Νέοι τίτλοι βιβλίων έκαναν αυτές τις μέρες την εμφάνισή τους στα ράφια των βιβλιοπωλείων, πολλά από τα οποία φυσικά αποτελούν προϊόν δημιουργίας από Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες. Ας δούμε τέσσερα από αυτά.
Από τις εκδόσεις ΔΙΑΠΛΟΥΣ κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή διηγημάτων για ενηλίκους της Κατερίνας Τζαβάρα, που διαγράφει εδώ και δεκαπέντε χρόνια μία επιτυχημένη και πολυγραφότατη πορεία στη λογοτεχνία για παιδιά και στο εκπαιδευτικό βιβλίο γνώσεων. Η συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα σύγχρονες ιστορίες, δώδεκα ανατρεπτικές διηγήσεις, μία για κάθε μήνα του χρόνου. Πρόκειται για ένα οδοιπορικό καθημερινών ανθρώπων που αναμετρώνται με τα λάθη, τις αδυναμίες, τους φόβους και τους έρωτες που ξεπετάγονται ξαφνικά στη ζωή τους, με αναφορές σε γνωστά τοπόσημα της Θεσσαλονίκης, που λειτουργούν άλλοτε ως θεατρικό σκηνικό για την αλλαγή των εποχών, τη δράση των ηρώων και την συναισθηματική τους έκρηξη.
-Ένας νέος αναζητά τον εξαφανισμένο φίλο του στο Παρίσι. Μια Αμερικανίδα εβραϊκής καταγωγής αναζητά τις ρίζες της στο Τολέδο. Μια γυναίκα ψάχνει τη βέρα της. Όλοι τους θα έρθουν αντιμέτωποι με αυτό που θα βρουν, που σχεδόν ποτέ δεν είναι αυτό το οποίο έψαχναν. Ο Σερζ Προκόφιεφ πεθαίνει την ίδια μέρα με τον Στάλιν. Ένας μυστηριώδης Πολωνός δημοσιογράφος δικάζεται για το λάθος έγκλημα. Ένας νέος χάνει τη ζωή του στον Ισπανικό εμφύλιο για να επιστρέψει σαν φάντασμα στη γενέτειρα πόλη του. Ο ιστορικός ιστός ξεπλέκεται στα νήματα των προσωπικών αναμνήσεων πριν ξανατυλιχτεί γύρω από ένα μοναδικό καρούλι, τον θάνατο. Μια νέα γιατρός πασχίζει να βρει τον βηματισμό της στην κλινική όπου μόλις διορίστηκε. Μια φιλόδοξη χορεύτρια χάνει σιγά-σιγά τον δικό της κάτω από το βάρος μικρών οικογενειακών τραγωδιών. Ένας μοναχικός ηλικιωμένος αποφασίζει να παραιτηθεί από την πιο μακάβρια δουλειά του κόσμου.
Οι δώδεκα ιστορίες της συλλογής «Αόρατα μέλη» του Χριστόφορου Νικολάου (εκδόσεις Πηγή) απλώνονται στον χώρο και στον χρόνο, ενώ ακροβατούν μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας, καθημερινότητας και φανταστικού. Στο τέλος συμπλέουν σε μια κοινή κοίτη, τη μόνη αναπόφευκτη αλήθεια, σύμφωνα με την οποία «όποιος χάνεται, όλα τα χρέη ξεπληρώνει». Αυτοί που μένουν πίσω καλούνται να υπομείνουν την απώλεια με το σθένος και τη λαχτάρα με την οποία οι ακρωτηριασμένοι νιώθουν ένα αόρατο μέλος εκεί που δεν βρίσκεται πια το χαμένο άκρο.
