Γρηγόρης Δουμούζης
Θεολόγος, MScΘεολογίας
Φοιτητής Κοινωνιολογίας
Παν. Αιγαίου
Την Κυριακή στην Εκκλησία ακούγεται η παραβολή του «Καλού Σαμαρείτη» (Λκ. ι΄ 25-37). Η ιστορία αυτή, εκτός απ’ το κάλλος της, χρησιμοποιείται και σαν «πνευματική τροφή», μιας και ξεκινάει σε λίγες μέρες η νηστεία της σαρακοστής των Χριστουγέννων. Είναι μια παραβολή με σημαντικά νοήματα που «αγγίζουν» την ουσία της πνευματικής ζωής.
Ο τραυματισμένος άνθρωπος ο οποίος έπεσε στους ληστές, είναι ο άνθρωπος ο αμαρτωλός που πάσχει απ’ το «διάβολο», απ’ τους «πειρασμούς» και απ’ τους «ανθρώπους». Βλέπουμε πως, αφού παρήλθαν οι «άνθρωποι της θρησκείας», ο ιερέας και ο λευίτης, ο καλός Σαμαρείτης, που είναι ο Χριστός, τον περιέθαλψε, φρόντισε τις πληγές του με έλαιο και οίνο, τα οποία συμβολίζουν τα μυστήρια της Εκκλησίας.
Μάλιστα, τον μετέφερε στο πανδοχείο, ενώ έδωσε και δύο δηνάρια στον πανδοχέα, που συμβολίζουν την Π.Δ. και την Κ.Δ. Το πανδοχείο είναι η Εκκλησία μιας και δέχεται τους πάντες αδιακρίτως. Ο Χριστός είναι η σωτηρία όλου του κόσμου. Η Εκκλησία είναι ο χώρος που φιλοξενούνται οι πάντες χωρίς προϋποθέσεις. Μία είναι η προϋπόθεση: Το να θέλει ο άνθρωπος και να ποθεί τη σωτηρία του. Ποιος είναι ο δρόμος και ο τρόπος; H μετάνοια.
Αυτό, όμως, που, χωρίς αμφιβολία, μας εντυπωσιάζει και μας συγκλονίζει, είναι ότι οι άνθρωποι που όφειλαν να θεραπεύσουν τον πληγωμένο, που ήταν οι «άνθρωποι της θρησκείας», τον αγνόησαν και τον προσπέρασαν. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι ακριβώς ήταν «άνθρωποι της θρησκείας» και όχι «άνθρωποι της Εκκλησίας», όχι «άνθρωποι του Θεού». Αυτό μας δείχνει ότι όταν ο άνθρωπος οχυρώνεται πίσω από μια ατομική θρησκευτικότητα ώστε να διασφαλίσει την ατομική του σωτηρία, τότε, δεν μπορεί να έχει σχέση με το Θεό. Η σχέση με το Θεό δεν είναι μια διασφάλιση νομικού ή θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά μια διαρκής αναζήτηση, μια πάλη προσωπικής συνάντησης και σχέσης με το Θεό.
