του Βαγγέλη Αξιώτη*
Τα αποτελέσματα της πρώτης Προγραμματικής σύμβασης μεταξύ του εργαστηρίου Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ερευνητική ομάδα του καθηγητή κ. Σκαλτσούνη) έχουν αναρτηθεί δημόσια στην ηλεκτρονική σελίδα της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα, η χρηματοδότηση έγινε αποκλειστικά από πόρους της ΠΒΑ με την βοήθεια και την πολύ ωραία συνεργασία με την Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας με προϊστάμενο τον κ. Λαγουτάρη. Τα παραδοτέα της σύμβασης καθώς επίσης και ο Πρακτικός Οδηγός καλλιέργειας αρωματικών – φαρμακευτικών φυτών στοχεύουν στην ολοκλήρωση της καταγραφής των εδώδιμων και αυτοφυών φυτών των νησιών του Β.Αιγαίου, με έμφαση στην αξιοποίησή τους ως συμπληρώματα διατροφής και δερμοκαλλυντικών και παράλληλα στην προστασία και προσπάθεια καλλιέργειας σπάνιων, ενδημικών φυτών.
Παρακάτω θα κάνω αναφορά σε 5 είδη φυτών από διαφορετικές οικογένειες με στόχο να παρουσιαστεί η «δομή» με την οποία έχει γίνει η παραπάνω μελέτη.
-
Ξεκινάμε λοιπόν με το είδος Allium ampeloprasum (οικ. Alliaceae, εικόνα 1)
Υψηλό φυτό, έως 1,5μ., πολυετές. Φύλλα με V διατομή, 4-10, γραμμοειδή, συνήθως γκριζοπράσινα με τραχέα χείλη, με έλυτρο στο κάτω τμήμα του βλαστού, αποξηραίνονται στην ανθοφορία. Σπάθη που γρήγορα αποπίπτει. Άνθη λευκά προς ροζ, βυσσινί ή σκούρα κόκκινα, καμπανοειδή ή σαν φλυτζάνια, 4.5-5 χιλ., σε μεγάλες, πυκνές, με πάνω από 500 άνθη ομπρέλες, διαμέτρου 5-9εκ. Στήμονες που συνήθως προβάλλουν.
Kαλλιεργείται σε χέρσα χωράφια, περιστασιακά σε γκρεμούς ή σε ημιφυσικούς βραχώδεις οικοτόπους με ανθοφορία από τον Απρίλιο – Ιούλιο.
Στις εθνοφαρμακολογικές του χρήσεις αναφέρεται ως: παρασιτοκτόνο (οξύουροι), μυκητοκτόνο και αντισηπτικό (μονιλίαση και κολπίτιδες). Η κατανάλωσή του ελαττώνει την αρτηριακή πίεση και προστατεύει από την αθηρωμάτωση. Επίσης θεωρείται αντιασθματικό, χολαγωγό, διουρητικό, αποχρεμπτικό και αγγειοδιασταλτικό. Σε δείγματα εντόμων χρησιμοποιείται σαν κατάπλασμα ο βολβός.
-
Το δεύτερο είδος είναι η Pistacia lentiscus (οικ. Anacardiaceae, εικόνα 2)
Μικρός αειθαλής αρωματικός θάμνος ή δένδρο, έως 8μ. Φύλλα πτεροειδή με 6-18 ωοειδή, δερμοειδή φυλλάρια, χωρίς ακραίο. Με ράχη πτερωτή. Άνθη χωρίς πέταλα, σε πυκνούς σχηματισμούς ή στάχεις, τα άρρενα με σκούρους ερυθρούς ανθήρες, τα θηλυκά πρασινωπά. Καρποί σφαιρικοί, 4-5χιλ. ερυθροί οι οποίοι γίνονται μαύροι, γυαλιστεροί. Η παραλλαγή P.lentiscus var. chia, καλλιεργείται στην Χίο και από αυτή εξάγεται η μαστίχα. Θα την βρούμε σ’ ανοικτά πευκοδάση και σε οικοσυστήματα με χαμηλή βλάστηση σε υψόμετρο από 0-400μ. (-900μ.). Η ανθοφορία του είναι από τον Μάρτιο – Απρίλιο.
