«Στα χρόνια μας αυτό, που λαχταρούσαμε μόλις πέρναγε το Πάσχα ήταν να πετάξουμε τα παπούτσια μας και να κυκλοφορούμε στους δρόμους ξυπόλητοι. Φωνάζανε οι μανάδες μας να φορέσουμε παπούτσια, αλλά πού να ακούσουμε εμείς.
Μόλις γυρνάγαμε από το σχολείο τα πετάγαμε στην άκρη και τρέχαμε ξυπόλητοι έξω. Και περπατάγαμε έτσι παντού: Και στο δρόμο, και στην αυλή του σχολείου το απόγευμα και στα χωράφια και στα περιβόλια, και όπου αλλού παίζαμε.
Η αγαπημένη συνήθεια του καλοκαιριού ήταν να ανεβαίνουμε σε δέντρα και να τα «ξεστολίζουμε» πρώτοι από τους καρπούς τους. Οι μουριές και οι συκιές ήταν τα πρώτα που «τιμούσαμε».
Στην αρχή τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Τα πόδια μας ήταν γεμάτα πληγές, από τις πέτρες που πατάγαμε, γιατί όλοι οι δρόμοι ήτανε χωματόδρομοι.
Σαν να μην έφτανε αυτό κάναμε και κάτι άλλο, που έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα: Μαζεύαμε τριβόλια και τα σκορπάγαμε έξω από τα σπίτια συμμαθητών μας (και αυτοί το ίδιο έκαναν σε μας), ώστε να τα πατήσουνε και να πονέσουν.
Και εμείς κρυμμένοι να τους βλέπουμε και να χασκογελάμε. Όμως, πολύ γρήγορα συνηθίζαμε. Οι πατούσες μας γινόντουσαν από κάτω τόσο σκληρές λες και ο τσαγκάρης μας είχε περάσει σόλες. Ό,τι και να πατάγαμε οι πατούσες μας δεν τρυπιότανε.
Τον Σεπτέμβριο μόλις ανοίγανε τα σχολεία τα κεφάλια μπαίνανε μέσα. Ξαναφοράγαμε τα παπούτσια μας και γυρίζαμε στο παλιό μας πρόγραμμα. Η περίοδος της ξυπολησιάς και της ξεγνοιασιάς είχε τελειώσει και λαχταρούσαμε πια το επόμενο καλοκαίρι».
Η παραπάνω αφήγηση καταγράφηκε στα πλαίσια του προγράμματος «Ψηφιοποιώ την ιστορία του τόπου μου» του Δημοτικού Σχολείου Λουτρόπολης Θερμής, όπως τη δημοσίευσε το Θήτα της Θερμής. Ο κ. Σιδεράς έχει γεννηθεί την δεκαετία του 1940 και διανύει την 8η δεκαετία της ζωής του.