Μπορούν άραγε τα αρχεία, ημερολόγια, αφιερώσεις, επιστολές, να μας αφηγηθούν μία ιστορία; Μία ιστορία που εμπεριέχει τέσσερις πρωταγωνιστές με επίκεντρο μία ερωτική αλληλογραφία που καλύπτει με μοναδικό τρόπο την ταραγμένη δεκαετία του 1940, όπου πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος και φυλακή εμπλέκονται μέσα από συναισθήματα αγάπης, ματαίωσης και ελπίδας. Η ιστορία ξεκινάει με τη γνωριμία δύο αρχαιολόγων που ανταμώνουν σε ένα νησί του Αιγαίου για ανασκαφές, ακολουθώντας τους στην Αθήνα και τη σχεδόν τυχαία γνωριμία τους με άλλοτε αντιστασιακούς μίας ταραγμένης ιστορικά περιόδου. Από αυτούς, ένας μυστηριώδης γέροντας τούς εμπιστεύεται την ανέκδοτη αλληλογραφία ενός μεγάλου έρωτα, ανάμεσα σε έναν αξιωματικό του ελληνικού στρατού που τελικά θα βρεθεί στα ελληνικά βουνά ως Καπετάνιος αντιστασιακών ομάδων, καταλήγοντας μετά το τέλος του πολέμου και στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου σε φυλακές και εξορίες και μίας κοπέλας που θα δώσει τα πάντα για να κρατήσει αυτήν τη σχέση ζωντανή.
Στο βιβλίο «Πριν τελειώσει το τραγούδι» της Βασιλικής Κομπιλάκου (εκδόσεις Μεταμόρφωση) με το ξεδίπλωμα αυτής της ερωτικής αλληλογραφίας, παρακολουθούμε και την εξέλιξη της σχέσης των δύο ερευνητών, μέσα από τα ταξίδια τους, νοητικά και πραγματικά σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, για να καταλήξουν δεμένοι με τους νέους αυτούς μίας άλλης εποχής, που μολονότι δεν γνώρισαν φυσικά, η δύναμη της αγάπης τους ήρθε να ενσωματωθεί και στη δική τους βιωμένη ιστορία, οδηγώντας τους σε μία κορύφωση που ενείχε το άγγιγμα του πεπρωμένου.
Τι κι αν άλλοι επιστρέφουν στην πατρίδα της παιδικής τους ηλικίας; Καμιά παιδική ηλικία δεν πρόσφερε τίποτα, και καμιά ενηλικίωση – ληξιαρχική ή ουσιαστική – δεν θα μπορούσε να μας προσφέρει τόσα, με αναπνοή ασθματική και τα χάπια κι αυτά σε έλλειψη ή σε ελλιπές άθροισμα τη μέρα. Και το λαϊκό τραγούδι που πάντα ευφραίνει τις ψυχές και κοινωνεί, χωρίς να χρειάζεσαι τόνους το ουίσκι – που έτσι και αλλιώς υπήρχε κάποτε, χωρίς να ’ναι απαραίτητη η νύχτα – αλλά με τη νύχτα μέσα – παρά μόνο με μερικά κι απειροελάχιστα ψυχοφάρμακα και λίγο ούζο, μπορείς να επαναφέρεις αυτά που κάποτε είχες, τα πάντα. Μια ολότητα όλη δική σου, που γι’ αυτήν κάποτε σε τρέχαν, σε μανούρες τύπου τρελάδικου… Τι κι αν αυτοί που μου το έλεγαν, πήγαν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι ή στα πατώματα, ελπίζοντας πάντα για τα ανείπωτα και για έναν ουμανισμό! Κι όπως είναι γνωστό «κακό σκυλί ψόφο δεν έχει», κι αν έχει, δεν θα λείψει σε κανέναν, σ’ αυτούς που λογαριάζονται ζωντανοί. «Αλλά θα την αλλάξουμε την πο….α τη ζωή». Εξάλλου στον Τροτσκισμό πιστεύουμε. Κι εμείς μπορούμε να πιστεύουμε, γιατί η πίστη έχει να κάνει με τον flâneur∙ όχι με την εκκλησιά.
Η συλλογή διηγημάτων «Υπεραστικές κλήσεις» του Νίκου Λέκκα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ένεκεν.