Τα φύλλα του κοινού σχίνου περιέχουν 19% τανίνη και χρησιμοποιούνται σε λουσίματα κατά της τριχόπτωσης. Η ρητίνη που εξάγεται από την παραλλαγή της Χίου (μαστιχόδεντρο) έχεις πολλές χρήσεις. Η ρητίνη εξάγεται με χάραγμα του φλοιού το καλοκαίρι-φθινόπωρο. Χρησιμοποιείται σαν αποχρεμπτικό και κατά της διάρροιας. Επίσης θεωρείται ότι βοηθά στην επούλωση των ελκών του στομάχου. Εχει δράση αναλγητική, διουρητική και μαζί με άλλες ουσίες γεμίζει τα κούφια δόντια (αναλγητική-αντισηπτική δράση). Εξωτερικά χρησιμοποιείται σε έλκη, τριχόφυτα και σε μυϊκή δυστονία.
Εξάγεται ένα λικέρ και το γλυκό μαστίχα. Από τους σπόρους εξάγεται εδώδιμο λάδι, που χρησιμοποιείται στην σαπωνοποιία και σαν φωτιστικό. Επίσης η ρητίνη χρησιμοποιείται σε βερνίκια και σαν σταθεροποιητικό σε αρώματα, οδοντόπαστες και κόλλες.
-
Η Artemisia arborescens (οικ. Asteraceae, εικόνα 3)
Καλλιεργείται σε κήπους. Θαμνώδες πολυετές, με ξυλώδη βάση. Φυτό, 0.5-1μ., με λευκούς καλυμμένους με αργυρόχρωμες τρίχες βλαστούς. Φύλλα όπως οι βλαστοί, τα κατώτερα έμμισχα, χωρισμένα σε γραμμοειδή με αμβλύ άκρο τμήματα, πλάτους 1-2χιλ. Κεφαλές ανθέων κιτρινωπές, σφαιρικές, 5-6χιλ., χωρίς επιχείλια ανθίδια, πολυάριθμες σε ευρείες, φυλλώδεις τούφες. Ανθικός άξονας λευκός εριώδης.
Θα την βρούμε στις άκρες των δρόμων, σε βραχώδεις πλαγιές, πέτρινους τοίχους, αρχαιολογικούς χώρους σε υψόμετρο από 0-400μ.(-900μ.). Η ανθοφορία του εμφανίζεται από τα μέσα Απριλίου – Ιούνιο.
Χρησιμοποιείται σαν αντιφλεγμονώδες, αντιισταμινικό, κατά της καταρροής, βλεννολυτικό και χολαγωγό φάρμακο. Το φυτό περιέχει στο μπλε αιθέριο έλαιό του μεγάλη ποσότητα chamazulene, από τα άλλα είδη (40%) και 17% camphor. Εξωτερικά το ελεγμένο έλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εγκαύματα, ακμή, κεράτωση, ηλιακά εγκαύματα και μικροβιακές δερματίτιδες. Οι εισπνοές είναι ευεργετικές στην βρογχίτιδα, στον βήχα και στην παραρρινοκολπίτιδα. Η περιεκτικότητα σε thujone παρουσιάζει μικρή τοξικότητα στο φυτό και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε εγκύους και σε μικρά παιδιά.
