Είχε το δικό της οίκο ανοχής σε μια συνοικία των Αθηνών.
Μόλις ξημέρωνε έκλεινε τη πόρτα τη βαριά έμπαινε στο σούπερ μάρκετ γέμιζε όσες σακούλες μπορούσε να σηκώσει και έχοντας εντοπίσει 7 σπίτια στη περιοχή της με μικρά παιδιά μέσα στη φτώχεια και την πείνα κρέμασε τη σακούλα χτυπούσε τη πόρτα κρυβόταν μέχρι να δει ότι άνοιξε και ότι τα τρόφιμα πήγαν στο σπίτι μέσα.ποτέ κάνεις δεν έμαθε ποιος φέρνει κάθε πρωί τα τρόφιμα στο σπίτι.
Ένα πρωί γυρνώντας από το σπίτι που είχε αφήσει τα τρόφιμα άκουσε το χτύπο της καμπάνας. Πλησίασε στο ναό και δειλά δειλά με σκυμμένο το κεφάλι πέρασε τη πόρτα και κάθισε στο τελευταίο στασίδι.
Στα μάτια τρέχουν ασταμάτητα τα δάκρυα.
Τελειώνει η θ. Λειτουργία φεύγουν οι πιστοί εκείνη καθηλωμένη στο στασίδι εξακολουθεί να ποτίζει με δάκρυα το μαρμάρινο δάπεδο του ναού.
Ο γέρων ιερεύς τη πλησιάζει πιάνει το χέρι της και ρώτα διακριτικά τι της συμβαίνει.
“Τώρα έκλεισα πάτερ το σπίτι της ακολασίας και δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Τα δάκρυα τρέχουν συνεχώς. Ο γέροντας μπήκε στο ιερό πήρε το άγιο ποτήρι τη πλησίασε και με τρεμάμενη φωνή της είπε” ο Χριστός μου παρήγγειλε πως σήμερα θέλει να μείνει στο σπίτι σου και την κοινώνησε. Το πρόσωπο της έλαμψε. Φίλησε το χέρι του γέροντα ιερέως και με δάκρυα συνεχώς βγαίνει από το ναό. Καθώς κατεβαίνει τα σκαλιά ένα παραπάτημα και πέφτει λιπόθυμη. Δεν ξύπνησε ποτέ. Πέρασε στα αζήτητα των ανθρώπων. Είχε όμως μπει στο σπίτι της ο ΧΡΙΣΤΟΣ και την είχε πάρει στο δικό του σπίτι στη Βασιλεία του.
Οι άνθρωποι αυστηροί στη κρίση ο Θεός πέλαγος στην αγάπη…….
Μνησθητι και ημών Κύριε εν τη βασιλεία σου…