Tου Θράσου Αβραάμ, Κοινωνικού Ανθρωπολόγου-Ιστορικού
Αύριο συμπληρώνονται 50 χρόνια από την εγκαθίδρυση της αμερικανοκίνητης χούντας των συνταγματαρχών στη χώρα μας και ορισμένοι χωρίς συγκεκριμένη γνώση μας λένε «μια χούντα μας χρειάζεται» ή, «με την χούντα δεν είχαμε χρέος». Αυτά τα κλισέ είχαµε συνηθίσει να τα’ ακούµε από γραφικούς παππούδες που νοσταλγούσαν τις µέρες που ήταν είτε συνεργάτες, είτε ευνοούμενοι µε διάφορους τρόπους από το στρατιωτικό καθεστώς. Κανείς δεν έδινε σηµασία διότι οι ιστορικές µνήµες της οδυνηρής επταετίας ήταν πρόσφατες. Όσο όμως τα χρόνια περνούν και η μνήμη εξασθενεί σε συνδυασμό με την πλήρη απαξίωση του κοινοβουλευτικού πολιτικού σκηνικού εμφανίζονται θέσεις και απόψεις που υμνούν τη χούντα και τους δοσίλογους συνταγματάρχες. Τα στοιχεία όμως που μαρτυρούν την ιστορική αλήθεια γι’ αυτή την περίοδο διαλύουν κάθε φαντασίωση.
Η οικονομία επί χούντας
Η ελληνική ακροδεξιά διατείνεται πως η χούντα αποτέλεσε ένα “οικονομικό θαύμα”, ενώ στην πραγματικότητα κατά την περίοδο αυτή επικράτησε η συνέχεια της πορείας που είχε αρχίσει να διαγράφεται από την αρχή της δεκαετίας του ‘60. Οι ίδιοι οι συνταγματάρχες προέβαλαν ως επιχείρημα για το πραξικόπημα (εκτός από τον “κομμουνιστικό κίνδυνο”) το φόβο του “οικονομικού χάους”. Η οικονομική πραγματικότητα όμως της εποχής περιγράφεται ως εξής: «Η πρόοδος των τελευταίων πέντε ετών, όσον αφορά την αύξηση του εθνικού εισοδήματος και την βελτίωση του επιπέδου ζωής, ήταν συνέπεια των μηχανισμών αναπτύξεως που μπήκαν σε κίνηση και ενισχύθηκαν επιτυχώς στη δεκαετία 1957-1966.
Στο τέλος του 1966 τα αποθέματα χρυσού και εξωτερικού συναλλάγματος ήταν εξαιρετικά μεγάλα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες και με τέτοια ώθηση, η περαιτέρω πρόοδος της οικονομίας ήταν σχεδόν βέβαιη»[1]. Συνεπώς καταλαβαίνουμε ότι πραγματικά “φόβος οικονομικού χάους”, δεν υπήρξε ποτέ.
Παρόλα αυτά η επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος, δημιούργησε κλίμα αβεβαιότητας προς την Ελλάδα διεθνώς. Κι έτσι υπήρξε πτώση στα έσοδα απ’ τον τουρισμό, μεταξύ 1967-1971, της τάξης των 200.000.000 δολαρίων. Το καθεστώς προχώρησε σε “ενέργειες εκτάκτου ανάγκης” με βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα δάνεια με σκοπό την κάλυψη του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών. Με αυτόν τον τρόπο και μέσα σε μια πενταετία (1966-1971), το εξωτερικό χρέος υπερδιπλασιάστηκε και συνολικά υπολογίζεται ότι έφτασε το ύψος των 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ βρισκόταν στο 1,22% το 1966, ενώ το 1974 έφτασε το 2,76% του ΑΕΠ. Το 1961-1966 οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης κυμάνθηκαν από το 6,5% έως το 13,2%, και ο πληθωρισμός από 0% μέχρι 4,8%. Το 1967-73 οι ρυθμοί ανάπτυξης “έτρεχαν” με ετήσιους ρυθμούς από 5,7% μέχρι 11,6%, ενώ ο πληθωρισμός με 0,3% έως το αρνητικό ρεκόρ 15,55% (το 1973) [2].
Άλλο επιχείρημα των χουντολάγνων, είναι τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας της εποχής. Φυσικά, αποκρύπτεται το γεγονός πως α)τα επίπεδα της ανεργίας κινούνταν στα ίδια περίπου επίπεδα και πριν το πραξικόπημα και β) πως η στατιστική της ανεργίας ήταν τεχνητή, αφού οι εν δυνάμει εργαζόμενοι πολίτες μετανάστευαν μαζικά προς το εξωτερικό.
Όσον αφορά τους “υψηλούς μισθούς” επί χούντας, η σκόπιμη διασπορά ψευδών πληροφοριών από φιλοφασιστικά blog μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί. Οι μόνοι μισθοί που αυξήθηκαν ήταν αυτοί των χρήσιμων υπαλλήλων του καθεστώτος: των στρατιωτικών!
Μέσα διακυβέρνησης της χούντας
Αν συνοψίζαμε τα μέσα διακυβέρνησης της χούντας σε δέκα λέξεις, αυτές θα ήταν οι εξής: lifestyle, καλλιέργεια ενός κλίματος απο-πολιτικοποίησης, εθνικιστικός λαϊκισμός, υποσχέσεις, τρομοκρατία, διώξεις, μεταθέσεις, εκκαθαρίσεις, παροχές, λογοκρισία, απειλές. Ακόμα απέλυσε τους υπάρχοντες δικαστικούς ώστε να τρομοκρατήσει και τους υπόλοιπους και προώθησε αυτούς που είχαν δεθεί με την δική της πολιτική.
Παρόλα αυτά η χούντα δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στους τακτικούς δικαστές κι έτσι, εγκατέστησε στρατοδικεία σε ολόκληρη τη χώρα, που θα εφάρμοζαν πιστά τις εντολές της.
Η ίδια τακτική ακολουθείται και στους υπαλλήλους του κρατικού μηχανισμού σε κάθε κλίμακα. Απολύουν μερικούς και τρομοκρατούν τους άλλους. Στο στρατό το παιχνίδι τους είναι περισσότερο πολύπλοκο. Μετά το βασιλικό πραξικόπημα της 13/12/67 έχουν όλη την άνεση να τον εκκαθαρίσουν από τα στοιχεία που δεν θα πειθαρχήσουν σ’ αυτούς. Μα δεν αρκούνται μόνο σ’ αυτό. Πρέπει να προωθήσουν και να αποστρατεύσουν όλους τους αξιωματικούς που είχαν μεγαλύτερο βαθμό από αυτούς, γιατί διαφορετικά οι ανώτεροι αξιωματικοί ποτέ δεν θα πειθαρχούσαν σε κατωτέρους τους. Η επετηρίδα έχει μεγάλη σημασία γι’ αυτούς. Αλλά δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό. Προωθεί γρήγορα νεότερους αξιωματικούς σε ανώτερους βαθμούς και φυσικό είναι, οι αξιωματικοί αυτοί να γίνονται πιστοί και αφοσιωμένοι στη χούντα.
Δεν λείπουν και τα ρουσφέτια προς πολίτες που είναι φιλικά προσκείμενοι προς το στρατιωτικό καθεστώς, όπως χορήγηση χαριστικών δανεικών-κι αγύριστων από το Κράτος προς υποστηρικτές του καθεστώτος, χορήγηση αδειών κτλ.
Η χούντα χρησιμοποιεί το δημόσιο χρήμα για να δημιουργήσει γύρω της αφοσιωμένους ανθρώπους. Τον πρώτο καιρό μετά τη μεταπολίτευση το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τα ΜΜΕ, για προφανείς όμως λόγους οι σχετικές κατηγορίες ουδέποτε ερευνήθηκαν σε βάθος. Αποκαλυπτικά είναι δύο έγγραφα του τότε αρχηγού της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλη που αποκάλυψε ο “Ταχυδρόμος” (29/8 και 12/9/74), με το ενδοκαθεστωτικό φακέλωμα «δανείων άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή», καθώς και των παραγόντων που “παρενέβησαν” για τη χορήγησή τους. Το συνολικό ύψος των “χορηγηθέντων” δανείων ήταν 1.519.000.000 δρχ. και των “υπό έγκρισιν” 1.644.000.000 δρχ. Τα δισεκατομμύρια σκορπιούνται σε φίλους και γνωστούς, που υποτίθεται ότι κάνουν κάποια δημόσια έργα ή έχουν κάποια αποστολή. Μισθοδοτούν ένα πλήθος χαφιέδων που παρακολουθούν τους ανθρώπους σε κάθε τους βήμα. Με τον τρόπο αυτό, δένει τους βασικούς κρίκους της διοίκησης με ανθρώπους αφοσιωμένους στη χούντα.
Λογοκρισία
«Έχετε υποχρέωσιν να δεχθήτε την σοβαρότητα της εγχειρήσεως και να μας βοηθήσετε», ήταν το πρώτο διάγγελμα του Παπαδόπουλου προς τους δημοσιογράφους, λίγες μέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας.
