Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Φοιτητή Κοινωνιολογίας του Παν. Αιγαίου
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Μκ. β΄ 1-12) ο Χριστός βρίσκεται στην Καπερναούμ και, πιο συγκεκριμένα, σ’ ένα σπίτι ασφυκτικά γεμάτο. Εκεί ομιλεί. Μέσα σ’ αυτό το πλήθος κάποιοι άνθρωποι φέρνουν έναν παραλυτικό. Όμως, επειδή δεν μπορούν να περάσουν, ανοίγουν από πάνω τη σκεπή και τον κατεβάζουν από εκεί στον Κύριο, ώστε να τον θεραπεύσει. Ο Χριστός είδε την πίστη τού παραλυτικού και αντί να του πει «είσαι θεραπευμένος απ’ την ασθένεια», του λέει πως «είναι συγχωρεμένες οι αμαρτίες σου».
Ο παραλυτικός, λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως για άλλο πήγε και άλλο του δόθηκε. Αυτό το πράγμα σκανδάλισε τους ανθρώπους, αφού ο μόνος που μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες είναι ο Θεός. Ποιο είναι, όμως, το «μυστικό» όλης αυτής της ιστορίας; Κάποιος θα μπορούσε να προβληματιστεί και να πει: «Γιατί ο Κύριος δεν δίνει αυτό για το οποίο Τον πλησίασαν; Γιατί δεν δίνει, δηλαδή, τη σωματική ίαση της παραλυσίας και μιλάει για θεραπεία αμαρτιών και πνευματικά ζητήματα;». Αυτό το κάνει διότι η βάση των προβλημάτων μας είναι η αμαρτία και τα πνευματικά πάθη, τα οποία οδηγούν πολλές φορές και σε σωματικές ασθένειες. Η στάση ζωής που έχουμε επιλέξει να ζούμε, αρκετές φορές καθορίζει και τα υπόλοιπα της ζωής μας.
Η μεγάλη μας «ασθένεια» είναι το να μην ξέρουμε γιατί ζούμε. Δηλαδή, να υπάρχει μια υπαρξιακή σύγχυση και μια ραθυμία. Όταν δεν ξέρεις γιατί ζεις και βρίσκεσαι σε σύγχυση, «παραλύεις» εσωτερικά και δεν έχεις όρεξη να κάνεις τίποτα. Αυτή η ραθυμία με τη σειρά της οδηγεί στη λήθη. Τι σημαίνει «λήθη»; Ξεχνάς αυτό το εσωτερικό ερώτημα της ύπαρξης σου («γιατί ζω;») και μένεις σε μια «νάρκωση» και «ύπνωση» πνευματική και είσαι «ζωντανός-νεκρός». Αυτή είναι η «ασθένειά μας». Όταν λείπει αυτή η αίσθηση του «γιατί ζούμε» και αυτή η εμπειρία ζωής, δεν έχουμε όρεξη για τίποτα.
Αυτή η κατάσταση, επομένως, φέρνει και τις σωματικές ασθένειες. Αυτό που θα «ενεργοποιήσει» τον άνθρωπο είναι ν’ αφυπνιστεί εσωτερικά. Όταν είμαστε σ’ αυτή την κατάσταση που δεν ξέρουμε από πού ερχόμαστε και προς τα πού πάμε και ζούμε μηχανικά, τότε, η αγάπη του Θεού επιτρέπει τη δυσκολία, τον πειρασμό και την πτώση, ώστε να «ενεργοποιηθούμε» και να προβληματιστούμε. Για παράδειγμα, στο σημερινό ευαγγέλιο ο άνθρωπος έχει την παραλυσία, άλλος μπορεί να έχει ψυχολογικά προβλήματα, άλλος κάποιες αδυναμίες. Όλα αυτά κάνουν τον άνθρωπο να μην νοιώθει αυτάρκεια στη ζωή του.
Η αγάπη και η πρόνοια του Θεού, λοιπόν, μας βοηθούν να «ενεργοποιηθούμε» και να «ξυπνήσουμε». Είναι σαν κάτι να μας ταρακουνάει εσωτερικά. Βλέπουμε ότι ο Κύριος δεν θεραπεύει μόνο το εξωτερικό πρόβλημα του ανθρώπου, δηλαδή την παραλυσία, αλλά θεραπεύει τον όλο άνθρωπο. Αν ήταν κανείς άλλος, θα τον έκανε καλά και θα επιζητούσε χειροκρότημα και διαφήμιση. Ο Χριστός, όμως, πιάνει το βάθος του ανθρώπου. Αυτός που αληθινά μας αγαπά είναι αυτός που δεν χρησιμοποιεί την ανάγκη μας για να μας εκμεταλλευτεί, αλλά μας λέει την αλήθεια. Και αυτός είναι ο Χριστός.
