία και μετά στην Ισπανία. Μονάχα οι μελανοχίτωνες και οι λοιποί φασίστες είναι φιλοπόλεμοι, αλλά αυτοί και λίγοι είναι και φροντίζουν να μένουν στα μετόπισθεν».
Ο Ανδρέας… τούς πληροφόρησε ότι είχε παρουσιαστεί στο Φρουραρχείο κι
είχε ζητήσει να καταταγεί έστω και απλός στρατιώτης. Του ’πανε πως τουςαπότακτους του κινήματος αξιωματικούς θα τους αντιμετώπιζαν ομαδικά και όχι μεμονωμένα. Ο Θόδωρος… τους είπε ότι, όπως άκουσε στην αγορά, οι κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές και στις εξορίες είχαν επίσης ζητήσει να στρατευτούν για να πολεμήσουν.
Το τεταρτοαυγουστιανό καθεστώς απέρριψε την προσφορά τους. Την άλλη μέρα όμως δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες το γράμμα του Νίκου Ζαχαριαδη, που καλούσε σε αντίσταση κατά των Ιταλών. Το βράδυ στο σπίτι του Νίκου άναψε η συζήτηση. Σχεδόν όλοι συμφωνούσαν με το πνεύμα του γράμματος. Αυτοί [οι απότακτοι αξιωματικοί του κινήματος του 1935 ] οι δημοκράτες υπολοχαγοί, λοχαγοί και ταγματάρχες ήταν που ουσιαστικά διεξήγαγαν τον πόλεμο στο αλβανικό μέτωπο… …Υπερνικώντας την αποστροφή του προς το καθεστώς, παρουσιάστηκε στην Πολιτική Αεράμυνα, όπου κάτι κουραμπιέδες μόνιμοι αξιωματικοί συνεπικουρούμενοι από κάποιους φανφαρόνους της ΕΟΝ δεν έκαναν απολύτως τίποτα, εκτός από το να γυρνούν τη νύχτα και να επιβλέπουν αν τηρείται ο συσκοτισμός…
…Το ηθικό του κόσμου ήταν πολύ υψηλό. Κάθε νίκη στο μέτωπο γιορταζόταν με
αυθόρμητες εκδηλώσεις ενθουσιασμού, όπου παίρναν και δίναν τα σατιρικά τραγούδια, που από το ραδιόφωνο είχαν γίνει πασίγνωστα και αγαπητά. Τα περισσότερα ήταν δημοφιλή ελαφρά τραγούδια που παραφράστηκαν κι έγιναν το «κορόιδο Μουσολίνι», το «βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», το «στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός». Τον Μουσολίνι, που οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι λοιποί Ευρωπαίοι τον είχαν πάρει στα σοβαρά και τον φοβόντουσαν, οι Έλληνες τον πήραν στο ψιλό. Τον κατέβασαν στα πραγματικά μέτρα του: ένας φαμφαρόνος, ένα ανθρωπάκι της καρπαζιάς.
Στις εφημερίδες τα σκίτσα του από διάσημους γελοιογράφους τον έδειχναν έτσι ακριβώς. Σατιρίζοντας τον ιταλικό φασισμό και τον Ντούτσε του οι Έλληνες έβγαζαν το άχτι τους για τον δικό τους… …Με τον καινούριο χρόνο φάνηκε πόσο ανέτοιμη ήταν για τον πόλεμο η δικτατορία. Από τους περίφημους εράνους «υπέρ Αεροπορίας» δε δημιουργήθηκε τίποτα περισσότερο από ένα σμήνος μαχητικών αεροπλάνων. Οι στρατιώτες ξεπάγιαζαν στα αλβανικά βουνά χωρίς τον κατάλληλο ιματισμό. Μόλο που όλες οι γυναίκες έπλεκαν ασταμάτητα πουλόβερ, γάντια και κάλτσες για το στρατό, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εφοδίων ποτέ δεν έφτασε ως το μέτωπο.
