Με μια αυγουστιάτικη σπαγγετάδα με σάλτσα από σύκα και κάρι, με ιστορίες από το χτες και το σήμερα, με αρμονίες κρασιού, φροντίδα μοναδική, με φινέτσα και καλοκαιρινό art de la table, στην πολυαγαπημένη μου βεράντα της Θρασύβουλου με την Μύρνα και τον Γιάννη συμπληρώσαμε αυτές τις αξέχαστες στιγμές.
Στην κοιλάδα του χειμάρρου Πριόνα κάτω από το χωριό Ακράσι στη Λέσβο και κοντά στο σημείο όπου εκβάλλει ο χείμαρρος βρίσκεται η Δρότα, ένας μικρός οικισμός απλωμένος κατά μήκος μιας απόκοσμης παραλίας.
Περάσανε πολλά χρόνια από τότε που κάναμε κάμπινγκ στην Ορνού την πέρα παραλία, στην άκρη της Δρότας με τα εντυπωσιακά βράχια. Τελευταία φορά πήγαμε το 1988.
Εκεί στήναμε. Στο μεγάλο πλάτωμα με τα λίγα δέντρα και το ρυάκι να μας δροσίζει και να παίρνει την αλμύρα της θάλασσας από πάνω μας.
Εκεί έκανα για πρώτη φορά κάμπινγκ με φίλους ζωής που μέχρι τώρα έχω την τύχη να έχω γύρω μου. Είχαμε και κάποιες απώλειες δυστυχώς, σύμφωνα με τον κανόνα της ζωής.
Μαζευτήκαμε μερικά καλοκαίρια σ’ αυτή την παρθένα παραλία – έτσι παραμένει μέχρι σήμερα – με τις σκηνές, τα στρωματάκια, τα μαγιό – δεν μας πολυχρειάζονταν – το γκαζάκι για τον καφέ, το λαδοτύρι στη γυάλα με ελαιόλαδο, παξιμάδια, ελιές, ντομάτες, φρούτα, τον ασκό για δροσερό νερό που κρεμάγαμε στη δροσιά του σχίνου.
Ώρες κουβαλάγαμε τα συμπράγκαλα. Δεν είχε τότε δρόμο. Αφήναμε το αυτοκίνητο στο χωριό και πηγαίναμε με τα πόδια. Τώρα ανοίξανε ένα μονοπάτι και το αυτοκίνητο φτάνει μέχρι πέρα. Μόνο που τα μπάζα σκεπάσανε την πηγή και δεν τρέχει νερό. Και τώρα πια υπάρχουν δυο σπιτάκια με κήπους και κάγκελα που διατάραξαν – στο ελάχιστο – την απόκοσμη εικόνα.
Αγρίμια ήμασταν, χωρίς τις βολές του σπιτιού
Το αλάτι κολλημένο πάνω μας καθώς μαζεύαμε γαρίδες από τις κοιλότητες των βράχων.
Μαζεύαμε και θαλασσινό αλάτι χοντρό απ’ τα βράχια και το πασπαλίζαμε στην ντομάτα μας.
Ξαπλώναμε γυμνοί πάνω στα κατσάβραχα ολόγυρα από τον καμαρωτό βράχο της Δρότας και σηκωνόμασταν με σημάδια.
Ψαρεύαμε, κάποιοι από μας.
Πιάναμε αχινούς, βουτάγαμε στα νερά και μπαινοβγαίναμε ξέγνοιαστοι.
Ο Βασίλης ώρες ατέλειωτες ξέπλεκε το παραγάδι.
Η Μίρκα διάβαζε Επίκουρο.
Ο Μάριος έγραφε στιχάκια.
Ο Γιάννης με φλεγματικό χιούμορ μας ενημέρωνε για όλα όσα διάβαζε με μανία, ενώ τα βράδια ανάσκελα πάνω στα βότσαλα κάτω από τον έναστρο ουρανό μας εξηγούσε πώς γλίτωσε ο Περσέας την Ανδρομέδα από τα νύχια τού φοβερού Δράκοντα, πώς η Ήρα μεταμόρφωσε την Καλλιστώ σε άγρια Αρκούδα, κι ακόμα μας μιλούσε για τη μεγαλοπρέπεια της νύχτας και το μυστήριο που έκρυβε η λάμψη των αστεριών.
