- «Το Υπουργείο με την ατομική αξιολόγηση επιχειρεί να μεταθέσει τις ευθύνες των δικών του ανεπαρκειών στους εκπαιδευτικούς», δηλώνει ο κ. Συκάς
Με αφορμή την σημερινή Γενική Συνέλευση που ανακοίνωσε η ΕΛΜΕ Λέσβου στα Κεντρικά Λύκεια στις 18.00, καλώντας όλους τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς να συμμετάσχουν μαζικά σε αυτήν με κύριο θέμα συζήτησης την εναντίωση στην ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, με τον τρόπο που δρομολογείται από το Υπουργείο Παιδείας, επικοινωνήσαμε με τον πρόεδρο της ΕΛΜΕ Λέσβου, Γιάννη Συκά, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στις ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού συστήματος και των σχολικών υποδομών, αλλά και στην «δαμόκλειο σπάθη» της αξιολόγησης που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των εκπαιδευτικών, απειλώντας την μονιμοποίησή τους.
Η ατομική αξιολόγηση
Σύμφωνα με την εγκύκλιο που εξέδωσε χθες το Υπουργείο Παιδείας, κατά την πρώτη εφαρμογή της διαδικασίας αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των μελών Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού (ΕΕΠ) – Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΒΠ) αξιολογούνται κατά προτεραιότητα οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί και τα μέλη ΕΕΠ-ΕΒΠ που έχουν διανύσει ήδη δύο έτη υπηρεσίας από το διορισμό τους και υπηρετούν σε σχολική μονάδα.
Σε αυτό το σημείο τονίζεται στην εγκύκλιο ότι «εφόσον ολοκληρωθεί η διαδικασία της αξιολόγησης με «εξαιρετικό», «πολύ καλό» ή «ικανοποιητικό» πόρισμα, τότε θα προχωρήσει η μονιμοποίησή τους αναδρομικά από το χρόνο συμπλήρωσης της διετίας». Παράλληλα, λίγο παρακάτω, η εγκύκλιος αναφέρει ότι σε περίπτωση που στέλεχος της εκπαίδευσης δεν προβεί σε αξιολόγηση εκπαιδευτικού, η πράξη αυτή θα αποτελέσει πειθαρχικό παράπτωμα με τις ανάλογες ποινές που προβλέπονται, ενώ εάν δεν υπάρξει συμμόρφωση εκπαιδευτικού με την αξιολόγησή του, αφήνεται να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν συνέπειες «στην μισθολογική εξέλιξή του».
«Καλύπτει δικές του ανεπάρκειες το Υπουργείο»
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος της ΕΛΜΕ, Γιάννης Συκάς: «Λέμε «όχι» στην ατομική αξιολόγηση που επιβάλλει το Υπουργείο, διότι έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις και για την σκοπιμότητα αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι στελέχη της εκπαίδευσης με λιγότερα προσόντα θα αξιολογούν τους συναδέλφους που βρίσκονται χρόνια επί τω εκπαιδευτικώ έργω και οι περισσότεροι έχοντας στην κατοχή τους επιμορφώσεις και μεταπτυχιακά. Επιπλέον, κανείς δεν αποκλείει την σύναψη πελατειακών σχέσεων ανάμεσα στους αξιολογητές και τους αξιολογούμενους, ή την εύνοια ορισμένων με κομματικά κριτήρια».
Αναφερόμενος στην ενδεχόμενη κατάργηση του θεσμού μονιμότητας, ο κ. Συκάς δηλώνει ότι «η ατομική αξιολόγηση λειτουργεί ως μέσο εκβιασμού εκ μέρους του Υπουργείου, δεδομένου ότι από αυτή τη διαδικασία θα εξαρτηθεί η μονιμοποίηση των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών. Να σημειωθεί ότι από τις κατά τόπους Διευθύνσεις οι σχετικές πράξεις μονιμότητας που εστάλησαν στην αρχή της χρονιάς, αποσύρθηκαν, αποδεικνύοντας ότι όλα τα σενάρια είναι πιθανά».
Επίσης δεν παραλείπει να τονίσει ότι οι εκπαιδευτικοί είναι σύμφωνοι με την ατομική αξιολόγηση υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, καταρρίπτοντας με αυτόν τον τρόπο την «παραφιλολογία» που υπάρχει σχετικά με τους «τεμπέληδες» και τους «αντιδραστικούς» εκπαιδευτικούς.
«Συμφωνούμε με την αξιολόγηση, εφόσον κατά τη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στο εκάστοτε σχολείο. Για παράδειγμα, εάν ο εκπαιδευτικός καλείται να κάνει μάθημα κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου σε τάξη με 25 μαθητές, ποιος μπορεί να αξιολογήσει δίκαια το έργο του; Αυτό ισχύει και για τα σχολεία που το μαθητικό δυναμικό προέρχεται από οικογένειες μειονοτήτων ή οικογενειών με οικονομικές δυσκολίες, όπως επίσης όταν μιλάμε για μαθητές που έχουν μαθησιακές δυσκολίες, πολλές φορές αδιάγνωστες. Για περιπτώσεις σαν κι αυτές χρειαζόμαστε ουσιαστικές επιμορφώσεις από εξειδικευμένο προσωπικό, και όχι αξιολογήσεις του «φαίνεσθαι»», καταλήγει εμφατικά ο κ. Συκάς.
Προσθέτοντας στα προβλήματα του ελληνικού σχολείου την ανεπάρκεια των υλικοτεχνικών υποδομών, ο ίδιος επισημαίνει ότι «είναι εμφανές πως το Υπουργείο με τη διαδικασία της ατομικής αξιολόγησης επιχειρεί να μεταθέσει τις ευθύνες των δικών του ανεπαρκειών στους εκπαιδευτικούς. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς το παράδειγμα ενός νεοδιόριστου, ο οποίος καλείται με μισθό 800 ευρώ, στην άλλη άκρη της χώρας, να ανταποκριθεί στο έργο του, αναγκαζόμενος να μετακινείται σε δυο ή τρία σχολεία για να συμπληρώσει το ωράριό του. Ποιος θα αξιολογήσει αυτόν τον άνθρωπο και με ποια κριτήρια;».
Στη σημερινή Γενική Συνέλευση της ΕΛΜΕ, πέραν της ατομικής αξιολόγησης, θα συζητηθούν οικονομικά αιτήματα του κλάδου, ενώ θα γίνει εκλογή εφορευτικής επιτροπής για την ΑΔΕΔΥ.