Μετά την πτώση της Κλεισούρας, την τελευταία ελληνική νίκη στον πόλεμο, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε. Οι Ιταλοί φέρναν αδιάκοπα ενισχύσεις. Τον Μάρτη του ’41 εξαπέλυσαν την «εαρινή επίθεσή» τους. Παρά το άφθονο αίμα που χύθηκε εκατέρωθεν η επίθεση απέτυχε. Στα μετόπισθεν ο κόσμος έχανε σιγά-σιγά το κουράγιο του. Άρχισαν να κρύβονται τα τρόφιμα και οι τιμές πήραν τον ανήφορο.
Οι γερμανόφιλοι ανεθάρρησαν και σπέρνανε την ηττοπάθεια. Τα γεγονότα τούς βοηθούσαν. Στις 20 Μαρτίου η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υπέγραψε με τους Γερμανούς σύμφωνο, με το οποίο προσχωρούσε στον Άξονα, με αντάλλαγμα τη Θεσσαλονίκη. Είχαν προηγηθεί η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Οι Έλληνες νιώσαμε απελπιστικά μόνοι. Μια βδομάδα μετά όμως, στις 27 Μαρτίου, ο γιουγκοσλαβικός (ή πιο σωστά ο σέρβικός) λαός με μια θυελλώδη εξέγερσή του, ανέτρεψε το γερμανόφιλο καθεστώς και η νέα κυβέρνηση, που πήρε την εξουσία, ακύρωσε το σύμφωνο.
Στις 5 Απριλίου οι Γερμανοί χωρίς καμιά προειδοποίηση ή κήρυξη πολέμου, βομβάρδισαν βάρβαρα και για πολλές ώρες το Βελιγράδι. Την άλλη μέρα εισβάλανε ταυτόχρονα στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.
Μαρτυρία των Π. Κεμερλή και Α. Πολυχρονιάδη Από το βιβλίο Η Αντίσταση στην Λέσβο Μπροστά στην καταιγίδα. Η Χώρα στις κρίσιμες ώρες βρέθηκε απροετοίμαστη““ Από τον Αύγουστο του 1940, μετά τον τορπιλισμό της Έλλης, κοντά σ’ όλους τους Έλληνες, και οι Μυτιληνιοί νιώθουν να τους βαραίνει η Ιταλική επιβουλή. Οκαθησυχαστικές ανακοινώσεις της δικτατορίας – που απόκρυψε τα πειστήρια για το δράστη του τορπιλισμού – δεν πείθουν κανένα πως το κακό δεν θα ερχότανε. 28 του Οκτώβρη. Η μέρα αυτή δίνει την ευκαιρία στους Λέσβιους να μιλούν ανοιχτά κατά του ιταλικού φασισμού και κατά της ντόπιας δικτατορίας, βγάζοντας έτσι το καταπιεσμένο άχτι τους. Κάποια ανακούφιση ήταν κι αυτή. Αμέσως μετά την είδηση για τον πόλεμο, ακολουθούν ελλείψεις στα τρόφιμα, όπως ρύζι, ζάχαρη κλπ. Οι πιο έξυπνοι προσπαθούν ν’ αποθηκέψουν όσα μπορούν.
Οι διαταγές των αρχών, που απαγορεύουν τη συγκέντρωση τροφίμων, δεν φέρνουν σοβαρά αποτελέσματα. Όμως, ο ενθουσιασμός και η προσμονή της νίκης είναι πόθος γενικός και η προσοχή του λαού είναι στραμμένη στο Μέτωπο. Από εκεί, τα νέα για την ηρωική αντίσταση του Στρατού μας, στις επιθέσεις των φασιστών, σκόρπιζαν ενθουσιασμό. Όμως άρχισαν να κυκλοφορούν και πληροφορίες για σοβαρές ελλείψεις σε στρατιωτικό υλικό, μέσα εφοδιασμού κλπ. που περνούσαν απαρατήρητα μέσα σε κείνο το κλίμα ενθουσιασμού. Μονάχα αργότερα ήρθανε στο φως στοιχεία για την εγκληματική παραμέληση του εφοδιασμού του Στρατού και της άμυνας της χώρας από τη δικτατορία. Ενδεικτικά σημειώνουμε τις αναφορές του ηρωικού συνταγματάρχη ΔΑΒΑΚΗ, και άλλων… Και εδώ μπαίνει το εύλογο ερώτημα. Πού πήγανε τα τεράστια ποσά α) του Κρατικού Προϋπολογισμού που προορίζονταν για την αμυντική θωράκιση της Χώρας; β) των τακτικών εράνων και γ) των γενναίων εισφορών, καλοπροαίρετων και μη, ειδικά για την αεροπορία: Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του για τη ρεμούλα του καθεστώτος των πανηγυριών που ποτέ δεν αντιμετώπισε την πιθανότητα μιας σύγκρουσης με τον Άξονα. Βασιζόταν ίσως στην ομογάλακτη καταγωγή του καθεστώτος.