Η Ηρώ δωρική συμπλήρωνε την παρέα μας.
Η βασική παρέα πάντα η ίδια και κατά καιρούς εμφανιζόταν και οι ξέμπαρκοι.
Όλη μέρα διάβασμα στον Ήλιο ξαπλωμένοι ανάσκελα
Τροπικό μαύρισμα, με Ambre Solaire ή Langaster – εκείνο το μαγικό “γράσο” άνευ δείκτη προστασίας – η Μύρνα κι εγώ παραβγαίναμε στον ανταγωνισμό του μαυρίσματος. Η Μύρνα ήταν κυριολεκτικά “χτισμένη” ατέλειωτες ώρες πάνω σε μια πετσέτα και στα βότσαλα μ’ ένα βιβλίο ορθάνοιχτο μπροστά στα μάτια της κι ένα ιστορικό καπέλο πάνινο, ξεθωριασμένο. Ήταν τόσο μαύρη που το βράδυ φαινόταν μόνο το άσπρο των ματιών της. Της το έλεγα και κάθε φορά γελούσαμε.
Η Στέλλα, κάτασπρη σαν γάλα, ήρθε ένα καλοκαίρι με το βυζανιάρικο μωρό της.
Θυμάμαι τον Μιχάλη από το Καγιάνι που πέρασε τυχαία από τα βράχια μας και έκλεψε τα καβούρια που είχε μαζέψει ο Πάγιος – παιδάκι τότε – και τα έφαγε ωμά. Τον κουτσομπολεύουμε γι’ αυτό χρόνια τώρα.
Μωρέλιμ γυμνοί είναι
Με το φουσκωτό μια Bombard 3,80, ξεμακρύναμε από την ακτή καταμεσήμερο. Στην επιστροφή είχαν προβάλει από το χωριό κάτι μανάδες για μπάνιο με τα παιδιά τους. Σπάνια ερχότανε σ’ αυτή τη μεριά της παραλίας. Ακούστηκαν τότε κάτι υστερικές φωνές και τρέχανε να φύγουν καλύπτοντας τα μάτια των παιδιών μην δούνε τη γύμνια μας. Το βράδυ ο κωφάλαλος στην αυλή της κυρίας Μεταξίας μας έκανε μούτρα, ενώ εκείνη μας κάλυπτε με την αγάπη της, σαν μάνα.
Κλέψαμε το ντίγκι
Θυμάμαι μια φορά τον Φωτή με τη Ρέα με το σκάφος τους που έκαναν στάση για να μας δουν. Ο Γκόγκη – εκείνος ο τότε πολυμήχανος και γάργαρος Γκόγκη – τους έκλεψε το ντίγκι και το κρύψαμε όλοι μαζί μέσα στα ξερόκλαδα. Ώρες το γύρευαν. Πλάκες, φάρσες, παιδιαρίσματα ξεγνοιασιάς.
Βόλτα στο βουνό
Θυμάμαι τον Γιάννη με τη Μίρκα να πηγαίνουν περπάτημα στο βουνό και να χάνονται στο σκοτάδι. Η Μίρκα παθαίνει πανικό και στυλώνει τα πόδια, παρά τις διαβεβαιώσεις του Γιάννη πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Ακούστηκαν φωνές. Πήγαν οι χωρικοί να τους μαζέψουν μη διανυκτερεύσουν στο δάσος και τους φάνε “οι λύκοι”. Πανικός στην παρέα, αγωνία, φωνές. Άντε τους βρήκαμε ευτυχώς!
– “Επιτέλους τα καταφέραμε γιατί θα ανησυχούσε ο άντρας μου και η γυναίκα του” αναφώνησε η Μίρκα και άφησε σύξυλους τους χωρικούς.
Γέλια, χαρές, καβγάδες, αστεία και βαρύγδουπες συζητήσεις για να σώσουμε τον κόσμο. Μια ζωή ξετυλιγόταν μπροστά μας.
