Ιστορικό πλαίσιο
Το Γενί Τζαμί της Μυτιλήνης είναι το νεότερο και μεγαλύτερο ισλαμικό τέμενος της πόλης, χτισμένο στην περιοχή της Επάνω Σκάλας. Η ανέγερσή του ξεκίνησε το 1825 και ολοκληρώθηκε το 1826, όπως μαρτυρεί η οθωμανική επιγραφή πάνω από την κεντρική είσοδο. Ιδρυτής του ήταν ο ναζίρης της Μυτιλήνης Μουσταφά Αγά Κουλαξίζης, ο οποίος χρηματοδότησε την κατασκευή με σκοπό να δημιουργήσει ένα κέντρο λατρείας και εκπαίδευσης. Οι γραπτές πηγές επιβεβαιώνουν τη δεκαετία του 1820 και τη συμμετοχή του Κουλαξίζη. Ο Μουσταφά Αγά ήταν ανώτατος αξιωματούχος του οθωμανικού διοικητικού συστήματος και η ανέγερση του μνημείου επεδείκνυε την οικονομική του ισχύ και τη φροντίδα του για την πόλη.
Η ανέγερση του τζαμιού εντάχθηκε σε ένα ευρύτερο συγκρότημα που περιελάμβανε χαμάμ, μεντρεσέ και σπίτια των θρησκευτικών λειτουργών. Ο μεντρεσές φιλοξενούσε μαθητές από όλη τη Λέσβο και συνδύαζε θρησκευτική διδασκαλία με επιστήμες, συμβάλλοντας στην εκπαίδευση της κοινότητας. Η ύπαρξη χαμάμ αντανακλούσε την οθωμανική αντίληψη για την υγεία και την κοινωνικοποίηση και ολοκλήρωνε το συγκρότημα. Οι παρευρισκόμενοι μπορούσαν να αγοράσουν προϊόντα από το παζάρι που λειτουργούσε γύρω από το τζαμί, κάνοντάς το σημαντικό οικονομικό κέντρο. Αυτή η ενότητα εξυπηρετούσε τις θρησκευτικές, εκπαιδευτικές και καθημερινές ανάγκες της μουσουλμανικής κοινότητας.
Το τέμενος λειτούργησε ως κεντρικό σημείο της ενορίας μέχρι το 1923, όταν η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία οδήγησε στην αποχώρηση των μουσουλμάνων. Από τότε το κτήριο εγκαταλείφθηκε και χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως αποθήκη και μουσείο. Η έλλειψη συντήρησης και οι σεισμοί προκάλεσαν σοβαρές ζημιές, οδηγώντας στην κατάρρευση της στέγης και του μιναρέ.
Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά
Το τζαμί είναι λιθόκτιστο και ακολουθεί τον τύπο του εγγεγραμμένου σταυρού, συνδέοντας τη μορφή του με τη βυζαντινή παράδοση. Το κεντρικό τετράγωνο καλύπτεται από ημισφαιρικό θόλο, ο οποίος στηρίζεται σε τόξα και είναι επενδεδυμένος με κεραμίδια. Η πρόσοψη έχει πεντάτοξη στοά με μονολιθικές μαρμάρινες κολόνες, δημιουργώντας υπαίθριο χώρο προσευχής. Στην εξωτερική τοιχοποιία εναλλάσσονται κόκκινη πέτρα και ασβεστόλιθος, χαρίζοντας αισθητική ποικιλία.
Το εσωτερικό είναι λιτό, αλλά επιβλητικό. Ο μιχράμπ, η κόγχη που δείχνει τη μέκκα, είναι κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο με ανάγλυφα, ενώ ο μιμπάρ, ο άμβωνας, είναι ξύλινος και φέρει χρωματιστά γεωμετρικά μοτίβα. Τα παράθυρα τοποθετούνται σε δύο ζώνες, εξασφαλίζοντας φυσικό φωτισμό. Η διακόσμηση, αν και μετρημένη, συνδυάζει οθωμανικά στοιχεία με βυζαντινή αισθητική, αποδεικνύοντας την αλληλεπίδραση των δύο πολιτισμών. Το κτίριο δεν παρουσιάζει νεοκλασικές δυτικές επιρροές αλλά παραμένει πιστό στη μεικτή παράδοση.
Στο βορειοδυτικό άκρο βρισκόταν ο μιναρές, ύψους περίπου 30 μέτρων, κτισμένος με πέτρες από την περιοχή Σαρμουσάκ. Η τετραγωνική βάση του σώζεται ακόμη και υποδηλώνει τη θέση και το μέγεθος του πύργου . Η κατάρρευσή του τον 20ό αιώνα οδήγησε σε παρερμηνείες ότι το τέμενος δεν διέθετε ποτέ μιναρέ, όμως οι πηγές επιβεβαιώνουν την αρχική του ύπαρξη. Ο πύργος χρησίμευε για το κάλεσμα των πιστών και αποτελούσε στοιχείο αναγνώρισης στο αστικό τοπίο.
