του Βαγγέλη Αξιώτη*
Στο πρώτο μέρος δόθηκε έμφαση στην μέση δυναμικότητα των ελαιοτριβείων στην περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, στις κατηγορίες των ελαιουργικών αποβλήτων και στους τρόπους επεξεργασίας τους. Όπως είναι πλέον γνωστό, το ελαιουργικό απόβλητο αποτελεί μία χρόνια παθογένεια που βλάπτει τόσο την ποιότητα ζωής στην περιφέρεια, όσο και την νόμιμη αδειοδότηση των σημαντικότερων μονάδων για την οικονομία των νησιών μας, των ελαιοτριβείων.
Μέχρι και σήμερα στην Λέσβο η εφαρμοζόμενη πρακτική στα 71 ελαιουργεία του νησιού παραμένει είτε η απευθείας διάθεση του κατσίγαρου σε χείμαρρους ή η ανάμιξή του με ασβέστη για την μείωση του ρυπαντικού φορτίου, αλλά με τελικό αποδέκτη την θάλασσα. Στην Χίο έγιναν προσπάθειες κατασκευής δεξαμενών αποθήκευσης κατσίγαρου (12 με 14 ελαιοτριβεία) αλλά ο όγκος τους αποδείχθηκε μικρός και εμφανίστηκε περιορισμένη ικανότητα απορρόφησης του εδάφους με τελικό αποδέκτη τους χείμαρρους των νησιών. Στην Σάμο και την Ικαρία δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης αλλά μεμονωμένες προσπάθειες, μία, όπως πιλοτική δράση κατασκευής δεξαμενών καθίζησης.
Είναι δυνατόν να εφαρμοστούν μέτρα εναλλακτικής διαχείρισης με καινοτόμες εφαρμογές, που ήδη εφαρμόζονται σε άλλες χώρες για να δοθεί μία βιώσιμη λύση; Ναι είναι εφικτό αρκεί να υπάρξει σωστή ενημέρωση των φορέων και συνδυαστική ανάληψη ευθύνης με βάση τα δεδομένα των νησιών της περιφέρειας. Παράλληλα είναι απαραίτητη η ενημέρωση τόσο των ιδιοκτητών των ελαιοτριβείων, πυρηνελαιουργείων, καθώς επίσης και των ίδιων των παραγωγών για τις δυνατότητες εκμετάλλευσης των αποβλήτων για εναλλακτικές μορφές αξιοποίησης τόσο στον ενεργειακό τομέα, όσο και στον τομέα της αγροδιατροφής.
Έτσι λοιπόν στηριζόμενοι στις «νέες» δυνατότητες απλοποιημένης αδειοδότησης περιβαλλοντικών όρων και λειτουργίας και την υπαγωγή των ελαιουργών στην απλοποιημένη διαδικασία των Πρότυπων Περιβαλλοντικών Δεσμεύσεων (ΠΠΔ), θα είναι πλέον αναπόφευκτη η διάθεση των αποβλήτων για υδρολίπανση των ελαιώνων, θα αποθηκεύονται τα απόβλητα σε εδαφοδεξαμενές (για εξάτμιση) ή τέλος θα μεταφέρονται σε κεντρικούς φορείς επεξεργασίας αποβλήτων.
Διάθεση των αποβλήτων για υδρολίπανση των ελαιώνων. Εδώ θέλει μεγάλη προσοχή τόσο στον όγκο του απόβλητου, όσο και στην φύση του εδαφικού κλάσματος στα οποία θα προστίθενται τα ελαιουργικά απόβλητα. Πρέπει να γίνει γνωστό ότι στις περιοχές του Αιγαίου την περίοδο μεταξύ του Νοεμβρίου και Φεβρουαρίου, όπου παράγονται τα μεγαλύτερα ποσοστά αποβλήτων, έχουμε και το μέγιστο της ετήσιας βροχής που δέχονται οι καλλιέργειες. Επομένως αυξάνονται σημαντικά οι όγκοι που εφαρμόζονται στο έδαφος, προκαλώντας συνθήκες αλλοίωσης των χημικών και βιοχημικών ιδιοτήτων του, όπως αύξηση του ολικού οργανικού άνθρακα και του διαθέσιμου φωσφόρου, αύξηση της μικροβιακής βιομάζας και επίδραση στην δημιουργία «συσσωματωμάτων» απαραίτητα για την ανάπτυξη μικροβίων και την χρήση τους σαν λίπασμα.