Θυμάμαι την κυρά-Μεταξία
Κάθε απόγευμα με τη δύση του Ήλιου πεθαίναμε της πείνας. Κάναμε ντουζ στα γάργαρα νερά του ρυακιού, βάζαμε Nivea που την έπινε μεμιάς το διψασμένο μας κορμί, ντυνόμασταν μετά από τόση γύμνια και περπατάγαμε με φακούς προς το μικρό ψαροχώρι.
Εκεί στην αυλή της κυρίας Μεταξίας τρώγαμε κάθε βράδυ.
Ξυπόλυτοι, με σορτσάκια και ξεχειλωμένες μπλούζες δίπλα στα ραντισμένα ξερικά γεράνια.
Τι όρεξη ήταν αυτή! Σπαράκια και κοκωβιούς, θράψαλα, χταπόδι λιασμένο στα τέλια. Ό,τι είχε πιάσει η βάρκα. Ρεβιθάδα με ντοματοσαλάτα από τα μποστάνια της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους τρομερούς πατατοκεφτέδες με ταραμά. Από τότε κάθε φορά η Μύρνα της πήγαινε ταραμά για να τους φτιάξει. Τα πιο νόστιμα αυγά με πατάτες, εδώ στην αυλή, δίπλα στο κύμα. Όσο για δροσερές μπίρες τις ανεβάζαμε με το σχοινί καθώς παγώνανε μέσα στον κουβά στα δροσερά νερά του πηγαδιού. Δεν είχε ρεύμα τότε και εκείνη η μαγική ατμόσφαιρα του λουξ ασορτί με τα αστέρια, δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη μου.
Η τελευταία ρεβιθάδα της Δρότας
Αν για μένα η Δρότα ήταν μερικές μέρες διακοπών κάποια αγνά καλοκαίρια της νιότης μου, για τους Κομνηνούς ήταν 10 ολόκληρα καλοκαίρια. Μου θύμισαν πως την τελευταία φορά που πήγαμε, φύγαμε αναπάντεχα γιατί έπιασε βροχή και τότε πήραμε μαζί μας τη χυλωμένη ρεβιθάδα που μας είχε ετοιμάσει η κυρία Μεταξία. Τη βάλαμε στα θερμός και ζεστή καθώς ήταν σταματήσαμε στην κουφάλα του πλατάνου της Καρύνης και την φάγαμε.
Τι νοσταλγική αυλή!
Την είδα προχτές έρημη, μόνο η πρασινάδα που τη σκέπαζε ήταν ολοζώντανη. Οι πάγκοι, τα τραπεζάκια και οι καρέκλες ήταν αφημένα στο σπρέι της θάλασσας, σαν ξεχασμένα όλα με τα ίχνη μας πάνω τους, από κείνα τα χρόνια της αθωότητας.
Έκλεισε, λέει, η ταβέρνα πριν 15 χρόνια. Κι από τότε κανείς δεν πήγαινε στη Δρότα. Ούτε για μπάνιο. Ερήμωσε. Μέχρι που άνοιξε η μοδάτη ταβερνούλα που προς μεγάλη μας έκπληξη βρήκαμε ανοιχτή και οργανωμένη ακριβώς πάνω από την αυλή της κυρίας Μεταξίας.
Η λατρεμένη μας κυρία Μεταξία στα 93 της ζει στη Δρότα με τον γιο της.
Μια νέα γυναίκα έβαλε πάλι τη Δρότα στο χάρτη
Ήρωας! Μόνο έτσι μπορώ να τη χαρακτηρίσω.
Το νέο σκηνικό αποτελεί μια όαση ζωής και φρεσκάδας στην απόκοσμη Δρότα.
Και ο κόσμος ξαναβρήκε τον δρόμο για το πανέμορφο ψαροχώρι.
Φαγάκια απλά, παραδοσιακά, μεράκι, θέα το απέραντο γαλάζιο.
Ο δρόμος από το Ακράσι είναι χωματόδρομος.
Εντυπωσιακού κάλλους η διαδρομή. Αξίζει τον κόπο.
Η Δρότα είναι μαγική.
Στη θάλασσά της, στα βράχια της, στα βότσαλα και στον βυθό θα βρεις τα σημάδια μας.
Του χρόνου να πας οπωσδήποτε!