Γράφει ο Γιώργος Γιαντάς*
Μεγάλωσα στο νησί. Θυμάμαι τον εαυτό μου ακουμπισμένο στην κουπαστή του «Σαπφώ», κοιτώντας από κάτω τους αφρούς να αγκαλιάζουν το πλοίο. Ως νησιώτης, θεωρούσα πως ζω σε έναν τουριστικό τόπο που το καλοκαίρι επισκέπτονταν ξένοι, Αθηναίοι, ντόπιοι που είχαν ξενιτευτεί. Αργότερα, απροσδόκητα, ήρθε η στιγμή που βρέθηκα να μετακομίζω στην Πάρο, το περιβόητο Κυκλαδίτικο νησί. Όταν για πρώτη φορά κατέβηκα από το πλοίο, μέρα μεσημέρι, έσυρα τις αποσκευές μου στο δρόμο της Παροικιάς, κοιτάζοντας γύρω μου, γεμάτος έκπληξη και απορία: «Δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι σε αυτό το μέρος;». «Rooms» παντού. Η εικόνα του εκτυφλωτικού λευκού και των τουριστικών καταλυμάτων κυριαρχούσε σε κάθε δρόμο. Σύντομα, με την έλευση του καλοκαιριού, τα πλοία άρχισαν να καταφτάνουν πλήρη, το ένα πίσω από το άλλο. Τα απανωτά κύματα τουριστών με έκαναν να αναθεωρήσω τις απόψεις μου περί τουρισμού. Ο τόπος πλημμύριζε ακατάπαυστα από κόσμο.
Μερικά χρόνια μετά, βρισκόμενος στον Πειραιά, έτυχε να συζητήσω κατ’ επανάληψη με φιλικά πρόσωπα και συναδέλφους, το λόγο που δεν έρχονται το καλοκαίρι να κάνουν διακοπές στη Λέσβο. Η απάντησή τους, με κάποιες παραλλαγές ήταν η ίδια: «Είναι δέκα-δώδεκα ώρες με το πλοίο – τα αεροπορικά εισιτήρια είναι ασύμφορα.»
Τότε ο νους μου ανέτρεξε στο γεωγραφικό πλεονέκτημα των Κυκλάδων, αφού από τον Πειραιά μπορούσες να βρίσκεσαι σε μόλις 2μιση ώρες σε κάποιο από τα νησάκια τους. Το επιχείρημα της απόστασης από το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας μπορεί όμως να καταρριφθεί αν σκεφτεί κανείς περιπτώσεις, όπως της Ρόδου ή της Κρήτης.
Πρόθεσή μου ωστόσο δεν είναι να γίνει μία συγκριτική αναφορά μεταξύ των νησιωτικών προορισμών, αλλά η παράθεση κάποιων σκέψεων αναφορικά με το ζήτημα του τουρισμού στο μέρος που μεγάλωσα. Πρόσφατα έγινε μία κίνηση «ματ» με την ακτοπλοϊκή σύνδεση του Σιγρίου με την ηπειρωτική Ελλάδα. Παρόλο που λόγω κορονοϊού έπαψαν τα συγκεκριμένα δρομολόγια, το άνοιγμα μίας τέτοιας σύνδεσης φαίνεται να αποτελεί καθοριστική κίνηση για την επισκεψιμότητα στο νησί. Όχι μόνο γιατί μειώνεται ο χρόνος ταξιδιού, αλλά και γιατί από τον τόπο των Θεών – κατά τη φράση του συγγραφέα Α. Καμύ – από το Σίγρι υπάρχει άμεση και ταχύτατη πρόσβαση σε κύριους τουριστικούς προορισμούς όπως η Ερεσός, η Άναξος, η Πέτρα, ο Μόλυβος κ.ά.
Μήπως η αμεσότητα αυτής της πρόσβασης θα μπορούσε να αποτελεί το σημείο-κλειδί μιας στοχευμένης τουριστικής καμπάνιας; Μήπως τελικά η ίδια η «επιθετική» τουριστική καμπάνια αποτελεί σημαντική παράμετρο για την ανταπόκριση τουριστών από όλη την Ελλάδα;
«Από τον τόπο λείπουν οι καλές τουριστικές υποδομές», «Το νησί δεν είναι επιθυμητός τουριστικός προορισμός λόγω προσφυγικού», «Στο νησί υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με αναχρονιστικές αντιλήψεις». Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις γύρω από το ζήτημα. Εν μέρει όλες ίσως έχουν μία δόση δίκιου. Ωστόσο, το βέβαιο είναι πως ο τόπος από μόνος του αποτελεί μία ιδανική υποδομή, ένα θησαυρό που δίνει πολλές φορές την αίσθηση του «αναξιοποίητου». Αρκεί να σταθείς στη μέση της πλούσιας αμμουδιάς των Βατερών, να κοιτάξεις την απέραντη έκταση της δαντελένιας ακροθαλασσιάς, για να σκεφτείς το προφανές: πως υπάρχουν αναρίθμητες ομορφιές στον τόπο, από τα πανέμορφα δρομάκια του Μολύβου, μέχρι το γραφικό Πλωμάρι, μέρη που πραγματικά αξίζει να επισκεφτεί κάποιος.
Η Λέσβος μπορεί να μην είναι ο προορισμός «για ένα Σαββατοκύριακο», αυτό είναι αλήθεια, γιατί απλά δεν θα προλάβεις να την ανακαλύψεις ολόκληρη.
Το τρίτο σε μέγεθος νησί της χώρας, διαθέτει όμως πλήθος σημείων με τουριστική αλλά και ιστορική και πολιτιστική αξία. Σε ένα ανταγωνιστικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον προώθησης και προβολής κάθε τόπου της Ελλάδας, με τον τουρισμό να χαρακτηρίζεται «βαριά βιομηχανία» της, η Λέσβος δεν μπορεί παρά να διεκδικεί την καλύτερη δυνατή προβολή, για το μέλλον των ανθρώπων και των παιδιών της αλλά και γιατί πρώτα από όλα, το αξίζει!
*Ο Γιώργος Γιαντάς είναι συγγραφέας
https://www.facebook.com/giorgos.giantas