Επίσης όσον αφορά την λάσπη που προέρχεται από την φυσική εξάτμιση πρέπει να γίνει γνωστό ότι παρατηρείται αποικοδόμηση των οργανικών τοξικών συστατικών μετά από 20 με 50 ημέρες, αλλοιώνοντας τα επίπεδα φωσφόρου στο έδαφος, των θρεπτικών ανιόντων στο έδαφος και επομένως του pΗ του εδάφους, φαινόμενα που εξαρτώνται άμεσα από το ποσό της λάσπης που προστίθεται. Επομένως είναι φανερό ότι η υδρολίπανση είναι μία ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία, όχι τόσο στον τρόπο «αξιοποίησης» του απόβλητου, όσο στο πώς μπορεί να επηρεάσει άμεσα τις καλλιέργειες. Έτσι λοιπόν, πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε «κρυφή» κίνηση απόθεσης αποβλήτων «εν μία νυκτί», θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά οι τεχνικές μελέτες γιατί σε περίπτωση που υπάρξει και πάλι οικολογικό πρόβλημα, εδώ εμπλέκονται φορείς όπως η Διεύθυνση Υδάτων, το Περιφερειακό Τμήμα Γεωργικών Εφαρμογών και Ανάλυσης Λιπασμάτων και η Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Περιφέρειας, όλες υπηρεσίες που πρέπει να εγκρίνουν την άδεια στον φορέα δραστηριότητας.
Δεύτερο σημείο αποτελεί η αποθήκευση των υγρών αποβλήτων σε εξατμισοδεξαμενές. Καταρχήν στα υγρά απόβλητα όταν αποθηκεύονται σε ανοικτές δεξαμενές λαμβάνουν χώρα φαινόμενα ζύμωσης. Το αποτέλεσμα είναι να εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα μάζες μεθανίου, υδρόθειου τα οποία όχι μόνο προκαλούν δυσάρεστη οσμή, αλλά ο ρυθμός εκπομπής τους αναλογικά με τον όγκο του απόβλητου μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Επίσης οι εξατμισοδεξαμενές αν δεν κατασκευαστούν με τις σωστές προδιαγραφές υπάρχει σοβαρή απειλή διαρροών των υγρών αποβλήτων μέσω του εδάφους στον υδροφόρο ορίζοντα και είναι απαραίτητη η ύπαρξη μεγάλων λεκανών συλλογής μακριά από κατοικημένες περιοχές, για μεγάλο χρονικό διάστημα λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι αυτές οι επιφάνειες θα καθίστανται άχρηστες για γεωργική δραστηριότητα. Στα νησιά μας και αναλογικά με τον όγκο υγρών αποβλήτων που παράγονται, ελπίζω ότι δεν θα εγκριθεί μια τέτοια λύση αξιοποίησης των αποβλήτων με ανοικτές δεξαμενές.
Τι συμβαίνει με τις στεγανοποιημένες εδαφοδεξαμενές όπου θα ξεκινάει η διαδικασία «βιοδιόρθωσης», σαν τρόπος μείωσης της ρυπαντικής επίδρασης των αποβλήτων και μετατροπής τους σε πολύτιμα προϊόντα; Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αποτοξικοποίηση των υγρών ελαιουργικών αποβλήτων, είναι η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων φαινολικών συστατικών. Η τάση όμως πλέον τείνει στην εξαγωγή αυτών των συστατικών και την χρήση τους σαν «φθηνή» πηγή φυσικών αντιοξειδωτικών στην φαρμακευτική/παραφαρμακευτική βιομηχανία. Η διαδικασία των ρητινών προσρόφησης έχει ως στόχο την παραλαβή των φαινολικών συστατικών από τα υγρά απόβλητα, τον αποχρωματισμό τους και τελικά την δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης του νερού είτε για κομποστοποίηση, είτε για άρδευση.
