Τρίτη, 16 Απριλίου, 2024

Γνωστές και Άγνωστες «Γωνιές» της Μυτιλήνης

Άρθρα & Δημοσιεύσεις

Τελευταία Άρθρα & Ειδήσεις

Στο σημερινό φύλλο, γνωρίζουμε από κοντά δυο από τα γνωστότερα αρχοντικά της Μυτιλήνης, αρχική ιδιοκτησία του Αχιλλέα Βουρνάζου, μεγαλέμπορου της διασποράς, και ενός από τους τρεις γιους του μεγαλογαιοκτήμονα και έμπορου λαδιού, Κοντή Βουρνάζου. Η μια κατοικία του Αχιλλέα Βουρνάζου στη Βαρειά, κτισμένη μεταξύ 1880 και 1885 (στεγάζει σήμερα το ξενοδοχείο Loriet) και η άλλη στο Κιόσκι, μπροστά από το λιμάνι, κτισμένη λίγο αργότερα, το 1888, αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της μεσαίας φάσης της «άνοιξης» της μυτιληνιάς αρχιτεκτονικής, της λεγόμενης «Σχολής της Μυτιλήνης». 

 

Τα αρχοντικά στην Μυτιλήνη

Η περίοδος μεταξύ 1850 και 1912 σηματοδοτήθηκε από πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη και ακμή για την Μυτιλήνη, που συνέτεινε στο άνοιγμα του ορίζοντά της στον πολιτισμό της Ανατολής και της Δύσης. Ως αποτέλεσμα προσελκύονται ταλαντούχοι αρχιτέκτονες οι οποίοι επιμελούνται την αρχιτεκτονική των ανερχόμενων τάξεων των εμπόρων και των μεγαλογαιοκτημόνων.

Η λεγόμενη «Σχολή της Μυτιλήνης» αποτέλεσε ουσιαστικά ένα κράμα των ιστορικών στιλ της δυτικής (ευρωπαϊκής) αρχιτεκτονικής που αντικαθιστούν σταδιακά την αυτόχθονη αρχιτεκτονική της Ανατολής, ενώ ταυτόχρονα οι κατοικίες αυτής της περιόδου θυμίζουν τα αθηναϊκά πρότυπα αλλά με την απόχρωση ενός τοπικού ιδιώματος, της μυτιληνιάς αρχιτεκτονικής. 

Οι κατοικίες έχουν ταξινομηθεί από την διδάκτορα Ιστορικό Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Ιωάννα Σωτηρίου-Δωροβίνη, σε τρεις χρονικές περιόδους, την πρώιμη (1850-1880), τη μεσαία (1880-1900) και την ώριμη (1900-1930).

Οι ιδιοκτήτες των κατοικιών της πρώιμης φάσης (1850-1880) ήταν κυρίως μεγαλογαιοκτήμονες και έμποροι (Κοντής Βουρνάζος, Εμμανουήλ Λουκάς, Χαλήμ Βέης) με κύριο χώρο των δραστηριοτήτων τους τη Μυτιλήνη, ενώ οι εμπορικές τους συναλλαγές επεκτείνονταν προς την Κωνσταντινούπολη, προς διάφορα άλλα ευρωπαϊκά κέντρα και τη Ρωσία.  Ως προύχοντες κατείχαν δημόσια αξιώματα και ανέπτυξαν πλούσια κοινωνική δράση.

Η ενδοχώρα της Μικράς Ασίας υπήρξε η πρωταρχική, πλούσια πηγή υλικών για τη βαριά κατασκευή των κτιρίων της Μυτιλήνης. Ήδη από το 1850 περίπου αναφέρεται ότι «την ξυλεία εφοδιάζονταν από τις απέναντι ακτές της Μικράς Ασίας, ενώ η κοκκινωπή πέτρα, που προσδίδει το ιδιαίτερο χρώμα στα δημόσια κτίρια, τις εκκλησίες και στις κατοικίες, ήταν από το μικρό νησί του Αδραμυττηνού κόλπου Σαρμουσάκ. Δύο επίσημα κτίρια της Μυτιλήνης αναφέρονται να έχουν κτιστεί με πέτρα Σαρμουσάκ: Το τουρκικό Γυμνάσιο (Ινταντιέ), σημερινά δικαστήρια, και ο Άγιος Θεράπων, ενώ πολύ συχνά αναφέρεται η χρήση της και στις ιδιωτικές κατοικίες (οικίες Βαμβούρη, Σιφναίου κ.ά.).