…Αν όμως, παρά τις προβλέψεις της Ηγεσίας, άλλαξε η πορεία του Πόλεμου, αυτό οφείλεται σε άλλους, ίσως απρόβλεπτους γι’ αυτήν παράγοντες.
α) στο ακατάβλητο φρόνημα του στρατού που τροφοδοτούσε αδιάκοπα η γρανιτένια θέληση του λαού να υπερασπίσει τη Χώρα ενάντια στο φασισμό (εξωτερικό μα και εσωτερικό),
β) στις πρωτοβουλίες που ανάπτυξαν τα κατά τόπους πατριωτικά ηγετικά στελέχη του Στρατού, γ) στο ότι το πλήθος των Ιταλών δεν πολεμούσε «υπέρ βωμών και εστιών» και δ) στον ολόψυχο ξεσηκωμό του λαού κατά της φασιστικής εισβολής. Παράδειγμα χαρακτηριστικό και συγκινητικό αποτελέσανε οι γυναίκες της Πίνδου που αυθόρμητα έτρεξαν να μεταφέρουν πολεμοφόδια, με τις πλάτες τους, επάνω στις βουνοκορφές για τους μαχητές. Αλλά και όλες οι ανώνυμες γυναίκες της Χώρας που, κι αυτές αυθόρμητα, ρίχτηκαν στο πλέξιμο, μέρα – νύχτα, για να ετοιμάσουν για τα
στρατευμένα αδέλφια και τα παιδιά του Μετώπου τ’ απαραίτητα μάλλινα, που χρειαζόντανε για το βαρύ Αλβανικό χειμώνα.
Το καθεστώς, ξαφνιασμένο απ’ το παλλαϊκό ξεσήκωμα, έδειξε πως δεν χωρούσε στα αισθήματά του η σκέψη του ενωμένου λαού, για τη διεξαγωγή ενός αγώνα Πατριωτικού – Πανεθνικού. Γι’ αυτό απόφυγε τη γενική κινητοποίηση όλων των Εθνικών δυνάμεων. Γι’ αυτό απόρριψε την προσφοράαρκετών απότακτων δημοκρατικών αξιωματικών να σταλούν στο Μέτωπο. Και ακόμα, γι’ αυτό δε δέχτηκε αίτηση των Πολιτικών κρατούμενων σε φυλακές και ξερονήσια, να σταλούν στην Αλβανία για να πολεμήσουν τον εισβολέα.
Στη Λέσβο, από τις πρώτες ημέρες της κινητοποίησης τα στρατευμένα παιδιά της κάνουν μια αποχαιρετιστήρια παρέλαση, κάθε φορά που επιβιβάζονται στα επιταγμένα επιβατικά της γραμμής «Μαίρη Μ.» και «Αρντένα», που βαμμένα με τα πολεμικά χρώματα του «καμουφλάζ» αναδίδουν τη σχετική αγριάδα κι έχουν γίνει αγνώριστα.
Ο κόσμος κι οι συγγενείς των φαντάρων τους αποχαιρετά μ’ ευχές για νίκη και επάνοδο. Πόσοι δεν θα γυρίσουν; Ο λόχος του λοχαγού Γιάννη Κούρδαλου, που παρελαύνει όταν έρχεται η σειρά του για την επιβίβαση, περνά την προκυμαία τραγουδώντας και είναι στολισμένος με λουλούδια πικροδάφνης στις κάννες των όπλων. Ο ενθουσιασμός φτάνει στο παραλήρημα. Μα, ο λοχαγός ο λεβέντης δεν γύρισε. Σκοτώθηκε πολεμώνταςγενναία στο Πόγραδετς! Όμως δεν είναι λιγότερο συγκινητικός ο χωρισμός των υποζυγίων απ’ τους κυρίους τους. Άλογα και μουλάρια παραδίνονται στην επίταξη, ακολουθώντας τους ανθρώπους στον αλληλοσκοτωμό τους. Δεν φταίνε τα ίδια. Γι’ αυτά αποφασίζουν οι άνθρωποι. Μα είναι σίγουρο πως δεν θα ξαναγυρίσουν! Και εδώ έχουμε αγκαλιάσματα και φιλιά. Οι μερακλήδες ξεχωρίζουν, γιατί τ’ αποχαιρετούν και τα παραδίδουν, χωρίς να τους βγάλουν τις χάντρες, τα χαϊμαλιά και τα δερμάτινα καπίστρια. Λεωφορεία, φορτηγά και τα λίγα επιβατικά παίρνουν το δρόμο για το μέτωπο. Φορτώνονται κι αυτά στα καράβια, βαμμένα με τα κατάλληλα για τον πόλεμο χρώματα κι η φτωχή κυκλοφορία της Μυτιλήνης εκμηδενίζεται. Κι αυτά δεν γύρισαν. Όλοι κάνουν ό,τι είναι μπορετό, για να δυναμώσει το μέτωπο. Σε κάθε Δημοτικό Σχολείο, οργανώνονται τις αποκριές – χοροί. Το ίδιο και στους καφενέδες της προκυμαίας. Σκοπός η βοήθεια στο μέτωπο, μα και η περίθαλψη των τραυματιών και των οικογενειών των σκοτωμένων. Οι νίκες έρχονται η μία ύστερα απ’ την άλλη κι οι καμπάνες αναγγέλλουν κάθε τόσο με χαρούμενα κτυπήματα την κατάληψη απ’ το στρατό μας και κάποιας βορειοηπειρώτικης πόλης. Μα οι νίκες ακολουθούνται και από νεκρούς, από ανάπηρους κι από τραυματίες. Οι πρώτες μαυροντυμένες κάνουν την εμφάνισή τους, συμπληρώνοντας την εικόνα των πολεμικών μετόπισθεν. Οι τραυματίες που έρχονται με «αναρρωτική» γίνονται αντικείμενα θερμών εκδηλώσεων από τους άμαχους.
Η ζωή όμως συνεχίζεται με προσαρμογή στις πολεμικές συνθήκες. Έτσι, η μόδα
επιβάλλει τις καρφίτσες από μικροσκοπικά τσαρούχια που στολίζουν τα πέτα των γυναικών, και, αντιγράφοντας την κουκούλα του Αλβανομάχου, κάθε Μυτιληνιά «κουκουλώνεται» με ένα πολύ πραχτικό και όχι άσχημο κάλυμμα. Όσες έχουν όμοιο ύφασμα με το παλτό τους έχουν πιο μεγάλο σουξέ. Αλλιώς, καλές είναι και οι πλεχτές. Αλήθεια, το πλέξιμο γίνεται η ασχολία της μόδας, που έχει το ευεργετικό αποτέλεσμα να ζεσταίνονται οι πολεμιστές μας. Οι Μυτιληνιές όλων των ηλικιών πιάνουν βελόνες και πλέκουν. Πολλές πλέκουν ακόμα και στα διαλείμματα του κινηματογράφου.
‘Άλλες δεν έχουν συγγενή στο μέτωπο. Έτσι στέλνουν δέματα σε φίλους ή απλούς γνωστούς ή γίνονται «κουμπαρούλες» σε άγνωστους πολεμιστές.