Το μεγάλο ερώτημα στα νησιά μας είναι το πώς θα απορροφηθούν οι τεράστιες ποσότητες φαινολών που θα παράγονται από τους χιλιάδες τόνους αποβλήτων σε περίπτωση που εφαρμοστεί η συγκεκριμένη τεχνολογία. Εδώ χρειάζεται σωστός σχεδιασμός όσον αφορά τις μονάδες στα νησιά, των όγκο των αποβλήτων και την απόδοση σε φαινόλες με βάση την ζήτηση στην διεθνή αγορά, έτσι ώστε να ενταχθεί η τεχνολογία στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας των αποβλήτων της Περιφέρειας. Η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου έχει στα χέρια της ένα ισχυρό «όπλο», αυτό της υπεροχής στα προϊόντα αγροδιατροφής και ειδικά στην παραγωγή του ελαιόλαδου. Δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθεί ένα επιπλέον κέρδος από τα «απόβλητα», εφαρμόζοντας καινοτόμες πράσινες τεχνικές με ένα «προϊόν» με την σφραγίδα της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Eπίσης με τις στεγανοποιημένες εδαφοδεξαμενές έπειτα από εύκολες διαδικασίες εξουδετέρωσης του υψηλού pH του κατσίγαρου, μπορούν τα απόβλητα να μετατραπούν σε υγρή βιομάζα, η οποία μπορεί με την σειρά της να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη σε μονάδες αναερόβιας ζύμωσης οργανικών αποβλήτων για την παραγωγή βιοαερίου και το οργανικό στερεό υπόλειμμα αρίστης ποιότητας, κατάλληλο για γεωργική χρήση. Στα οργανικά απόβλητα μπορούν να προστεθούν και τα σφάγια σε ενιαία μονάδα, για την παραγωγή βιοαερίου.
Ανοίγει και εδώ το κεφάλαιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Γιατί δεν γίνεται ευρεία χρήση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας στα νησιά μας; Η ανικανότητα αποδοχής μιας πράσινης κατεύθυνσης από την μεριά της πολιτείας μέχρι σήμερα, λόγω συμφερόντων, δεν αποτελεί απάντηση. Είναι λοιπόν φανερό ότι έχουμε στα χέρια μας και άλλη μία μορφή ανανεώσιμης πηγής ενέργειας και είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η απόδοση της ενέργειας από την καύση του βιοαερίου είναι κατά 30% μεγαλύτερη από την απευθείας καύση της ξηρής βιομάζας που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του. Επίσης σαν επένδυση έχει διπλάσιο δείκτη από ό,τι τα φωτοβολταϊκά. Η συγκεκριμένη μέθοδος παραγωγής ενέργειας χρησιμοποιείται ευρέως στην Ε.Ε. (Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία) και βελτιώνεται συνεχώς τα τελευταία 15 χρόνια. Απαιτείται όμως και εδώ συντονισμός, συνεχή και αδιάκοπη συνεργασία όλων, καθώς το μόνο μειονέκτημα αποτελεί η αδιάκοπη τροφοδοσία της ελάχιστης απαιτούμενης ποσότητας βιομάζας μια και χρειάζεται 3 μήνες για να ενεργοποιηθεί το βακτηριακό περιβάλλον της ζύμωσης.
Είναι λοιπόν φανερό ότι καινοτόμες λύσεις υπάρχουν για την διαχείριση των αποβλήτων των ελαιουργείων στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου. Απαιτείται ομαδικός συντονισμός και υπευθυνότητα τόσο από την μεριά της πολιτείας, όσο και από την μεριά των ελαιοπαραγωγών. Είναι αντιληπτή η οικονομική πίεση στην εποχή της κρίσης, αλλά η περιβαλλοντική αντίληψη δεν πρέπει να παραγκωνιστεί σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο που μπορούμε να εναρμονιστούμε με τους εθνικούς και διεθνείς κανονισμούς. Η δημιουργία κέντρου επεξεργασίας αποβλήτων είναι η λύση στην Περιφέρεια. Θα πρέπει όμως να συντονιστεί από επιστημονικές ομάδες που θα προσφέρουν καινοτομία και τεχνογνωσία σε έναν από τους πυλώνες της πρωτογενής οικονομίας των νησιών μας.
*Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Email: [email protected]