του Γρηγόρη Δουμούζη
Θεολόγου, MSc Θεολογίας,
Κοινωνιολόγου
Το ευαγγέλιο της Κυριακής (Ιω. γ΄ 13-17) αναφέρει: «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έστειλε το μονογενή του υιό. Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν, θα σωθεί. Δεν ήρθε για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να τον σώσει». Αυτός ο λόγος είναι συγκλονιστικός. Αν πραγματικά τον κάνουμε δικό μας, παίρνουμε ελπίδα και παρηγοριά. Πολλές φορές, επειδή δεν έχουμε διάκριση μέσα μας, παρεξηγούμε τα πράγματα, σχετικά με το τι σημαίνει η «αγάπη του Θεού».
Απ’ τη μια, μπορεί κανείς να πιστέψει μόνο στις δικές του δυνάμεις και να κάνει κέντρο της ζωής του τον εαυτό του. Έτσι, η αγάπη του Θεού μπορεί να μην αγγίζει την καρδιά του, ενώ εισέρχεται και σε μια διαδικασία κατάκρισης του αδελφού του. Αυτό εύκολα μπορεί να συμβεί σ’ έναν θρησκευτικό άνθρωπο. Ο θρησκευτικός άνθρωπος ενδέχεται να μεγαλοποιήσει τον αγώνα του, να στοχεύει την αυτό-δικαίωσή του και, έτσι, να μην μπορεί να λάβει εμπειρία της αγάπης του Θεού. Ο άνθρωπος, τότε, γίνεται «σκληρός» και ανασφαλής. Απ’ την άλλη, μπορεί να συμβεί και κάτι άλλο. Κάποιος να πιστεύει απλώς θεωρητικά στο Θεό, να τονίζει την αγάπη του Θεού, αλλά να μένει αδρανής και αδιάφορος προς την πνευματική ζωή. Δηλαδή, το λόγο της αγάπης του Θεού να μην τον εσωτερικεύει και να μην τον κάνει στάση ζωής.
Οπότε, χρειάζεται να δούμε σωστά την έννοια της «αγάπης» του Θεού. Να μην επικεντρωθούμε απλώς και μόνο στη δική μας προσπάθεια και νομίζουμε πως εξαιτίας του δικού μας αγώνα σωζόμαστε. Ταυτόχρονα, να μην είμαστε σε κατάσταση ραθυμίας επειδή ο Θεός μας αγαπάει. Τίθεται ένα ερώτημα: «Ποιο είναι το μέτρο;». Το λέει ο Κύριος: «Υπάρχει η αγάπη του Θεού. Αυτό είναι δεδομένο. Δεν ήρθε να κρίνει, αλλά να σώσει». Όμως, δεν βιάζει την ελευθερία μας. Χρειάζεται η δική μας συγκατάθεση. Πώς εκφράζεται η δική μας συγκατάθεση; Με την αυταπάρνηση. Δηλαδή, «βγαίνω απ’ τον εαυτό» μου, αρνούμαι τους λογισμούς μου και δίνω «χώρο» στο Θεό. Αυτό είναι η μετάνοια: Δεν πιστεύω πως είμαι το κέντρο του κόσμου.
Η μετάνοια είναι η βάση της πνευματικής ζωής. Αυτή η μετάνοια χρειάζεται να συνοδεύεται με προσευχή και ησυχία. Σήμερα ο κόσμος δεν αγαπάει την ησυχία και την προσευχή. Αυτά, όμως, είναι ο μόνος τρόπος, ώστε να γεμίσουμε με την αγάπη του Θεού. Μόνο έτσι θα συνειδητοποιήσουμε πως δεν είμαι εγώ η ζωή, ότι αναστήθηκε ο Χριστός και νικήθηκε ο θάνατος. Αυτό να γίνει εσωτερικό βίωμα και όχι απλά με το μυαλό μου να το σκέφτομαι. Γι’ αυτό, χρειάζεται «ν’ αδειάσω» απ’ το εγώ μου και να σιωπήσω, για να γεμίσω από Θεό. Όταν «γευτώ» την αγάπη του Θεού, κάνω τα πάντα για να κρατήσω αυτό το «δώρο». Άλλωστε, «δώρο» είναι, όχι κατόρθωμα. Ποιος είναι ο τρόπος; Η διαρκής αυταπάρνηση του λογισμού μου, της υπερηφάνειάς μου και του εγωισμού μου, όντας παραδομένος στο έλεος του Θεού. Δεν πιστεύω σε κανένα λογισμό, καλό ή κακό, παρά μόνο στο Θεό. Ο άνθρωπος που λειτουργεί έτσι, θα μπορέσει να μεταβεί και στο επόμενο βήμα που μας λέει σήμερα ο Χριστός: «Δεν ήρθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να τον σώσω». Όταν ο ίδιος ο Χριστός δεν ήρθε για να κρίνει τον κόσμο, πόσο βλάσφημοι είμαστε εμείς όταν κρίνουμε τον άλλον; Αυτά είναι αδιανόητα πράγματα. Γιατί κρίνουμε τον πλησίον μας; Γιατί δεν έχουμε εμπειρία της αγάπης του Θεού. Ο Θεός έρχεται και απαντάει στον ήσυχο και ταπεινό άνθρωπο. Μας εκπλήσσει ο Θεός, γιατί έρχεται σε μια ανύποπτη στιγμή εκεί που ησυχάζουμε σαν μια «λεπτή αύρα». Εκεί γίνεται το πιο συγκλονιστικό γεγονός: Η προσωπική συνάντηση μαζί Του.
Μετά απ’ αυτό, τι θέλει η ύπαρξή μας; Όλοι οι άνθρωποι να σωθούν. Αυτό που είπε ο Κύριος, γίνεται και δική μας στάση ζωής. Ουσιαστικά, απόδειξη της πνευματικής μας κατάστασης είναι αν δεν θέλουμε να κρίνουμε κανέναν, αλλά ποθούμε όλοι οι άνθρωποι να σωθούν. Άλλωστε, η φράση του Κυρίου σ’ ένα άλλο σημείο «μην κρίνεις για να μην κριθείς» δεν είναι μια ηθική συμβουλή, αλλά μια οντολογική. Δίνουμε ελπίδα σωτηρίας σ’ όλους. Αυτός είναι ο «δρόμος» του Κυρίου μας. Αυτό είναι το ευαγγέλιο που διαβάζουμε πριν την ύψωση του Τιμίου σταυρού.
Πραγματικά, ο σταυρός αυτό είναι: Η αναζήτηση του Θεού, το άφημα στα χέρια Του, η άρνηση του εαυτού μας και η απόκτηση της ελευθερίας μας με το ν’ αφήσουμε «χώρο» στο Θεό. Τότε, σιωπώντας, θα μιλάει ο Χριστός μέσα απ’ την ύπαρξή μας στους ανθρώπους, για να λαμβάνει ο καθένας και η καθεμία αυτή την εμπειρία: Ότι είναι εγγύς ο Θεός, ότι είναι αγάπη ο Θεός. Όμως, αυτή την αγάπη δεν την καταλαβαίνει απλώς το μυαλό μας, για να νιώθουμε καλά και να δικαιολογούμε την αμαρτία μας, αλλά η αγάπη είναι πραγματικό βίωμα που ακολουθεί την οδό της «μετάνοιας», της «προσευχής» και της «αυταπάρνησης».