Μεταγενέστερη χρήση και αποκατάσταση
Μετά το 1923 η παραμέληση οδήγησε σε σταδιακή καταστροφή. Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη, ενώ στεγάστηκε εκεί ένα μικρό λαογραφικό μουσείο χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις για τη συντήρησή του. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η 14η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων εκπόνησε σχέδιο αποκατάστασης που περιελάμβανε ενίσχυση των τοίχων, επισκευή της στέγης, αποκατάσταση διακοσμητικών στοιχείων και δημιουργία συστήματος απορροής. Οι εργασίες, που χρηματοδοτήθηκαν με ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια, στόχευαν στη διατήρηση της αυθεντικότητας και στη δυνατότητα περιορισμένης επανάχρησης.
Η αποκατάσταση προχώρησε με αργό ρυθμό λόγω οικονομικών δυσχερειών, όμως απέτρεψε την κατάρρευση και κατέστησε το μνημείο στατικό. Τα τελευταία χρόνια το Γενί Τζαμί χρησιμοποιείται περιστασιακά για πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως εκθέσεις τέχνης και μικρές συναυλίες, υπό την εποπτεία του δήμου και της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Δεν λειτουργεί καθημερινά ως μουσείο, αλλά ανοίγει σε ειδικές περιστάσεις και εντάσσεται σε θεματικές διαδρομές που αναδεικνύουν τα οθωμανικά μνημεία της Λέσβου. Το γεγονός ότι δεν έχει πλήρως αποκατασταθεί αναδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω συνεργασία μεταξύ κρατικών φορέων και τοπικής κοινωνίας.
Η σημερινή σημασία του μνημείου
Το Γενί Τζαμί αποτελεί σπάνιο δείγμα ύστερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής στον ελλαδικό χώρο. Η διατήρησή του συμβάλλει στην κατανόηση της πολυπολιτισμικής ιστορίας της Μυτιλήνης. Η συνεργασία Ελλήνων τεχνιτών στην κατασκευή του αναδεικνύει την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και τη συνύπαρξη των κοινοτήτων. Η συνύπαρξη βυζαντινών και οθωμανικών αρχιτεκτονικών στοιχείων στο ίδιο μνημείο καταδεικνύει την επιρροή των δύο πολιτισμών.
Η ένταξη του τζαμιού σε πολιτιστικές εκδηλώσεις προσφέρει στους επισκέπτες την ευκαιρία να γνωρίσουν την αρχιτεκτονική και την ιστορία του. Δημιουργεί προοπτικές για πολιτιστικό τουρισμό στη Λέσβο. Η μετατροπή του σε μόνιμο μουσειακό χώρο θα μπορούσε να φωτίσει πτυχές της οθωμανικής περιόδου και να ενισχύσει τον διάλογο για τη συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών. Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται συνέχιση των εργασιών αποκατάστασης και ευαισθητοποίηση του κοινού για την αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Συμπεράσματα
Το Γενί Τζαμί Μυτιλήνης χτίστηκε το 1825-1826 από τον ναζίρη Μουσταφά Αγά Κουλαξίζη και αποτέλεσε τμήμα ενός συγκροτήματος με εκπαιδευτικές και κοινωνικές λειτουργίες. Η αρχιτεκτονική του ακολουθεί τον τύπο του εγγεγραμμένου σταυρού με θόλο, συνδυάζοντας οθωμανικές και βυζαντινές επιρροές. Ο μιναρές του, ύψους 30 μέτρων, κατέρρευσε κατά τον 20ό αιώνα, αλλά η βάση του σώζεται. Μετά το 1923 εγκαταλείφθηκε, όμως στις αρχές του 21ου αιώνα ξεκίνησαν εργασίες αποκατάστασης που επέτρεψαν την επανάχρησή του για πολιτιστικές δραστηριότητες.
*Ο Παράσχος Μανιάτης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος 5 διδακτορικών διπλωμάτων από Σουηδικά και Αμερικανικά Πανεπιστήμια στους κλάδους: Logistics για Μηχανικούς, Μάνατζμεντ για Μηχανικούς, Οικονομικά & Χρηματοοικονομικά, Πολιτικές Επιστήμες & Δημόσιες Σχέσεις και Μαέστρος Μουσικής. Δίδαξε 41 χρόνια σε 9 δημόσια Πανεπιστήμια και 3 ιδιωτικά Πανεπιστήμια σε έξι χώρες.