Η πανομοιότυπη εμφάνιση των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν από τη μεθεπόμενη του πραξικοπήματος, έδειχνε ξεκάθαρα την υποταγή τους στην άγρια λογοκρισία. Ίδια πρωτοσέλιδα, ίδιες επίσημες ανακοινώσεις και υπαγορευμένα δημοσιεύματα, ίδια σχόλια. Από τις εφημερίδες που εκδόθηκαν, οι ακροδεξιές “Ελεύθερος Κόσμος” και “Εστία” υποστήριξαν ανοιχτά το καθεστώς (και η κυκλοφορία των οποίων δεν ξεπέρασε ποτέ τις τελευταίες θέσεις). Οι συντηρητικές και φιλοβασιλικές, “Ακρόπολις”, “Απογευματινή” και “Βραδυνή” υποτάχτηκαν πλήρως στο καθεστώς λογοκρισίας.
Δυσάρεστη έκπληξη προκάλεσαν στους αναγνώστες τους οι τέσσερις εφημερίδες, “Αθηναϊκή”, “Βήμα”, “Έθνος” και “Νέα”, οι οποίες στην αρχική φάση τουλάχιστον αποδέχτηκαν τη λογοκρισία των συνταγματαρχών. Λίγες μέρες μετά, η κεντροαριστερή “Αθηναϊκή” σταμάτησε την έκδοσή της. Η εφημερίδα “Έθνος” χτυπημένη από τα βαριά πρόστιμα και τη φυλάκιση των εκδοτών της, λόγω της έντονης κριτικής στο καθεστώς και της δημοσίευσης συνέντευξης του οικονομολόγου Ζίγδη για το κυπριακό ζήτημα, σταμάτησε την έκδοσή της την 1.4.1970.
Τα “καθαρά χέρια“ της χούντας
Για τα οικονομικά σκάνδαλα της 7ετίας έχω γράψει αναλυτικά σε παλιότερο κείμενο (Η “αθέατη πλευρά της 7ετίας”, Νέα της Λέσβου 17/11/2016), εδώ θα αρκεστώ σε μερικά σημεία. Ο πρώτος νόμος “περί ευθύνης” υπουργών δεν είναι προϊόν των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, αλλά της δικτατορίας που φρόντισαν να θεσμοθετήσουν τη μελλοντική ασυλία τους. Η χουντική νομοθεσία “περί ευθύνης υπουργών” (Ν.Δ. 802 της 30/12/1970) περιείχε “μεταβατική διάταξη” (§ 48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των… συναδέλφων του. Επιπλέον, όλα τα «εγκλήματα διά τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» της μελλοντικής Βουλής θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα. Από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ήταν αυτό του Τομ Πάπας και της εταιρείας Esso Pappas. Επίσης χαρακτηριστικός ήταν και ο νεποτισμός των δικτατόρων όπου διόρισαν σε θέσεις με παχυλές αμοιβές αδέλφια, ξαδέλφια και λοιπούς συγγενείς.
Η αισθητική των συνταγματαρχών
Αποδεκτή μορφή τέχνης για την δικτατορία είναι αυτή που εξυμνεί το καθεστώς ή τουλάχιστον δεν το ενοχλεί. Η Χούντα, ενθάρρυνε κάθε είδους ανόητη δημιουργία μόνο και μόνο επειδή αυτή τύχαινε να την εγκωμιάζει ή να κρατά τον κόσμο μακριά από επικίνδυνους στοχασμούς.
Η δικτατορία φρόντιζε να χαρίζει δωρεάν θέαμα στο κοινό, με τις θρυλικά αντιαισθητικές εκδηλώσεις της στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου προσπαθούσε να «εξυψώσει το πατριωτικό συναίσθημα» σε δίχως αρχή και τέλος δρώμενα, όπου συνευρίσκονταν σπαρτιάτικες φάλαγγες, βυζαντινοί αυτοκράτορες, τσολιάδες, κτλ.
Εν κατακλείδι, τέσσερις δεκαετίες μετά οι απολογητές της δικτατορίας των συνταγματαρχών προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία, να την κόψουν και να τη ράψουν στα μέτρα τους, για να καρπωθούν την αγανάκτηση των πολιτών ενάντια στο πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης. Τα επίσημα στοιχεία διαψεύδουν παταγωδώς αυτές τις φαντασιώσεις. Η ιστορική άγνοια αποτελεί λίπασμα για την πολιτική αφασία. Ο φασισμός γίνεται “ελκυστικός” πάντα και μόνο πάνω στο έδαφος της αφασίας και της άγνοιας.