Tου Θράσου Αβραάμ, Κοινωνικού Ανθρωπολόγου-Ιστορικού
Η 43η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ειδικά φέτος, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η πλήρης απαξίωση του κοινοβουλευτικού πολιτικού σκηνικού οδηγεί μερικούς, ελαφρά τη καρδία και χωρίς συγκεκριμένη γνώση, να λένε “μια χούντα μας χρειάζεται” ή, “με την χούντα δεν είχαμε χρέος”, “οι χουντικοί ήταν οι μόνοι τίμιοι”. Ήταν όμως έτσι;
Ας δούμε τα στοιχεία που μαρτυρούν την ιστορική αλήθεια γι’ αυτή την περίοδο.
Καταρχήν με την εγκαθίδρυση του πραξικοπήματος τo πρώτο πράγμα που φρόντισαν να κάνουν οι χουντικοί, ήταν να αυξήσουν τα δικά τους εισοδήματα. Με τον Α.Ν. 5 του 1967, ο μισθός του πρωθυπουργού υπερδιπλασιάστηκε, από 23.600 σε 45.000 δρχ., των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ., ενώ θεσπίστηκαν – για πρώτη φορά – ημερήσια “εκτός έδρας” 1.000 και 850 δρχ. αντίστοιχα.
Επίσης θέσπισαν και τον δικό τους Νόμο “περί ευθύνης Υπουργών” με σκοπό να εξασφαλίσουν μελλοντική ασυλία. Συγκεκριμένα ο Ν.Δ. 802 της 30.12.1970 περιείχε μια “μεταβατική διάταξη” (§ 48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των… συναδέλφων τους. Επιπλέον, όλα τα “εγκλήματα δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως” της μελλοντικής Βουλής, θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα!
Οι τερατώδεις συμβάσεις
Στις 15 Μαΐου 1967 η χούντα ανέθεσε στην αμερικανική εταιρεία Λίτον την παροχή «υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως», στην Κρήτη και τη Δ. Πελοπόννησο. Είχε προταθεί το 1966 απ’ την κυβέρνηση των αποστατών (κυρίως τον Μητσοτάκη), αλλά η Βουλή δεν τόλμησε να την ψηφίσει. Η Litton θα εισέπραττε όλα τα έξοδα που έκανε “βοηθώντας” το δημόσιο (συν κέρδος 11% και προμήθεια 2% επί των κεφαλαίων ή των δανείων που θα έφερνε, θεωρητικού ύψους 800.000.000 δολαρίων). Ως “προκαταβολή”, το δημόσιο της κατέβαλε 1.200.000 δολάρια. Η Λίτον δεν προσέλκυε επενδυτές, δήλωνε όμως έξοδα και πληρωνόταν από το ελληνικό κράτος!
Απίστευτα επαχθής ήταν και η σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας, που ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ (ΦΕΚ 1969/Α/15). Το δημόσιο έβαζε 45 απ’ τα 150 εκατομμύρια δολάρια του έργου, “διευκόλυνε” τον “επενδυτή” με ομόλογα 80.000.000 κι εγγυόταν για τα δάνειά του. Το έργο θα γινόταν από έλληνες υπεργολάβους, ενώ ο “ανάδοχος” θα φρόντιζε απλώς για μελέτες και δάνεια, εισπράττοντας αμοιβή 14% επί των εξόδων. «Εάν κατά την διάρκειαν της μελέτης ήθελεν διαπιστωθή» από τον ίδιο πως 150 εκατομμύρια δεν αρκούν, μπορούσε είτε να ψάξει γι’ άλλα είτε απλά να «θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις δολλ. ΗΠΑ 150.000.000» (άρθρο 1§4). Τελικά, δε βρήκε ούτε τα προβλεπόμενα κι έφυγε αφού όμως προηγουμένως είχε τσεπώσει 4,5 εκατ. δολάρια συν 33,4 εκατ. σε ομόλογα ελληνικού Δημοσίου. Η ζημιά για το ελληνικό δημόσιο ανήλθε στα 1 ½ δις δρχ.