-
Επόμενο είδος είναι το Tamus communis (οικ. Dioscoreaceae, εικόνα 4)
Κοινό φυτό σε υγρούς, σκιώδεις τόπους. Υψηλό έως 4 μ., αναρριχώμενο πολυετές φυτό, το οποίο ξηραίνεται το φθινόπωρο διατηρώντας τον μεγάλο του βολβό (κόνδυλο). Φύλλα λαμπερά πράσινα, ωοειδή – καρδιόσχημα με μακρύ μίσχο, χωρίς οδόντες με 3-9 κυρτά κύρια νεύρα. Άνθη κιτρινοπράσινα, 3-6χιλ., σε πλάγιους, αραιούς βότρυς. Τα άρρενα με 6 πλατιά πέταλα και 6 στήμονες, τα θηλυκά σε διαφορετικό φυτό, με μικρότερα πέταλα και ευδιάκριτη ωοθήκη, σε μικρότερους βότρυς. Καρπός σφαιρική ή ωοειδής ρόγα, γυαλιστερή και κόκκινη στην ωρίμανση. Το βρίσκουμε σε σκιερά μέρη, σε χαράδρες, σε φρυγανικά οικοσυστήματα, σε ελαιώνες και ανοικτές δασικές εκτάσεις σε υψόμετρο 0-800μ. Η ανθοφορία του είναι από τον Απρίλιο -Σεπτέμβριο.
Η ρίζα του θεωρείται δραστική κατά των εκχυμώσεων (μώλωπες) και το βάμμα της, στην ομοιοπαθητική, στα ηλιακά εγκαύματα. Εσωτερικά έχει δράση αιμολυτική και εμετική και λόγω των περιεχομένων σαπωνινών, μπορεί να προκαλέσει ισχυρή καθαρκτική δράση. Γι’ αυτό η ρίζα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο εξωτερικά. Οι νεαροί βλαστοί τρώγονται σαν σπαράγγια, αλλά μόνο βρασμένοι, γιατί ωμοί είναι τοξικοί.
-
Τέλος, έχουμε την Glycyrrhiza glabra (οικ. Leguminosae, εικόνα 5)
Πολυετές, ξυλώδες όρθιο φυτό, άτριχο, έως 1,5μ. Φύλλα πτεροειδή, με 9-17 ελλειπτικά ή μακρόστενα φυλλάρια (με τελικό φυλλάριο) 2,5-5εκ., κολλώδη στην κάτω επιφάνεια. Άνθη πολλά μαζί σε χαλαρούς όρθιους στάχεις με μακρούς στάχεις με μακρούς μίσχους, εκφυόμενους από τους βλαστούς, μπλε ή βιολέ, 1εκ., με τριχωτούς κάλυκες. Καρπός 1,5-2εκ. αποπεπλατυσμένος, άτριχος, μακρόστενος.
Θα την βρούμε σε ελώδη, παράκτια οικοσυστήματα, άκρες δρόμων σε υψόμετρο από 0-700μ. και η ανθοφορία του από μέσα Μαΐου – Σεπτέμβριο.
Πασίγνωστο αρχαιότατο φαρμακευτικό φυτό, η «Γλυκεία ρίζα» του Θεόφραστου που την πρότεινε για το στομάχι και το άσθμα.
Η ρίζα περιέχει το σαπωνοσίδιο γλυκυρριζίνη, 50-60 φορές γλυκύτερο από την ζάχαρη. Επίσης περιέχει γλυκυρριζικό οξύ, φλαβονοειδή και στεροειδείς ορμόνες που ενεργοποιούν τις ωοθήκες.
Σπασμολυτική η σκόνη της ρίζας (έλκη του στομάχου). Το μαύρο εκχύλισμα είναι αποχρεμπτικό και αντιβηχικό. Και τα δύο αντιφλεγμονώδη (γλυκυρριζικό οξύ). Θεωρείται ότι προστατεύει το ήπαρ και ότι είναι διουρητικό. Η ρίζα μαζεύεται από τριετή φυτά το Φθινόπωρο και αποξηραίνεται. Η λεγόμενη «γιάμπολη» σε μαύρες παστίλιες είναι ωφέλιμη στον βήχα.
Σε υπερδοσολογία προκαλεί υπέρταση, πνευμονικό οίδημα και καρδιακή κάμψη. Απαγορεύεται σε καρδιακούς, υπερτασικούς και εγκύους.
(Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Φυτά της Ελλάδας. Η έρευνα στην Λέσβο», Μάκης Αξιώτης, Βαγγέλης Αξιώτης, εκδόσεις Ενδελέχεια).
*Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Email: [email protected]