Οι συναγερμοί, ύστερα από τον πανικό που έσπερναν στην αρχή, καταλήγουν να γίνονται περιστατικά της καθημερινής ζωής, φέρνοντας σ’ επαφή τον πληθυσμό και καλλιεργώντας την αλληλεγγύη και ενότητα, αφού όλοι αντιμετωπίζουν τον κοινό κίνδυνο απ’ τον ουρανό. Η συσκότιση είναι πρόβλημα με τους κακού δρόμους της Μυτιλήνης.
Στα καταφύγια που έχουν κατασκευαστεί, όταν βρισκόταν χώρος, στα υπόγεια των σπιτιών ή σε ορύγματα στις αυλές, μπορεί κανείς, στη διάρκεια του συναγερμού, να ενημερωθεί για όλα τα πολεμικά νέα, για το τι θα κάνει η Αγγλία ή να πάρει μια δόση χιτλερικής προπαγάνδας ή να μάθει μια συνταγή μαγειρικής. Ανάλογα με το καταφύγιο και τους καταφυγόντες της στιγμής. Η ψευδαίσθηση της ασφάλειας του καταφύγιου εξαφάνισε στο τέλος τον πανικό. Όλα συνηθίζονται.
Σε λίγο, στο άκουσμα της σειρήνας, πολλοί δεν τρύπωναν στα καταφύγια. Άλλοι πιάνουν τα ψηλώματα γύρω στην πόλη, για να δουν το θέαμα του πιθανού βομβαρδισμού. Και… είδαν! Ο βομβαρδισμός του ασύρματου της Νεάπολης, που γίνηκε μερικές φορές, έκανε πολλούς να τρέχουν στα υψώματα. Κι αν τελικά δεν είχε αποτέλεσμα, τούτο οφείλεται στην τύχη, γιατί μια βόμβα, που έπεσε στη βάση του πύργου της αντένας, δεν έσκασε, αλλά και γιατί πολλές ήταν οι βόμβες που έπεσαν στην θάλασσα. Πρέπει να πούμε πως στον ασύρματο είχε φρουρά και πως οι φαντάροι έκαναν ένα ξύλινο τρίποδο για να βάζουν επάνω ένα πολυβόλο έτσι που να μπορούν να κάνουν αντιαεροπορική βολή. Όταν χρειάστηκεαυτό, το ξύλινο τρίποδο
έσπασε και ο πολυβολητής βρέθηκε ανάσκελος!
Σίγουρα οι Ιταλοί αεροπόροι ήτανε από αυτούς, που δεν ήθελαν να κάνουν κακό στον άμαχο πληθυσμό. Διαφορετικά μπορούσαν, «βαφτίζοντας» στρατιωτικούς στόχους οιαδήποτε κτίρια της πόλης, να ρίξουν μερικές βόμβες – μήπως θα τις πλήρωναν; – και να μας βουλιάξουν σε φοβερό πένθος. Μα και στην αεροπορική επιδρομή τη μέρα που ήρθε το επιταγμένο πλοίο «Αρντένα», για να φορτώσει στρατιώτες και υλικά για το μέτωπο, οι θεατές του συναγερμού είχαν ένα φοβερά ενδιαφέρον θέαμα: Το Αρντένα ήταν μέσα στο λιμάνι, μαζί με το πολεμικό συνοδείας του «Κουντουριώτης». Όταν σήμανε συναγερμός, το σμήνος των Ιταλικών αεροπλάνων ξεπετάχθηκε από την κατεύθυνση Λουτρών.