Ο ελληνοαμερικανός Τομ Πάππας υπήρξε ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της χούντας στον οποίο οι ηγέτες της έδωσαν “γη και ύδωρ”. Το Μάιο του 1972, η χούντα τον απάλλαξε από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72). Του έδωσε και άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola, που οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις δεν ενέκριναν, ως ανταγωνιστικά προς την ντόπια παραγωγή αναψυκτικών (ΦΕΚ 1968/Α/201).
Το “Τάμα του Έθνους“
Είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο σκάνδαλο της χούντας, ένας συνδυασμός της θρησκευτικής εκμετάλλευσης με τη μεγαλομανία του δικτάτορα και το ξάφρισμα υπέρογκων δημόσιων κονδυλίων.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1968 ο Παπαδόπουλος εξήγγειλε την ανέγερση ενός μνημειώδους ναού του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια ως εκπλήρωση, υποτίθεται, της σχετικής υπόσχεσης της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του 1829 προς το Θεό σε περίπτωση απελευθέρωσης της Ελλάδας.
Για την επίβλεψή του έργου συστήθηκε το Μάιο του 1969 μια “Ανώτατη Επιτροπή“ με πρόεδρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γ. Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, τους υπουργούς Εσωτερικών Στ. Παττακό, Συντονισμού Ν. Μακαρέζο, Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου, Δημ. Έργων Κ. Παπαδημητρίου και τον υφυπουργό Προεδρίας Κ. Βοβολίνη.
Τον Ιούνιο του 1969 ανακοινώθηκε η σύσταση “Ειδικού Ταμείου” για την οικονομική διαχείριση του “τάματος”. Σύμφωνα με τον τελικό απολογισμό του που δημοσιεύθηκε μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου (“Εστία” 19.1.1974), σ’ αυτό είχαν εισρεύσει 453,3 εκατομμύρια δρχ., εκ των οποίων είχαν εξαφανιστεί τα 406 εκατομμύρια! Όλα απαλλοτριώσεις, “προπαρασκευαστικά έργα”, “μελέτες”, εργασίες “διοικήσεως και λειτουργικά”. Από τα 453,3 εκατομμύρια τα 230 ήταν δάνεια. Τα 180 προήλθαν από εισφορές και δωρεές, τμήμα των οποίων κάλυψαν φορείς του Δημοσίου – π.χ. η Αγροτική Τράπεζα έδωσε 10 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα 43,3 εκατομμύρια ήταν “επιχορήγηση” από τον τακτικό προϋπολογισμό.
Κανένας μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει πόσοι πραξικοπηματίες μαζί με ευνοούμενούς τους έλαβαν μέρος σε αυτό το τρομακτικών διαστάσεων φαγοπότι. Την “επίβλεψη” πάντως, όπως προανέφερα, την είχε σύσσωμη η αφρόκρεμα του καθεστώτος.
Τα “μαύρα“ κρέατα
Είναι το μόνο σκάνδαλο που δικάστηκε επί χούντας και αφορούσε τη χούντα, για λόγους που είχαν να κάνουν με την “νομιμοποίηση” της ανατροπής του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη. Τι ακριβώς είχε συμβεί; Αφορούσε τα κρέατα της Αργεντινής που έμεινα αδιάθετα και μαύριζαν. Η γραπτή εντολή του Παττακού, στις 21 Σεπτεμβρίου 1972 έλεγε να «διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα κρέατα. Μεγαλέμποροι είχαν δωροδοκήσει αξιωματούχους του καθεστώτος, για να αποκτήσουν μονοπωλιακά προνόμια στην εισαγωγή κρέατος. Μάλιστα για να προωθηθούν στην αγορά τα προβληματικά κρέατα, απαγορεύτηκε για κάποιο διάστημα η διάθεση των ντόπιων. Μολονότι, υπήρχε γραπτή εντολή Παττακού, την “πλήρωσε” μόνο ο υφυπουργός Εμπορίου Μιχαήλ Μπαλόπουλος που καταδικάστηκε τον Ιούνιο του ’74 σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών.
Όλα στους “ημετέρους”
Δεν είχε συμπληρωθεί ούτε ένας χρόνος από το πραξικόπημα και ο εκδότης του “Ελεύθερου Κόσμου”, κεντρικός προπαγανδιστής της χούντας, Σάββας Κωνσταντόπουλος εξομολογείται γραπτά στον παλιό του πάτρωνα Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νέο-φαυλοκρατία (ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή κοκ)» (“Αρχείο Καραμανλή”, τ.7ος, σ.50).
Σε τι ακριβώς, όμως, αναφερόταν ο Κωνσταντόπουλος όταν έγραφε για νέα φαυλοκρατία; Ο Μακαρέζος διόρισε υπουργό Γεωργίας κι αργότερα Βορείου Ελλάδος τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου.
Ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο Γ.Γ. Κοινωνικών Υπηρεσιών. Ο γαμπρός του Παττακού Αντρέας Μεϊντάσης επιδόθηκε σε μπίζνες με το Δήμο Αθηναίων, από την κατασκευή του υπόγειου γκαράζ της Κλαυθμώνος μέχρι μια τεχνική μελέτη αξιοποίησης δημοτικού ακινήτου, ύψους 1.109.000 δρχ.
Τα αδέρφια του αρχιπραξικοπηματία βολεύτηκαν κι αυτά. Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ως στρατιωτικός ακόλουθος, Γ.Γ. του Υπ. Προεδρίας, Περιφερειακός Διοικητής Αττικής και “υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ”. Ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος αναρριχήθηκε αστραπιαία στην υπαλληλική ιεραρχία για να αναλάβει Γ.Γ. Δημ. Τάξεως.
Ειδική κατηγορία σκανδάλων αποτελούν οι ανεξέλεγκτες δανειοδοτήσεις “ημετέρων”. Αποκαλυπτικά είναι δυο έγγραφα του τότε αρχηγού της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλη που αποκάλυψε ο “Ταχυδρόμος” (29.8 και 12.9.74), με το ενδοκαθεστωτικό φακέλωμα «δανείων άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή», καθώς και των παραγόντων που “παρενέβησαν” για τη χορήγησή τους. Το συνολικό ύψος των “χορηγηθέντων” δανείων ήταν 1.519.000.000 δρχ. και των “υπό έγκρισιν” 1.644.000.000 δρχ.
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά το 1970 οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν και τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα.
Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει και για τον “λιτό βίο” των χουντικών. Παροιμιώδης ήταν η χλιδή με την οποία ζούσε το “αντιβασιλικό” ζεύγος Ζωιτάκη και η εξωφρενική επίδειξη πλούτου που έκανε ο αρχηγός της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Μ. Ρουφογάλης. Αξίζει κανείς να διαβάζει τις αναμνήσεις της γυναίκας του Ντέλλας, φωτομοντέλου, για να καταλάβει τόσο την πλουσιοπάροχη ζωή που έκαναν αλλά και τις σχέσεις τους με εφοπλιστές και μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής.
Και κάτι τελευταίο, που δεν πρέπει να ξεχνάμε, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, το δημόσιο χρέος επί χούντας αυξήθηκε από 38,7 δισεκατομμύρια δραχμές τον Δεκέμβρη του 1967 σε 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές τον Ιανουάριο του 1973.
Τέσσερις δεκαετίες μετά οι απολογητές της δικτατορίας των συνταγματαρχών προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία, να την κόψουν και να τη ράψουν στα μέτρα τους, για να καρπωθούν την αγανάκτηση των πολιτών ενάντια στο πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης. Τα επίσημα στοιχεία διαψεύδουν παταγωδώς αυτές τις φαντασιώσεις. Η ιστορική άγνοια αποτελεί λίπασμα για την πολιτική αφασία. Ο φασισμός γίνεται “ελκυστικός” πάντα και μόνο πάνω στο έδαφος της αφασίας και της άγνοιας.