Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Η Λίζα

Άρθρα & Δημοσιεύσεις

Τελευταία Άρθρα & Ειδήσεις

Εκείνη τη βροχερή νύχτα του Δεκέμβρη ο κεντρικός δρόμος στο Καμένο Δάσος ήταν άδειος από αυτοκίνητα. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και όλοι ήταν στη θαλπωρή του οικογενειακού τους περιβάλλοντος ή οπουδήποτε αλλού σε μια ζεστή γωνιά. Η Λίζα σαν μια σκιά κινήθηκε ανήσυχα πάνω-κάτω στον κεντρικό δρόμο προς Καλλονή σαν κάτι να περίμενε. Λίγες ώρες νωρίτερα όταν ακόμα ο Ήλιος δεν είχε δύσει, κόσμος και κοσμάκης για την αναζήτηση μανιταριών, που ήταν πολλά αυτόν το μήνα. Όλοι τους όμως την προσπέρασαν αδιάφορα και τώρα που έπεσε η νύχτα, η Λίζα στριμώχτηκε σε μια γωνιά του δάσους. «Άλλο ένα βράδυ», σκέφτηκε. Ξάφνου, ένα φως φάνηκε στον ορίζοντα. Η Λίζα σήκωσε τα αυτιά της ακούγοντας το θόρυβο του αυτοκίνητου. Καλά άκουγε και μάλιστα ο θόρυβος αυτός γνώριμος, σαν το αυτοκίνητο του Δημήτρη που τόσο περίμενε. Πετάχτηκε σαν λιοντάρι στην άσφαλτο και άρχισε να τρέχει μανιασμένη προς το αυτοκίνητο που ερχόταν προς το μέρος της.

Ένα εκτυφλωτικό φως τη διαπέρασε και μαζί του πέρασαν και όλες οι εικόνες της ζωής της. Τότε που ο Δημήτρης την πήρε κουτάβι απ’ τη μάνα και τα αδέλφια της, ένα πανέμορφο Γκέκας που κυνηγούσε τους λαγούς στο βουνό. Τόσοι και τόσοι λαγοί, τόσα και τόσα χάδια  από τον Δημήτρη και τα παιδιά. Πάντα κάθε χρόνο τέτοιες κρύες μέρες του Δεκέμβρη η Λίζα μέσα στο σπίτι σε μια ζεστή γωνιά κι όλοι να την καμαρώνουν. Μέχρι εκείνο το τσίμπημα με τη βελόνα στο ιατρείο και την ανακοίνωση του αποτελέσματος από τον γιατρό στον Δημήτρη που πήρε τη Λίζα τόσο σκυθρωπός για πρώτη φορά. Και μετά μόνη της για μέρες στο σπιτάκι της αυλής με τον Δημήτρη σκεπτικό να την βλέπει από μακριά ξύνοντας το κεφάλι του και να φωνάζει στα παιδιά να μην την πλησιάσουν. Μέχρι εκείνο το απόγευμα όταν ξαφνικά πήγε κοντά της και τη χάιδεψε. Χάρηκε η καημένη όταν την έβαλε στο Terios και ξεκίνησαν για το Καμένο Δάσος, για κυνήγι σκέφτηκε. Είχε τόση μανία να τρέξει στο βουνό που δεν κατάλαβε γιατί ο Δημήτρης της έβγαλε το λουρί από το λαιμό της.

Έτρεξε, έτρεξε, έτρεξε, μα ο Δημήτρης δεν την περίμενε όπως πάντα. Μάταια περίμενε 20 μέρες τώρα στον ασφαλτόδρομο, κοντά ένα μήνα νηστικιά με νερό από τις λακκούβες, της έφτανε όμως γιατί κάθε ξημέρωμα όταν έβγαινε ο Ήλιος αδημονούσε για τον Δημήτρη να φανεί με το αυτοκίνητο.  Και τώρα αυτά τα φώτα μέσα στη νύχτα που έτρεχε κατά πάνω τους πιστεύοντας ότι είναι ο Δημήτρης. Ένας γδούπος και η Λίζα πεταμένη στη μέση του δρόμου. Βιαστικός ο οδηγός του βυτιοφόρου με τα γάλατα κατέβηκε και την τράβηξε στην άκρη του δρόμου, συνεχίζοντας το δρομολόγιό του μέσα στη νύχτα. Ποιος ξέρει σε ποιο καφενείο ξεχάστηκε και πόσο είχε πιει. Έτσι κι αλλιώς το κορμάκι της Λίζας ήταν πια άψυχο. Άψυχο, αλλά με τα μάτια ανοιχτά, με την ίδια αγωνία να φανεί ο Δημήτρης. Δεν τη σκότωσε ούτε η αρρώστια, ούτε η πείνα.

Πάνε τρεις μήνες τώρα που περνώ και ξαναπερνώ βλέποντας στο ίδιο σημείο, στην ευθεία του Καμένου Δάσους στην άκρη του δρόμου το κορμάκι της Λίζας να αποσυντίθεται. Πέρασαν τόσα και τόσα αυτοκίνητα, τόσα απορριμματοφόρα, κανείς δεν την έθαψε, κανείς δεν την πήρε για τα σκουπίδια. Πέρασαν τόσα ΜΑΤ και τόσοι διαδηλωτές για το Διαβολόρεμα, δεν την πρόσεξαν, ακόμα και χθες, εκεί ήταν. Τα απορριμματοφόρα του Κύτελη δεν την παίρνουν γιατί είναι αρμοδιότητα του Βέρρου (εντός των ορίων ευθύνης του), αλλά ο Βέρρος, σιγά μην ασχοληθεί! «Ας την πάρει ο Μουτζούρης που έχει την αρμοδιότητα του Επαρχιακού οδικού Δικτύου», σκέπτεται, αλλά πού είναι κι αυτός; Έτσι κι αλλιώς τόσο που άργησαν, φαίνονται ήδη τα κοκαλάκια της. Να τα βλέπει του χρόνου ο Δημήτρης που θα έρθει για κυνήγι λαγού με το νέο του απόκτημα. Έτσι κι αλλιώς, η Λίζα δεν είναι εκεί για να τον βλέπει και να τον συμπονά. Τώρα πια η Λίζα τρέχει ελεύθερη από αρρώστιες, από πείνα και δυστυχίες, ελεύθερη από την απανθρωπιά στα απέραντα λιβάδια τ’ ουρανού. Και πού ξέρεις μπορεί ο Πανάγαθος που μαζί μ’ εμάς την έπλασε κι αυτή, μπορεί από μια άκρη να στρέφει το βλέμμα του και να την κοιτάζει.

 

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο
spot_img

More articles

spot_img
spot_img