Όμως, για να γίνει αυτό, χρειάζεται ν’ αδειάσουμε απ’ τα δικά μας, να ξεπεράσουμε και να υπερβούμε τον εαυτό μας, αλλά και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: Να υπερβούμε και να ξεπεράσουμε το θρησκευτικό σύστημα και τους θρησκευτικούς τύπους. Όταν, λοιπόν, ο άνθρωπος ζητά μια ζωντανή και προσωπική σχέση με το Θεό, θα ζήσει οπωσδήποτε και τον πόνο που του «γεννά» ο εγωισμός του. Το «κυνήγι» του Θεού σημαίνει ότι είμαι διατεθειμένος να κατέβω στον Άδη που με οδηγούν τα πάθη και η άγνοια του φωτός. Όταν ο άνθρωπος «γευτεί» την απουσία του Θεού, τότε, δύναται αληθινά να ζητήσει το Θεό, όντας ένας «ζητιάνος» και «τραυματισμένος». Αυτή η κατάσταση «γεννά» σπλάγχνα οικτιρμών.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορεί ο καθένας και γίνεται φορέας της χάριτος του Θεού. Δηλαδή, ο άνθρωπος που έπαθε, έμαθε και γλυκάθηκε απ’ το έλεός Του. Αυτό μας καθιστά όλους μας ανθρώπους ευσπλαχνίας και όχι γιατί έτσι πρέπει, αλλά γιατί αυτή είναι πλέον η ζωή μας. Αυτός είναι ο «άνθρωπος της Εκκλησίας» και όχι ο «άνθρωπος της θρησκείας». Ο «άνθρωπος του Θεού» και όχι ο «άνθρωπος του συστήματος του θρησκευτικού». Λέει ο Άγιος Πορφύριος: «Άλλο πράγμα η θρησκεία και άλλο η Εκκλησία. Η θρησκεία καλύπτει ορμέμφυτες ενστικτώδεις ανάγκες, ενώ η Εκκλησία ωριμάζει μέσα μας την αγάπη και την πίστη στον εαυτό μας, τον συνάνθρωπο και το Θεό. Στη θρησκεία ζητάς και παίρνεις, στην Εκκλησία δίνεις και χάνεις».
Ο άνθρωπος του Θεού έχει «ενεργοποιήσει» τα πνευματικά του αισθητήρια. Ξέρει πώς να δοξάζει, πώς να ευχαριστεί, πώς να χαίρεται, πώς να μετανοεί και πώς να σηκώνεται μέσα απ’ τις προσωπικές του πτώσεις. Μόνο έτσι, επομένως, μπορεί να έχει αντίληψη πνευματική και αυτή η αντίληψή του γεννά τη «συν-αντίληψη». Δηλαδή, μπορεί και βλέπει τον τραυματισμένο, δεν τον προσπερνά και εκτιμά, όχι τον θρησκευτικό τύπο, αλλά το πρόσωπο, γιατί για το πρόσωπο πέθανε και θυσιάστηκε ο Χριστός. Ο Χριστός δεν σταυρώθηκε για τη διαφύλαξη κάποιου θρησκευτικού συστήματος, αλλά για την ανάδειξη της μοναδικότητας του ανθρώπινου προσώπου.
Ουσιαστικά, όλα τα παραπάνω «ενσαρκώνονται» στον ταπεινό άνθρωπο που ζει το Θεό, που Τον έχασε και Τον αναζητεί. Μαλακώνει έτσι ο άνθρωπος και μπορεί και βλέπει τον ελάχιστο αδερφό. Ποιον «αδερφό»; Όχι τον καλοφτιαγμένο, όχι αυτόν που στέκεται στα πόδια του, αλλά αυτόν που είναι καταπληγωμένος και περιθωριοποιημένος. Μπορεί και τον «παίρνει απ’ το χέρι» και εισέρχονται μαζί στην Εκκλησία, αφού αυτή είναι η ευθύνη του. Πολλές φορές αναρωτιόμαστε και λέμε: «Γιατί οι άνθρωποι δεν έρχονται πια στην Εκκλησία; Χάλασε ο κόσμος και η νεολαία». Το θέμα είναι πως δεν χάλασε κανένας κόσμος και καμιά νεολαία. Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι «άνθρωποι της Εκκλησίας» που έχουμε παύσει να εμπνέουμε και να εκπέμπουμε φως και ελπίδα στον πονεμένο και δυσκολεμένο άνθρωπο.
Όμως, αξίζει να προσέξουμε κάτι ακόμα: Μέσα στο πανδοχείο, δηλαδή στην Εκκλησία, δεν θεραπεύεται ο άνθρωπος με τις δικές μας διδασκαλίες. Θεραπεύεται απ’ τα δύο δηνάρια που είναι ο λόγος του Θεού. Άλλωστε, δεν υπάρχει θεραπεία και αγάπη χωρίς αλήθεια και αλήθεια είναι ο λόγος του Θεού. Πώς θεραπεύει; Με τα μυστήρια της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία και τ’ άλλα σωστικά μυστήρια, τα οποία είναι οι «ενέργειες» της αγάπης του Θεού. Ο άνθρωπος, τότε, ζωντανεύει.
Πότε ζωντανεύω; Όταν ζω «εκκλησιαστικώς». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι βγαίνω απ’ την ατομική μου βόλεψη και θρησκευτικότητα. Έτσι, η ζωή μου «μεταμορφώνεται» σ’ ένα «δόσιμο» και σ’ ένα «άνοιγμα», αφού «άνοιγμα» και «δόσιμο» ήταν και σε μένα ο Χριστός, ο καλός Σαμαρείτης. Ο Χριστός με περιέθαλψε, με έβγαλε απ’ την κόλασή μου και Του χρωστώ ευγνωμοσύνη. Αυτή ακριβώς η ευγνωμοσύνη εκφράζεται σαν δοξολογία και χαρά προς όλους. Δηλαδή, ένα «άνοιγμα» διαρκές, όπου μπορώ να εναγκαλιστώ τον κάθε άνθρωπο και να του μεταφέρω το μήνυμα της αγάπης του Θεού. Ο π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος γράφει στο βιβλίο του «Η ενοχή της χαράς»: «Όποιος αναζητάει το ίχνος του Θεού σ’ αυτόν τον κόσμο, δε θα το βρει παρά μόνο στο πρόσωπο των αρρώστων, των πεινασμένων, των φυλακισμένων και των ξένων. Όποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο είναι μείζων όλων των τιτάνων της θεολογίας».
Η πνευματική μας ζωή, επομένως, επιβεβαιώνεται στο κατά πόσο νοιαζόμαστε για τον κάθε άνθρωπο. Δεν είναι «πνευματικότητα» να υποστηρίζω την πίστη θεωρητικά χωρίς να γίνεται και πράξη. Είναι σημαντικό να «σαρκώνεται» η πίστη μας, που αυτό σημαίνει αγάπη προς τον αδελφό μας τον δυσκολεμένο και αυτόν που είναι μέσα στις «πληγές». Να μη μείνουμε, όμως, μόνο εκεί, αλλά και να του δώσουμε τις προϋποθέσεις σωτηρίας. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις; Όχι να του δείξουμε τον εαυτό μας και τις ιδέες μας, αλλά να του αποκαλύψουμε Αυτόν που μας σώζει όλους: Τον καλό Σαμαρείτη. Αυτόν που ανέβηκε μέχρι σταυρού για να μας δείξει ότι η αγάπη δεν είναι θεωρία, αλλά σταυρική πράξη.
Η σωτηρία, λοιπόν, και η ελπίδα του κόσμου είναι ο καλός Σαμαρείτης και η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι η φανέρωση των μυστηρίων του Χριστού και οι δωρεές της αγάπης του Θεού. Μέσα απ’ την παραβολή ο Κύριος μας δείχνει πως, αν η ζωή μου δεν αφορά τον άλλο άνθρωπο και αν η ζωή του άλλου ανθρώπου δεν αφορά εμένα, αλλά υφίσταται ένας χωρισμός και μια διάσπαση, τότε, είμαι ένας «αποτυχημένος χριστιανός». Αυτό δεν είναι Εκκλησία. Εκκλησία σημαίνει ότι η ζωή μου αφορά τον άλλον και ο άλλος αφορά εμένα, διότι αυτό μου το δίδαξε ο καλός Σαμαρείτης, ο οποίος«άδειασε» απ’ τη θεότητά Του, έγινε άνθρωπος και ανέβηκε πάνω στον σταυρό, ώστε να μας δώσει αυτή την ελπίδα σωτηρίας.