Ο απόστολος Παύλος γράφει σε μια επιστολή του πως ακόμη και πίστη να έχουμε που να μετακινεί βουνά, αν δεν έχουμε αγάπη δεν είμαστε τίποτα. Η αγάπη είναι που επιβεβαιώνει την πίστη. Άρα, χωρίς αγάπη δεν υπάρχει αληθινή πίστη. Αυτή την αγάπη μάς προτείνει η Εκκλησία μας μέσα απ’ το περιστατικό του «Πλουσίου και φτωχού Λαζάρου» (Λκ. ιστ΄ 19-31), που ακούμε στο ευαγγέλιο της Κυριακής.
Ο πλούσιος του ευαγγελίου, ναι μεν ζούσε άνετα τη ζωή του, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα, πλέον, ν’ απολαμβάνει τη σχέση με τον Κύριο, τη χαρά και την ανάπαυση. Δεν είχε, δηλαδή, σχέση προσωπική μαζί Του. Επρόκειτο για έναν πλούσιο κατά τα υλικά αγαθά. Συνεπώς, στην πραγματικότητα ήταν φτωχός. Στην αντίπερα όχθη, ο φτωχός Λάζαρος ήταν ο πραγματικά πλούσιος.
Αυτό συμβαίνει διότι στην πνευματική ζωή «πλούσιο» μάς ορίζει η ικανότητα να είμαστε ελεύθεροι από τις οχυρώσεις μας, γιατί εμπιστευόμαστε το έλεος και την αγάπη του Θεού. Ο πλούσιος, εν προκειμένω, είναι αυτός που ήθελε να είναι αυτάρκης με τον εαυτό του, να πλουτίζει απ’ τα πράγματα και απ’ τη δύναμή του, πράγμα που καταδεικνύει την πραγματική του έλλειψη, αναπηρία και φτώχεια. Αυτός ο άνθρωπος επενδύει στον εαυτό του και στη δύναμή του, με αποτέλεσμα να μην εμπιστεύεται την αγάπη του Θεού.
Αντιθέτως, βλέπουμε τον φτωχό Λάζαρο να μην έχει πού να στηριχθεί. Αυτό ακριβώς, όμως, τον οδήγησε να επενδύσει στο Θεό και στην αγάπη Του. Ποιο είναι, όμως, το εκπληκτικό; Ο πλούσιος ορίζεται ως «πλούσιος» χωρίς όνομα, ενώ ο φτωχός ονομάζεται «Λάζαρος». Αυτό το τέχνασμα μας δείχνει πως αυτό που μας δίνει όνομα και ταυτότητα, είναι η ικανότητά μας να κοινωνούμε του ελέους του Κυρίου. Αυτό είναι που μας δίνει πρόσωπο, ταυτότητα και όνομα: Η ικανότητα να κοινωνούμε της αγάπης του Θεού και, έτσι, να μπορούμε να σχετιζόμαστε με κάθε άνθρωπο. Αυτό ακριβώς δεν είχε ο πλούσιος μέσα στη μιζέρια του πλούτου του. Δεν είχε εμπιστευτεί την αγάπη του Θεού. Δεν είχε την ανάπαυση, δεν είχε τη χαρά. Αυτή η έλλειψη της ανάπαυσης και της χαράς τον οδήγησε να καλύπτει τα κενά του με τα πλούτη. Μάλιστα, όσο πλούτιζε, τόσο μεγαλύτερο κενό είχε.
Στην πνευματική ζωή εμείς αναγνωρίζουμε κάτι σημαντικό: Όσο πτωχαίνουμε, τόσο πλουτίζουμε. Όσο θεληματικά αρνούμαστε τον εαυτό μας και ταπεινωνόμαστε, τόσο πιο πλούσιοι γινόμαστε. Ταπείνωση σημαίνει: «Δε ζω Χριστέ μου χωρίς εσένα». Όσο, λοιπόν, αρνούμαστε τα πράγματα και τις οχυρώσεις μας, όσο μένουμε τελείως «γυμνοί» ενώπιον του Θεού, τόσο πιο πλούσιοι γινόμαστε. Ο ίδιος ο Χριστός δεν μας καλεί να είμαστε ο εαυτός μας, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αλλά κάνει την ανατροπή και λέει κάτι άλλο: Μας καλεί να βγούμε απ’ τον εαυτό μας.
Αντιστρόφως, όταν δεν έχουμε στραφεί σ’ αυτή την προοπτική, προσπαθώντας να πλουτίσουμε με τη δύναμή μας, τα πράγματά μας και την αναγνώριση του κόσμου, τόσο πιο κενοί και φτωχοί γινόμαστε. Ουσιαστικά, χάνουμε τ’ όνομά μας, την ταυτότητά μας και ζούμε αυτή την κόλαση που ζούσε ο πλούσιος του ευαγγελίου: να μη μπορεί να σχετίζεται με την αγάπη του Θεού, να μη μπορεί να σχετίζεται με κάθε άνθρωπο και να ζει αυτή την οδύνη της απουσίας της αγάπης και της χάριτος Του.