Κατά την πρώιμη και τη μεσαία φάση (1850-1900) πολλά υλικά κατασκευής και μόνιμα στοιχεία εξοπλισμού και διακόσμησης της κατοικίας αναφέρεται ότι εισάγονται από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες στη Μυτιλήνη από χώρες του εξωτερικού, όπου έδρευαν οι επιχειρήσεις τους ή όπου είχαν εμπορικές συναλλαγές.

Οι ιδιοκτήτες των κατοικιών της μεσαίας φάσης (1880-1900) ήταν σχεδόν όλοι εκπρόσωποι της τάξης των εμπόρων και επιχειρηματιών της διασποράς.

Τέλος, οι ιδιοκτήτες των κατοικιών της ώριμης φάσης (1900-1930) ανήκαν σε μια ευρύτερη κοινωνική διαστρωμάτωση: Επιστήμονες, ανώτεροι υπάλληλοι επιχειρήσεων, ντόπιοι γαιοκτήμονες και έμποροι γεωργικών προϊόντων, αλλά και έμποροι από τις πλούσιες παροικίες, κυρίως της Αιγύπτου.

     

Οι οικίες του Αχιλλέα Βουρνάζου

Σύμφωνα με την ταξινόμηση που προηγήθηκε, και οι δυο κατοικίες του Αχιλλέα Βουρνάζου ανήκουν στην μεσαία φάση ιδιοκτητών κατοικιών της Μυτιλήνης, αφού όπως είδαμε και νωρίτερα, και τα δυο αρχοντικά (στη Βαρειά και στο Κιόσκι) χτίστηκαν μεταξύ 1880-1888. 

Ο Αχιλλέας Βουρνάζος ήταν γόνος μεγάλης μυτιληνιάς οικογένειας γαιοκτημόνων και προεστών και ένας από τους τρεις γιους του Κ. Βουρνάζου. Αναδείχθηκε σε μεγαλέμπορο και επιχειρηματία της διασποράς, μεταναστεύοντας σε νεαρή ηλικία στην Οδησσό της Ρωσίας. Εκεί απέκτησε τεράστια χρηματική και ακίνητη περιουσία από εμπορικές και οικοδομικές επιχειρήσεις. Έκτισε στη Μυτιλήνη σχεδόν ταυτόχρονα δυο κατοικίες. Τη μία στο Κιόσκι ως μόνιμη κατοικία, μετά την οριστική του επιστροφή από τη Ρωσία και μια στο προάστιο Βαρειά ως παραθεριστική. Παράλληλα,  ο Αχιλλέας Βουρνάζος αναφέρεται σαν ιδιοκτήτης σαπωνοποιείου. Πέθανε νέος σε ηλικία μόλις 42 ετών. 

Η κατοικία στη Βαρειά 

Το εντυπωσιακό αρχοντικό κτίσθηκε σε μεγάλη παραθαλάσσια έκταση, 5 περίπου στρεμμάτων, στο προάστιο της Μυτιλήνης Βαρειά, με αρχιτέκτονα τον Αργύρη Αδαλή και εκτιμώμενη χρονολογία το 1885. Αρχικά ανεγέρθηκε το αριστερό τμήμα της κατοικίας (Α’ φάση), αργότερα δε προστέθηκε η ορθογώνια πτέρυγα (Β φάση), προφανώς για να ικανοποιηθούν οι αυξημένες παραθεριστικές ανάγκες μιας πολυπληθούς, πλέον, οικογένειας. Ολόκληρη η κατοικία φέρει εσωτερικό διάκοσμο, πιθανότατα του Βασιλείου Ιθακήσιου. Το μεγάλο χολ φέρει τοιχογραφίες και οροφογραφίες με κινέζικες παραστάσεις. Η μεγάλη τραπεζαρία έχει ξυλόγλυπτα θυρώματα και πλαίσια παραθύρων, μαρμάρινο τζάκι με ζωγραφιστά πορσελάνινα πλακάκια. Όλα τα δωμάτια στα δύο κύρια επίπεδα της κατοικίας φέρουν οροφογραφίες.

Η κατοικία, παρέμενε σε πολλούς κληρονόμους της αρχικής οικογένειας, ακατοίκητη, αλλά σε πολύ καλή κατάσταση. Στις αρχές της δεκαετίας του1990 πουλήθηκε σε τρίτους και μετατράπηκε σε κεντρικό κτίριο υποδοχής τουριστικής μονάδας, το σημερινό Loriet.

Η κατοικία στο Κιόσκι

Το αρχοντικό κτίσθηκε το 1888 σε μεγάλη παραθαλάσσια έκταση στο Κιόσκι, επί της οδού Αργύρη Εφταλιώτη, στους πρόποδες του φρουρίου. Η αρχική έκταση ήταν περίπου 5 στρέμματα και μέσα σε αυτή κτίσθηκε αργότερα μια δεύτερη κατοικία της οικογένειας από την χήρα Πηνελόπη Βουρνάζου. Αρχιτέκτονας ήταν ο Αργύρης Αδαλής και επιβλέπων της κατασκευής ο Ασημάκης Φούσκας. 

Η μόνιμη κατοικία του Αχ. Βουρνάζου στο Κιόσκι

Η κατοικία οργανώνεται σε τέσσερα επίπεδα: Το ημιυπόγειο με βοηθητικούς χώρους, δυο ορόφους κύριας κατοικίας και το σερβανί (σοφίτα) για τη διαμονή του υπηρετικού προσωπικού.

Οι επίσημοι χώροι υποδοχής, όπως και τα δωμάτια της πρόσοψης του τελευταίου ορόφου φέρουν τοιχογραφίες άγνωστων ζωγράφων. 

Το μόνιμο υπηρετικό προσωπικό της οικογένειας αποτελούσαν η μαγείρισσα, η νταντά, η νοσοκόμα και η καμαριέρα.

Στον κήπο υπάρχει το βοηθητικό κτίσμα που συγκέντρωνε τις λειτουργίες του πλυσταριού, του αμαξοστασίου και της κατοικίας του αμαξά.

Ο Αχιλλέας Βουρνάζος έκτισε την κατοικία αυτή μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στη Μυτιλήνη και το γάμο του με την Πηνελόπη Βασιλείου. Στη συνέχεια η κατοικία δόθηκε ως προίκα στην κόρη τους Αικατερίνη, η οποία παντρεύτηκε γόνο οικογενείας Μουζάλα (που ήταν πρώην δήμαρχος Μυτιλήνης και προύχοντας ανάμεσα σε επώνυμους Μυτιληναίους (μεταξύ των οποίων ο Χαλήμ Βέης, ο Εμ. Τζανέλλης και ο Στ. Σταθόπουλος), που συνέστησαν επιτροπή και προσέφεραν μεγάλα ποσά στο σεισμό του 1889).

 

  • Το υλικό για τις δυο οικίες του Αχιλλέα Βουρνάζου αντλήθηκε από την διδακτορική διατριβή της Ιωάννας Σωτηρίου-Δωροβίνη, ‘’Η αρχιτεκτονική των κατοικιών της ανώτερης αστικής τάξης της Μυτιλήνης (1850-1930), καθώς και από το kiourellis.blogspot.com-κατηγορία: Αρχοντικά της Μυτιλήνης
spot_img

More articles

spot_img