Αυτό, άλλωστε, δεν παθαίνουμε συχνά στη ζωή μας; Εκεί που νομίζουμε πως κάποιοι είμαστε και κάτι πετύχαμε, εκεί που εξωτερικά φαινόμαστε τέλειοι, ενώ εσωτερικά έχουμε ερημιά και δεν υπάρχει φως και χαρά, έρχεται το «χαστούκι» απ’ την ίδια τη ζωή. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι μια «ευλογία», γιατί μας κάνει να κοιτάξουμε μέσα στην καρδιά μας και να δούμε πως αυτό που είχαμε ήταν ένας «χάρτινος πύργος». Πλέον, θέλουμε κάτι πιο δυνατό: Τη θεραπεία μας την πνευματική και τη συγχώρεση των αμαρτιών μας.
Τι σημαίνει «συγχώρεση αμαρτιών»; Αποκατάσταση της σχέσης μας με το Θεό. Η συγχώρεση των αμαρτιών δεν είναι ένα ηθικό γεγονός, του τύπου «σβήνουμε κάποιες αμαρτίες» και είμαστε «καλοί άνθρωποι», αλλά είναι ένα οντολογικό γεγονός που σημαίνει: Αποκαθίσταται η σχέση μου με το Θεό, ήμουν νεκρός και αναστήθηκα, ήμουν χαμένος και βρέθηκα, όπως ο άσωτος της παραβολής. Αυτό χρειάζεται να το ξεκαθαρίσουμε: Δεν είναι «ψυχολογικό» γεγονός η συγχώρεση των αμαρτιών, αλλά είναι ανάσταση της υπάρξεώς μας. Γινόμαστε καινή κτίση και μέλη του «σώματος» του Χριστού. Δεν είναι μια κατάσταση ηθική του τύπου: «Ήμουν κακός άνθρωπος, φεύγει η αμαρτία και έγινα καλός». Καμιά σχέση μ’ αυτό δεν έχει η άφεση των αμαρτιών. Η άφεση των αμαρτιών είναι ο φωτισμός της υπάρξεώς μου και η αποκάλυψη της ζωής.
Άρα, καταλαβαίνουμε πως μπορεί να είμαστε αμαρτωλοί, αλλά δεν είναι πρόβλημα αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι είμαστε «κοιμισμένοι» και δεν έχουμε καλή ανησυχία, ώστε ν’ αποκαλυφθεί ο Θεός στη ζωή μας και να κατανοήσουμε το λόγο που βρισκόμαστε στη ζωή. Ποιος είναι ο τρόπος για να το πετύχουμε αυτό; Όχι να πιάσω τον εαυτό μου να τον πιέσω και να προσπαθήσω να δώσω απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα της ζωής, αλλά να γίνω «χώρος» αποκάλυψης και φανέρωσης του Θεού. Ο Θεός δεν ανακαλύπτεται ό,τι κι αν κάνουμε, δεν ερμηνεύεται όσο κι αν πιέσουμε το μυαλό μας. Μόνο αποκαλύπτεται. Εμείς ή θα είμαστε δεκτικοί στην αποκάλυψη του Θεού ή θα είμαστε «κλεισμένοι» στον εαυτό μας.
Ποιος είναι δεκτικός; Ο συντετριμμένος, ο ταπεινός και αυτός που αναγνωρίζει την κατάστασή του. Έχει μια τέτοια στάση ζωής και λέει: «Είμαι σκοτισμένος Θεέ μου. Φώτισόν μου το σκότος». Αυτό που έκανε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τον οποίο τιμάει η Εκκλησία την Κυριακή. Ποια ήταν η προσευχή του; «Κύριε Ιησού Χριστέ, φώτισόν μου το σκότος». Ήταν ένας συντετριμμένος άνθρωπος που έλεγε: «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν ξέρω τίποτα, είμαι «ανοιχτός» στο έλεος του Θεού. Εγώ είμαι το σκοτάδι, εσύ είσαι το Φως. Εγώ είμαι η ασθένεια, εσύ είσαι η υγεία. Εγώ είμαι η πτώση, εσύ είσαι η Ανάσταση».
Μ’ αυτό τον τρόπο και μ’ αυτή τη στάση ζωής, αποδεχόμενοι την κατάστασή μας, ζητάμε απ’ το Θεό να μας αναστήσει, για να βρούμε τον παράδεισο. Τι είναι «παράδεισος»; Η δυνατότητα να βλέπω το πρόσωπο του Θεού και να «γεύομαι» την παρουσία Του και την αγάπη Του. Πώς γίνεται αυτό; Με την επίγνωση του εαυτού μας και την ελπίδα ότι αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε εμείς, το κάνει ο Θεός, μιας και Αυτός είναι το Φως, η Αγάπη και η Ζωή. Του λέμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, φώτισόν μου το σκότος». Και αν θέλει ο Θεός, όλα γίνονται όταν έρθει η γόνιμη στιγμή και φωτίζεται, όχι μόνο το μυαλό μας, αλλά όλη μας η ύπαρξη.
Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού της Καπερναούμ μας αποκαλύπτει μια μεγάλη αλήθεια: Πως, τελικά, η ουσία κάθε θαύματος είναι η πρόγευση του κόσμου που έρχεται, στον οποίο ο πόνος, η λύπη, η αρρώστια και ο θάνατος δεν θα έχουν κανένα χώρο και καμιά θέση.