Το πολεμικό ξεκίνησε και με μεγάλη ταχύτητα χάθηκε στην απέναντι Τουρκική ακτή, αφήνοντας προπετάσματα καπνού. Οι Ιταλοί – περίεργο – δεν χτύπησαν το επιβατικό πλοίο, όσο ήταν μέσα στο λιμάνι. Αυτό ήταν μπλεγμένο με μαούνες, όπως ήταν το σύστημα ξεφορτώματος τότε, και εκτός απ’ τις άγκυρές του ήταν δεμένο με συρματόσκοινο σε «δέστρα» του λιμανιού. Όλοι είχαν μπει στα καταφύγια και το Αρντένα άφηνε συρμάτινο κάβο κα απομακρυνόταν με τους φορτοεκφορτωτές που
έμειναν στο κύτος γιατί δεν πρόλαβαν να βγουν. Τότε ένας τελωνοφύλακας, ο Διονύσιος Καββάδας, έτρεξε και ξεπερνώντας το συρματόσκοινο απ’ τη δέστρα απελευθέρωσε το πλοίο που βγήκε απ’ το λιμάνι. Τα αεροπλάνα λες και περίμεναν να βγει πρώτα. Και όταν ανοίχτηκε προς τη Βαριά – Νεάπολη άρχισε ο βομβαρδισμός. Οι «θεατές» με την καρδιά σφιγμένη παρακολουθούσαν τον άνισο αγώνα του καραβιού, που με απίθανους ελιγμούς απόφευγε τις βόμβες που έπεφτανδέσμες, για να το πετύχουν. Πίδακες νερού σηκώνονταν κοντά του απ’ τις εκρήξεις και κάθε φορά ένα «ΩΧ» πελώριο ακουγόταν απ’ τις Καμάρες, Δεξαμενή, Τσαμάκια, ως το Βουνάρι και το Γαϊδαρανήφορο Τελικά τα αεροπλάνα έφυγαν και το καράβι γύρισε «θριαμβευτικά» κάτω απ’ τις γενικές επευφημίες των «θεατών» που μαζεύτηκαν στο λιμάνι. Οι λιμενεργάτες που ακούσια πήραν μέρος στην… αεροναυμαχία βγήκαν κάνοντας τον σταυρό τους. Είχαν δει το χάρο με τα μάτια τους!!
Οι έρανοι εξακολουθούν με ένταση ανάλογη με την αύξηση των αναγκών της πολεμικής αεροπορίας. Όλοι δίνουν. Αλλά έχουμε και τα συνηθισμένα «παρατράγουδα».
– Η εφημερίδα «Τρίβολος» στις 11.11.1940 μας δίνει δύο χαρακτηριστικά σχόλια: «Να γιατί αργούν» είναι ο τίτλος του πρώτου. Το περιεχόμενο: «Πολλοί ρωτούν. Γιατί αργούν να εξαγγελθούν οι εισφορές των πλούσιων Μυτιληνιών στον ιερό αγώνα; Κατά τη γνώμη μας η άργητα είναι δικαιολογημένη. Οι πλούσιοί μας περιμένουν ο ένας τον άλλον. Και στον πλούτον υπάρχει ιεραρχία. Στον τόπο μας την πρώτη μεγάλη λέξη θα την πει ο κυρ-Γιώργης ο Βοστάνης. Οι άλλοι θα ακολουθήσουν. Και θα προσφέρει ο καθένας, ανάλογα με τις δυνάμεις του. Όσο για τους φτωχούς αυτοί είναι ελεύθεροι να δίνουν ό,τι έχουν και δεν έχουν. Κανένας δεν θα τους ψέξει πως δώσανε λίγα, μια που εισφέρουν ολόκληρο το έχει τους κι απ’ το υστέρημά τους…». Το άλλο έχει τίτλο «Η πήχη» και λέει: «Διάφοροι Λέσβιοι αγρότες προσέφεραν το μουλάρι τους στον εθνικό έρανο. Ένα μουλάρι για τον αγρότη αξίζει όσο ένα βαπόρι τουλάχιστον για τον Εφοπλιστή ή μία φάμπρικα για τον βιομήχανο. Με άλλα λόγια έχουμε το μέτρο για να κανονίσουμε την αναλογία των εισφορών μας. Οι εύποροι, οι πλούσιοι και οι ζάπλουτοι». Ο Στρατής Παπανικόλας ήξερε πού έριχνε τις «πετριές» του. Βοηθούσε κι αυτός τον αγώνα με την πένα του απ’ τη δημοσιογραφική του έπαλξη. Εικόνες απ’ τη ζωή στη Μυτιλήνη όσο διαρκούσε ο πόλεμος στην Αλβανία.