Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Φοιτητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Απ’ το ευαγγέλιο της Κυριακής (Μκ. θ΄ 17-31) αξίζει να κρατήσουμε δύο φράσεις. Η πρώτη φράση είναι η ομολογία του πατέρα που έφερε τον υιό του, ο οποίος ήταν κατειλημμένος από πνεύμα ακάθαρτο, και όταν τον ρώτησε ο Χριστός αν πιστεύει, εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε, βοήθα με στην απιστία». Η δεύτερη φράση είναι αυτή που είπε ο Χριστός, όταν ρωτήθηκε απ’ τους μαθητές του γιατί δεν μπόρεσαν αυτοί να βγάλουν το ακάθαρτο πνεύμα απ’ τον υιό. Τους είπε: «Αυτό το γένος του διαβόλου δεν εξέρχεται, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».
Αυτές οι δύο φράσεις αξίζει να εγχαραχτούν μέσα στην καρδιά μας και να δούμε πώς μπορούμε να «ενεργοποιηθούμε» μέσα μας σ’ αυτή την πνευματική πορεία. Εφόσον, λοιπόν, ο δαιμονισμένος υιός βρισκόταν σε παραζάλη και ήταν «εγκλωβισμένος», ο Κύριος ρωτά τον πατέρα αν πιστεύει. Αυτό μας δείχνει πως ο Χριστός δεν κάνει θαύματα με το ζόρι. Χρειάζεται πάντοτε και η κατάθεση της δικής μας ελευθερίας. Τα θαύματα δεν λειτουργούν μαγικά. Αν κάποιος νομίζει πως θα βρει κάποιον και θα του λύσει τα προβλήματα χωρίς τη δική του αλλοίωση και συμμετοχή, αυτό είναι μια απάτη. Ακόμη κι αν φανεί ένα θαύμα φαινομενικά, το σημαντικό είναι πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να το διαχειριστεί μέσα του, γιατί δεν υπάρχει κατάλληλη «πνευματική υποδομή» και οι κατάλληλες προϋποθέσεις.
Άρα, χρειάζεται η πίστη. Θα πει κάποιος: «Πού να τη βρούμε; Θα πιέσουμε το μυαλό μας να πιστέψουμε;». Η στάση αυτή του πατέρα ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Φαίνεται, ίσως, λίγο αντιφατικό: Λέει απ’ τη μια «πιστεύω» και απ’ την άλλη «βοήθα με στην απιστία». Αυτό σημαίνει: «Έχω πρόθεση πίστης, αλλά είμαι ολιγόπιστος». Εμείς γνωρίζουμε πως η πίστη δεν είναι κατόρθωμα δικό μας, αλλά είναι «δώρο» της χάριτος του Θεού. Γι’ αυτό, η πίστη δεν είναι δεδομένη μέσα στην καρδιά μας. Πιστεύουμε, έχουμε διάθεση και θέλουμε να πιστέψουμε. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή, όπως είπαμε, αυτό είναι «δώρο» του Θεού, λέμε: «Βοήθα με στην απιστία. Χάρισέ μου την πίστη».
Ουσιαστικά, αν το καλοσκεφτούμε, η δική μας ευθύνη και το δικό μας βήμα είναι να «ξεδιπλώσουμε» την επιθυμία μας στο Θεό. Ποιος είναι ο «πιστός»; Αυτός που θέλει να πιστέψει. Ο άνθρωπος του Θεού είναι αυτός που θέλει να είναι ο άνθρωπος του Θεού. Το αν θα επιτευχθεί αυτό, είναι «δώρο» του Θεού. Δεν έχει να κάνει με ένα προσωπικό κατόρθωμα δικό μας, αλλά δίδεται σ’ αυτόν που είναι έτοιμος. Βλέπουμε, για παράδειγμα, στο ευαγγέλιο, αλλά και σε πολλές στιγμές της ζωής μας, ότι αυτό που μας καθιστά έτοιμους σ’ αυτή την προσδοκία της χάριτος του Θεού, για να μας δοθεί το «δώρο» της «πίστης», αλλά και κάθε «δώρο» πνευματικό, είναι ο πόνος, ο κόπος και η δυσκολία.
Χωρίς υπερβολή, αν και ακούγεται κάπως περίεργο, άνθρωπος χωρίς αγώνα και ταλαιπωρία στη ζωή του δεν μπορεί να προσδοκεί τα «δώρα» του Θεού. Αυτό συμβαίνει, όχι γιατί δεν τα δίνει ο Θεός, αλλά επειδή είμαστε ατακτοποίητοι μέσα μας, με αποτέλεσμα και να μας το δώσει, ζημιά θα μας κάνει. Χρειάζεται, δηλαδή, προηγουμένως «καλλιέργεια» της ύπαρξής μας. Οι ζωές των αγίων μας, αλλά και η δική μας σχέση με το Θεό, μπορεί να είναι στηριγμένη σε μια ταλαιπωρία, σ’ έναν πόνο ή και σε μια αποτυχία που έχουμε βιώσει. Αυτά που ο κόσμος θεωρεί «αποτυχίες», για εμάς είναι το «σκαλοπάτι» για να στραφούμε στο Θεό και να ζήσουμε τη χάρη Του. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως δεν υπάρχει «Θαβώρ» χωρίς «Γολγοθά».
Μέσα στην Εκκλησία οι αποτυχίες μας αποκτούν άλλη διάσταση: Είναι η «πόρτα» για «ν’ ανοίξουν» οι ουρανοί και να δεχτούμε τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό λέμε ότι αυτός που φαίνεται δυσκολεμένος στα μάτια του κόσμου, είναι ο αγαπημένος του Θεού και ο δεκτικός των θείων δωρεών. Αρκεί να έχει αυτή τη διάθεση πίστης και εμπιστοσύνης προς το Θεό και να του λέει: «Θέλω, έχω διάθεση, αλλά δικά Σου είναι τα υπόλοιπα. Βοήθα με στην απιστία». Έτσι ενεργεί ο Θεός. Ξεπερνάει τη δική μας λογική.
Ας δούμε λίγο και τη δεύτερη φράση που αναφέρθηκε στην αρχή: «Αυτό το γένος του διαβόλου δεν εξέρχεται, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία». Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε πως εμείς δίνουμε δικαιώματα στο «ακάθαρτο πνεύμα». Ποια δικαιώματα; Ζούσαμε κλεισμένοι στον εγωισμό μας, με τις φαντασιώσεις μας και, κατά συνέπεια, χωριστήκαμε απ’ το Θεό και θελήσαμε να γίνουμε εμείς θεοί. Αυτή είναι η πλάνη μας, με αποτέλεσμα να έρχεται η ταραχή και η ανισορροπία. Τι χρειάζεται; Είπαμε πως ο Θεός δεν λειτουργεί μαγικά. Μην ξεχνάμε πως πάνω απ’ όλα είμαστε πρόσωπα. Αυτό προϋποθέτει επίγνωση και ελευθερία. Οποιοσδήποτε έρχεται και μας λέει πως θα «πατήσει ένα κουμπί» και θα μας λυθούν τα προβλήματά μας, είναι επικίνδυνος. Στα πνευματικά θέματα ακόμα χειρότερα, γιατί χάνουμε την ελευθερία μας.
Στην πνευματική ζωή αυτό συμβαίνει πολλές φορές και στις μέρες μας. Μας υπόσχονται τον παράδεισο εύκολα. Μόνο να κάνουμε δύο-τρία πράγματα χωρίς να έχουμε επίγνωση. Ο Χριστός, όμως, θέλει επίγνωση. Ποια είναι η «προσευχή» και ποια η «νηστεία»; Τι σημαίνουν; Η νηστεία είναι μια κίνηση που κάνω προς το Θεό, κάθομαι στην «πτωχεία» μου, την αποδέχομαι, δεν ζητώ την «ψεύτικη τροφή» του κόσμου να μου καλύψει την «πείνα» και, έτσι, προσμένω το Θεό να με «χορτάσει» αληθινά. Η νηστεία, σαφώς, της τροφής είναι το βασικό. Υπάρχει, όμως, και η νηστεία των λογισμών, των φιλοδοξιών μου και του εγωισμού. Νηστεία σημαίνει τα «απεκδύομαι» όλα αυτά.
Δεν είναι τυχαίο που και οι πατέρες της ερήμου, οι ασκητές και μεγάλοι δάσκαλοι του πνεύματος επιμένουν τόσο πολύ στο «άδειασμα» του νου. Δηλαδή, στο να μην υπάρχουν τόσο οι κακές, όσο και οι καλές σκέψεις. Διότι μέσα στις επονομαζόμενες «καλές» ζουν και αναβιώνουν οι εικόνες και οι αντιλήψεις, εκείνα τα νοητικά είδωλα που τόσο οι γονείς μας, όσο και το περιβάλλον μας, έθεσαν περί του Θεού. Εμείς, όμως, δεν θέλουμε μια νοητική φαντασίωση περί Θεού, αλλά μια ζωντανή συνάντηση. Μια αποκάλυψη όχι στο νου, αλλά στη βαθιά καρδιά μας.
Όμως, και εδώ είναι το σημαντικό, δεν μένω «νηστικός». Δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς πάθος. Αυτό που κάνω είναι ότι αρνούμαι το πάθος του «εγωισμού» μου και το αντικαθιστώ με το «πραγματικό» πάθος που είναι ο Θεός. Πώς το αντικαθιστώ; Με την προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Αρνούμαι τα ψεύτικα, αδειάζω, αλλά γεμίζω από Θεό. Όταν πληρωθεί η καρδιά μας με την επίκληση του ονόματος του Θεού, τότε, αρχίζουμε να ξυπνάμε μέσα μας και να βρίσκουμε τον δρόμο μας και το πρόσωπό μας. Γινόμαστε ισχυροί, αφού μπορούμε και ελέγχουμε την ύπαρξή μας και την κατευθύνουμε στη σωστή πορεία.
Έτσι, δεν έχει δύναμη να ενεργήσει το ψέμα μέσα μας, εφόσον ζούμε την αλήθεια. Αν εγώ αληθεύω στη ζωή μου, ζητώντας να ικανοποιήσω το λόγο ύπαρξής μου που είναι ο Θεός, τότε, το ψεύδος δεν έρχεται μέσα μου να βρει χώρο και να «κατοικήσει». Το ακάθαρτο πνεύμα είναι η ψευτιά. Αν εγώ αγαπώ το ακάθαρτο πνεύμα σαν στάση ζωής, του δίνω χώρο. Αν, όμως, αρνούμαι το ψέμα, νηστεύω απ’ όλα αυτά τα ψεύτικα και αναζητώ το αληθινό, δεν έχει δύναμη να ενεργήσει. Γίνομαι πανίσχυρος και οχυρώνομαι μέσα στην παρουσία του Θεού και δεν μπορεί τίποτα να με κυριεύσει.
Συνοπτικά, επομένως, μπορούμε να πούμε πως όσο ισχυροποιείται ο Θεός μέσα μου, έχω μια σταθερότητα και μια βεβαιότητα. Είμαι ελεύθερος και προοδεύω μέσα στην αγάπη του Θεού, δίνοντας ανάπαυση, ελπίδα και μαρτυρία αγάπης του Θεού σε όλους.