Υπάρχει και ένα άλλο σημαντικό σημείο. Ο πλούσιος ζήτησε απ’ τον Κύριο να σταλθεί ο Λάζαρος στους οικείους του, ώστε να τους πει να μην κάνουν τα ίδια και πάθουν αυτά που έπαθε και αυτός. Απαντάει, όμως, ο Κύριος: «Αν δεν ακούσανε τους Πατέρες, ούτε και κάποιος να πάει κοντά τους, όπως ο Λάζαρος, θα τους βοηθήσει ν’ αφυπνιστούν». Αυτό μας αποκαλύπτει κάτι πολύ βαθύ: Κύρια ευθύνη για τη ζωή μας έχουμε εμείς. Ό,τι και να μας πούνε, ό,τι και να πούμε σε άλλους, ό,τι και να διδάξουμε, ό,τι και να διδαχθούμε, βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε ποια είναι η αλήθεια. Γνωρίζουμε πού είναι το φως, γνωρίζουμε πού είναι η ζωή, απλώς αρνούμαστε να το δεχθούμε και να το παραδεχθούμε.
Γι’ αυτό πολλές φορές δε χρειάζονται πολλά λόγια απ’ τους ανθρώπους. Ούτε και να μας πουν οποιεσδήποτε κουβεντούλες θα αλλάξουμε. Χρειάζεται μέσα μας μια ριζική απόφαση να βγούμε απ’ τις οχυρώσεις μας και την αυτάρκειά μας, που είναι η άρνηση του Θεού. Η μεγαλύτερη άρνηση του Θεού είναι να φτιάχνουμε οχυρώσεις, να νοιώθουμε σίγουροι με τον εαυτό μας, με τα πράγματά μας, με τη ζωή μας, με τις αμαρτίες μας ή τις αρετές μας. Αυτή η άρνηση της οχύρωσής μας είναι που μας ανοίγει το δρόμο στο Θεό.
Χωρίς αμφιβολία, αληθινά μέσα μας ξέρουμε πως δεν είναι «παζάρεμα» η σχέση μας με το Θεό, δεν είναι λογάκια και κουβεντούλες του τύπου «να σου εξηγήσω και να μου εξηγήσεις», αλλά το βασικό είναι ν’ αποφασίσουμε να στραφούμε μέσα στην καρδιά μας, να ησυχάσουμε και ν’ ακούσουμε σε ποιο ρυθμό χτυπάει, ποιος λόγος την αφυπνίζει και πού είναι στραμμένη η ελευθερία μας. Αν σταθούμε τίμια ενώπιον του εαυτού μας, δε θα χρειάζεται πολλά ν’ ακούσουμε ή πολλά να πούμε σ’ άλλους ανθρώπους. Θα επιλέξουμε την οδό της πτωχείας, της συντριβής και της μετάνοιας, που είναι πραγματικός πλουτισμός. Λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Η σκάλα που οδηγεί στον παράδεισο είναι μέσα στην καρδιά σου».
Άλλωστε, αυτό ζούμε στην Εκκλησία. Αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας. Ερχόμαστε «νηστικοί» απ’ τις επιθυμίες, απ’ τους στόχους, αδειάζουμε απ’ όλα και ερχόμαστε να χορτάσουμε απ’ τον «άρτο της ζωής», απ’ τον Χριστό. Σ’ αυτό το ελάχιστο τεμάχιο του άρτου για μας βρίσκεται η αληθινή ζωή και ο πραγματικός πλουτισμός. Πλούτος μας είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού, είναι η λειτουργική εμπειρία. Έτσι, όταν λάβουμε πραγματική εμπειρία αυτού του γεγονότος, χαιρόμαστε να μην έχουμε τίποτα.
Ο δικός μας «πολιτισμός», τρόπον τινά, ποιος είναι; Οι εγωισμοί μας, οι λογισμοί μας, οι ιδέες μας, η δικαίωσή μας ενώπιον των ανθρώπων, τα παράπονά μας, οι γκρίνιες μας και οι πληγές που νοιώθουμε. Αυτός είναι ο «κατά φαντασία πολιτισμός μας». Είναι απαραίτητο, λοιπόν, ν’ αρνηθούμε αυτόν τον πολιτισμό και θα τον αρνηθούμε, αν γεμίσουμε απ’ την αγάπη του Θεού, αν ζωή μας είναι η ζωή του Χριστού, αν άρτος και ψωμί για μας είναι ο άρτος της ζωής, το αίμα και το σώμα του Χριστού. Τότε, γεμάτοι απ’ την αγάπη, στηριγμένοι σ’ αυτή την πίστη στο πρόσωπο του Χριστού, θα ικανοποιήσουμε αυτό που προαναφέραμε πως λέει ο απόστολος Παύλος, το οποίο αποτελεί εμπειρία ζωής. Ταυτόχρονα, αν έχουμε αγάπη, δε φοβόμαστε τίποτα. Σιγά-σιγά, βήμα-βήμα, θα έρθουν και οι υπόλοιπες αρετές, αφού υψηλοτέρα όλων των αρετών είναι η αγάπη.
Θέλοντας, επομένως, να δούμε αν έχουμε Χριστό στη ζωή μας, ένα είναι το τεκμήριο: Όταν δε θέλουμε τη δικαίωση, δε θέλουμε τον πλούτο, δε θέλουμε την αναγνώριση, δε θέλουμε την τιμή των ανθρώπων, δε θέλουμε τίποτα. Ενδεχομένως, τότε, αυτό σημαίνει ότι είμαστε τρελοί για τον κόσμο, αλλά εμείς βαθιά μέσα μας ξέρουμε πως είμαστε γεμάτοι απ’ την αγάπη του Θεού.
*Ο Γρηγόρης Δουμούζης είναι Θεολόγος, MSc Θεολογίας, Φοιτητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου